Στην Προγραμματική Συνδιάσκεψη της Δημοκρατικής Συμπαράταξης (14-15 Μαΐου), άνθρωποι διαφορετικών αφετηριών, πολιτικών και πολιτισμικών αποσκευών, με τις καχυποψίες και τις ενστάσεις τους, άνθρωποι που ίσως λίγα χρόνια πριν δεν φαντάζονταν ότι θα κάθονταν δίπλα-δίπλα, όχι μόνο κάθισαν μαζί, αλλά και «βομβάρδισαν» ο ένας τον άλλον με ιδέες και προτάσεις.
Εκεί διαπίστωσαν ότι η επί 40 χρόνια απουσία μιας θεωρητικής συζήτησης για τα κοινά τους σημεία δεν τους επέτρεψε να γνωρίζουν ότι όλοι αυτοί, μαζί, αποτελούν μέλη, με διαφορετικούς βαθμούς συγγένειας, μιας μεγάλης οικογένειας, της σοσιαλδημοκρατίας. Τον ίδιο βαθμό όσμωσης δείχνει και η συζήτηση μεταξύ των μελών της Επιτροπής Διαλόγου της Δημοκρατικής Συμπαράταξης και του Ποταμιού.
Βεβαίως δεν ήταν μόνο η απουσία θεωρητικής συζήτησης η αιτία που έκρυβε τα κοινά σημεία όλων αυτών. Ηταν και αυτό που ο Κώστας Σημίτης – θα το ξαναγράψω και εδώ -, ο καλύτερος πρωθυπουργός της μεταπολεμικής Ελλάδας, αλλά και το μεγαλύτερο πολιτικό και ιδεολογικό κεφάλαιο του χώρου σήμερα, ανέφερε για «εγωισμούς, φιλοδοξίες, δήθεν κληρονομικά δικαιώματα και μη ρεαλιστικές πολιτικές επιδιώξεις που συνεχίζουν να αποτελούν εμπόδια μιας κοινής προσπάθειας με όλους που συγκλίνουν στους στόχους μας».
Βεβαίως η Δημοκρατική Συμπαράταξη «δεν πετάει». Η Πολιτική Διακήρυξή της δεν συγκίνησε την ευρύτερη κοινωνία. Απουσίαζε από αυτήν το στίγμα. Ενα στίγμα που θα εκφράζει τις προοδευτικές και εκσυγχρονιστικές δυνάμεις του τόπου, με πρόγραμμα που δεν θα εξαντλείται στην παθητική προστασία των ασθενέστερων (βλέπε «δίχτυ ασφαλείας» και διάφορα «εγγυημένα»), αλλά θα επικεντρώνεται στη σφυρηλάτηση μιας συμμαχίας των μισθωτών με τα μεσαία στρώματα, στην ενίσχυση δηλαδή της δυναμικής κοινωνίας η οποία με την ανάπτυξή της σπρώχνει και τα ασθενέστερα στρώματα προς τα πάνω.
Πριν όμως και από αυτό το στίγμα, χρειάζεται να σταλεί ένα ξεκάθαρο μήνυμα ειλικρινούς, με προτάσεις, αντιπολίτευσης. Ο χώρος αυτός, απευθύνοντας κορόνες προς τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, του τύπου «θα απολογηθείτε για τα μέτρα», αυτοπαγιδεύεται. Είναι σαν να αποδέχεται την κριτική που ο ΣΥΡΙΖΑ και η όλη αντιδημοκρατική Πλατεία τού ασκούσε. Σαν να παραδέχεται ότι και οι τότε και οι σημερινές πολιτικές εκπροσωπούσαν το «κακό». Η μόνη διαφορά είναι πως τώρα και ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει ό,τι «κακό έκανε» το ΠαΣοΚ μέχρι το ’14.
Η πραγματική γραμμή όμως υπεράσπισης του χώρου θα έπρεπε να είναι ότι, έστω μετά την κατάρρευση των «αυταπατών» του ΣΥΡΙΖΑ και μετά την καταστροφική διαπραγμάτευση που πρόσθεσε και άλλα βάρη στο πρόγραμμα διάσωσης, αυτός υποχρεούται να κάνει σήμερα ό,τι σωστό έκανε από το 2010, με μεγάλο κόστος, το απροετοίμαστο τότε πολιτικά και ιδεολογικά ΠαΣοΚ. Επίσης, αν τότε είχε δεσμευτεί σε αυτή την πολιτική και όλο το υπόλοιπο μπλοκ των «μενουμευρωπαίων», ίσως να μην είχαμε την άνοδο στην εξουσία των «δενμενουμευρωπαίων», μια που θα είχε βγει ήδη η χώρα από τα μνημόνια.
Και βεβαίως ο προοδευτικός εκσυγχρονιστικός χώρος χρειάζεται οπωσδήποτε να αποφύγει τις, και εντός του, σειρήνες του νεοπατριωτικού λαϊκισμού που «αγωνιούν» για την προστασία της γλώσσας, της πολιτιστικής κληρονομιάς. Αξίες πομφόλυγες όταν ενδύονται τον «πατριωτικό» μανδύα και ευρωπαϊκές – εξάλλου τις εγγυάται η ίδια η καταστατική αρχή (άρθρο 3) της Ευρωπαϊκής Ενωσης – όταν ντύνονται οικουμενικά. Χρειάζεται να απαλλαγεί από όλα τα ιδεολογήματα, όπως η ενότητα Κράτους και Εκκλησίας, που εδώ και 200 χρόνια κρατούν τη χώρα δέσμια του αντιδυτικισμού και του αντιεκσυγχρονισμού.
Η Δημοκρατική Συμπαράταξη με τη σημερινή της μορφή, τη σημερινή αντιπολιτευτική της τακτική και, γιατί όχι, με πολλά από τα σημερινά φυσικά πρόσωπα που την εκπροσωπούν, φαίνεται να αγγίζει τα όριά της. Αυτό που έγινε στη Συνδιάσκεψη της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, οι συναντήσεις που προηγήθηκαν στην περιφέρεια, αλλά και όσα γίνονται στην Κοινή Επιτροπή Διαλόγου, και μέσα στο Ποτάμι, αποδεικνύουν ότι τα πράγματα είναι πλέον ώριμα για τη μεγάλη ώσμωση, για τη δημιουργία ενός «πολυτασικού ενιαίου προοδευτικού σχήματος», με σεβασμό στην ιστορία και τη διαφορετικότητα του καθενός ξεχωριστά. Στις θεμιτές αγωνίες για το αν το καράβι θα μπατάρει «δεξιά ή αριστερά», η απάντηση είναι πως η διαμάχη της αριστερής με τη δεξιά πτέρυγα, μέσα στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, είναι η κινητήρια δύναμή τους. Οταν αυτή σταματάει ή «κουκουλώνεται», το καράβι εξοκέλλει. Και η διαμάχη σταματάει όταν εντός της σοσιαλδημοκρατίας επικρατούν οι άνθρωποι των μηχανισμών και όχι των ιδεών.
Η κοινωνία κοιτά τα κόμματα του χώρου με καχυποψία και ενίοτε με ειρωνική – απορριπτική διάθεση. Η συζήτηση για την Κεντροαριστερά πρέπει να ανοίξει στην κοινωνία, να εκπολιτιστεί και να εξευγενιστεί. Κανείς από τους συμμετέχοντες σε αυτήν, «αριστερός» ή «δεξιός», δεν κατέχει την απόλυτη αλήθεια. Δεν υπάρχουν θέσφατα, μόνο απόψεις, οι οποίες – όπως και του γράφοντος – μπορεί να είναι σωστές ή λανθασμένες. Εξάλλου αν μιλάμε ειλικρινά για σοσιαλδημοκρατία, ο πατέρας της Εντουαρντ Μπερνστάιν ισχυριζόταν ότι το υλικό της είναι φτιαγμένο από τον διάλογο, την αμφιβολία και την αυτοαμφισβήτηση. Και τον αυτοσαρκασμό θα πρόσθετα, αφού για παράδειγμα η κεντρική παρουσία στο ευρωκοινοβούλιο πολιτικών των μηχανισμών, σαν τον κ. Πιτέλα, μόνο ως διάθεση αυτοσαρκασμού μπορεί να εκληφθεί. Αυτό όμως είναι θέμα άλλης συζήτησης.
Ενιαίος προοδευτικός και σοσιαλδημοκρατικός χώρος, στη βάση του κριτικού αναστοχασμού, τώρα. Πολιτική σκέψη, νέα πρόσωπα και σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές αντί μηχανικών της προπαγάνδας. Μόνο έτσι θα προστρέξει και αυτό το, τουλάχιστον, 25% της κοινωνίας που αυτοπροσδιορίζεται ως κεντροαριστερό.