Οι προειδοποιήσεις πληθαίνουν

Χρίστος Αλεξόπουλος 06 Μαϊ 2018

Όσο περνάει ο χρόνος, τόσο περισσότερο γίνεται ορατή η ανάγκη ποιοτικής αναβάθμισης της πολιτικής λειτουργίας, ώστε οι κοινωνίες να πορευθούν με ασφάλεια προς το μέλλον.

Το πολιτικό σύστημα πρέπει να υπερβεί το επίπεδο της διαχείρισης των προβλημάτων, που παράγει η κοινωνική δραστηριότητα στο πλαίσιο του ισχύοντος μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης και να αποκτήσει τα κατάλληλα ποιοτικά χαρακτηριστικά, τα οποία θα του επιτρέψουν να επιλύει τα προβλήματα και να ελαχιστοποιεί τα γενεσιουργά τους αίτια.

Ανάλογη πορεία πρέπει να ακολουθήσουν και οι σύγχρονες κοινωνίες με την ποιοτική αναβάθμιση των δομών της κοινωνίας πολιτών, ώστε να μπορούν να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της πραγματικότητας, την οποία δημιουργούν η παγκοσμιοποίηση και η πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα των εξελίξεων σε σύγκριση με το παρελθόν, με αποτέλεσμα να μην είναι ελεγχόμενη η δυναμική, που αναπτύσσεται και να προκαλείται μεγάλη φθορά στην συνοχή τους.

Οι προειδοποιήσεις για την ζωτικής σημασίας αναγκαιότητα να υπερβεί το πολιτικό σύστημα το επίπεδο της διαχείρισης των προβλημάτων και να τα επιλύει, ώστε να διαμορφώνονται βιώσιμες συνθήκες στο μέλλον, συνεχώς πληθαίνουν και ταυτοχρόνως αποτυπώνουν την άνοδο του βαθμού διακινδύνευσης των κοινωνιών.

Παρουσιάζοντας την παγκόσμια έκθεση του 2018 για το νερό η Γενική Γραμματέας της UNESCO Andrey Azoulay επεσήμανε, ότι μέχρι το 2050 πάνω από 5 δισεκατ. άνθρωποι θα πληγούν από ανεπάρκεια ύδατος, αν δεν αντιμετωπισθεί το πρόβλημα με την λήψη μέτρων άμεσα. Τώρα πλήττονται από ανεπάρκεια νερού 3,6 δισεκατ. άνθρωποι.

Τα γενεσιουργά αίτια, σύμφωνα με την UNESCO, είναι η κλιματική αλλαγή, η αύξηση του πληθυσμού και η συνεχώς αυξανόμενη κατανάλωση.

Ιδιαίτερα ανεπαρκές είναι το νερό στην δυτική ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, σε αρκετές περιοχές της Κίνας και της Ινδίας και στην Εγγύς Ανατολή.

Βασικό εργαλείο για την αντιμετώπιση του προβλήματος και μάλιστα χωρίς γενικευμένη αξιοποίηση ακόμη, είναι η αποθήκευση του νερού της βροχής. Αυτό βέβαια δεν αρκεί. Η παγκόσμια κοινότητα πρέπει να προχωρήσει στη λήψη αποτελεσματικών μέτρων για την αναχαίτιση της κλιματικής αλλαγής, ενώ παράλληλα επιβάλλεται να εξετασθεί και η συμβολή του καταναλωτικού μοντέλου, που κυριαρχεί στις ανεπτυγμένες κοινωνίες κυρίως, στην όξυνση του προβλήματος.

Προς το παρόν το πολιτικό σύστημα σε πλανητικό επίπεδο αδυνατεί να προχωρήσει στη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής (π.χ. η πολιτική της κυβέρνησης του Donald Trump στις ΗΠΑ, ανεπαρκή μέτρα από τις κυβερνήσεις άλλων χωρών, οι οποίες πρωταγωνιστούν στη ρύπανση και στην εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα, όπως είναι η Κίνα και η Γερμανία).

Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πολιτικής στην Ευρώπη είναι η εύκολη αλλαγή στόχων της γερμανικής κυβέρνησης. Επειδή ο στόχος της μείωσης της εκπομπής αερίων κατά 40% έως το έτος 2020 δεν μπορεί να επιτευχθεί, υποτίθεται, ότι θα υπάρξει μείωση κατά 55% μέχρι το 2030. Πραγματικά είναι θλιβερό.

Παράλληλα σε καμμία χώρα δεν τίθεται θέμα για την υπερκατανάλωση, πάνω στην οποία στηρίζεται το μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης, αν και παράγονται κοινωνικές ανισότητες.

Ταυτοχρόνως πρέπει να επισημανθεί, ότι αυτά τα προβλήματα λειτουργούν επίσης ως γενεσιουργά αίτια της μαζικής μετακίνησης πληθυσμών, η οποία θα συνεχισθεί για πολύ ακόμη, όσο το πολιτικό σύστημα έχει την λογική της διαχείρισης και όχι της αντιμετώπισης τους.

Στο ίδιο μήκος κύματος με έντονο προειδοποιητικό χαρακτήρα σε σχέση με την άνοδο του βαθμού διακινδύνευσης των κοινωνιών και την ευθύνη του πολιτικού συστήματος είναι η αντιφατική του λειτουργία στον τομέα των εξοπλισμών σε συνδυασμό με την προώθηση της ειρήνης.

Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Έρευνας για την Ειρήνη (Sipri) στην Σουηδία τα πέντε (5) τελευταία χρόνια το διεθνές εμπόριο όπλων αυξήθηκε κατά 10%.

Οι μεγαλύτεροι εισαγωγείς όπλων είναι η Ινδία (12% συμμετοχή στην παγκόσμια αγορά), ενώ ακολουθούν η Σαουδική Αραβία, η Αίγυπτος, τα Αραβικά Εμιράτα και η Κίνα. Στην Ευρώπη οι εισαγωγές μειώθηκαν κατά 22%, αλλά εκτιμάται, ότι θα αυξηθούν  λόγω των εντεινόμενων «τριβών» με την Ρωσία.

Οι μεγαλύτεροι εξαγωγείς όπλων είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής με το 34% των εξαγωγών σε παγκόσμιο επίπεδο και στη δεύτερη θέση είναι η Ρωσία με 7,1%. Στην τέταρτη θέση είναι και μια ευρωπαϊκή χώρα, η Γερμανία, της οποίας οι τρεις καλύτεροι πελάτες είναι η Νότια Κορέα (14%), η Ελλάδα (11%) και το Ισραήλ (8,7%).

Το ερώτημα είναι, πως συνδυάζεται η βιώσιμη ειρηνική πορεία της ανθρωπότητας με τους συνεχώς αυξανόμενους εξοπλισμούς των χωρών, πολλές από τις οποίες συμμετέχουν σε περιφερειακές συγκρούσεις με οδυνηρές επιπτώσεις στις τοπικές κοινωνίες (Συρία, Ιράκ, Υεμένη κ.λ.π.), των οποίων δυναμιτίζεται η κοινωνική συνοχή, ενώ μεγάλα τμήματα του πληθυσμού τους οδηγούνται στην προσφυγιά.

Αποτελεί μεγάλης εμβέλειας θρασύτητα, οι κυβερνήσεις των χωρών, οι οποίες εξάγουν όπλα, να ασκούν κριτική για ανθρωπιστική κρίση, την στιγμή που εμπορεύονται τα εργαλεία (όπλα) για την πρόκληση της. Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση, αυτές οι χώρες να προβαίνουν σε πολεμικού χαρακτήρα επικίνδυνες για την παγκόσμια ειρήνη ενέργειες (ΗΠΑ, Αγγλία και Γαλλία) για να «διδάξουν ανθρωπισμό» σε άλλες χώρες (Συρία), οι οποίες υποφέρουν από μεγάλα εσωτερικά προβλήματα (επιτροπεία άλλων ίδιας γεωπολιτικής λειτουργίας χωρών, π.χ.Ρωσίας και αυταρχικό, μη δημοκρατικό καθεστώς διακυβέρνησης).

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση οι προειδοποιήσεις παίρνουν ακόμη και την μορφή εσωτερικών προβλημάτων ασφάλειας και αποστασιοποίησης των κοινωνιών της από την βασική αρχή της μεταξύ τους αλληλεγγύης, με αποτέλεσμα βέβαια την άνθηση του ευρωσκεπτικισμού και την ευδοκίμηση λαϊκιστικών εθνικιστικών πολιτικών προτάσεων.

Δεν είναι όμως μόνο η ενδυνάμωση και εμφάνιση ακροδεξιών πολιτικών οπτικών στο προσκήνιο, που δρομολογεί την εσωστρέφεια και οδηγεί στην απορρύθμιση της προοπτικής σύγκλισης των ευρωπαϊκών κρατών στο πλαίσιο της πολιτικής επιλογής για την οικοδόμηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

Ταυτοχρόνως οι συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις ακολουθούν επικίνδυνη πορεία, η οποία έχει κοινά χαρακτηριστικά με τον εθνικιστικό λαϊκισμό. Πολύ αντιπροσωπευτικό παράδειγμα είναι η νομοθετική ρύθμιση, που προωθείται από την κυβέρνηση του κόμματος της CSU (Χριστιανική Κοινωνική Ένωση) στο γερμανικό κρατίδιο της Βαυαρίας για ψήφιση στην τοπική Βουλή τον Μάϊο του 2018, η οποία θα επιτρέπει στην αστυνομία να παρακολουθεί τηλεφωνικές συνομιλίες, ταχυδρομική επικοινωνία, ακόμη και να συλλαμβάνει πολίτες, οι οποίοι δεν έχουν διαπράξει αδίκημα, αλλά θεωρούνται ύποπτοι (Zeit online, 28.3.2018).

Τα προσωπικά δεδομένα εξαφανίζονται. Από το 1945 δεν υπήρξε παρόμοια ρύθμιση. Η δημοκρατία συρρικνώνεται και μάλιστα χωρίς προσχήματα.

Άλλα χρονικά περιθώρια για καθυστερήσεις δεν υπάρχουν. Το πολιτικό σύστημα τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο πρέπει να σταματήσει να διαχειρίζεται κυβερνητική εξουσία και να λειτουργεί ως εργαλείο νομιμοποίησης εξελίξεων, οι οποίες δρομολογούνται από τον κυρίαρχο ρόλο του οικονομικού συστήματος και της ολιγομελούς ελίτ, που το αξιοποιεί για «ίδιον όφελος». Είναι ζωτικής σημασίας ανάγκη να προλαμβάνει την δυναμική, που αναπτύσσεται, σχεδιάζοντας μακροπρόθεσμα με σημείο αναφοράς την ανθρώπινη οντότητα και το πλανητικό περιβάλλον.

Μόνο που αυτό πλέον σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, στην οποία κυριαρχούν η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων (ανάλογα με το που είναι εφικτή η κερδοσκοπία) και εργασίας, αυτό δεν είναι πραγματοποιήσιμο. Πρέπει να αναζητηθεί μια λειτουργική μορφή παγκόσμιας διακυβέρνησης, η οποία θα μπορεί να εκφράσει και να πραγματώσει το πλανητικό κοινωνικό και περιβαλλοντικό συμφέρον.

Η κοινωνία πολιτών θα μπορούσε με τις δομές, που διαθέτει, να δικτυωθεί σε πλανητικό επίπεδο και να συμβάλλει αποφασιστικά σε αυτή την προσπάθεια.

Ειδάλλως ο βαθμός διακινδύνευσης παγκοσμίως θα αυξάνεται συνεχώς.