Η επικύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών από την Βουλή σήμανε την αρχή μιας νέας περιόδου για την οριστική επίλυση του Μακεδονικού ζητήματος. Η τακτική και η διαδικασία που επέλεξε η κυβέρνηση άνοιξαν ωστόσο νέες πληγές σε ένα χρονίζον και πολύπαθο εθνικό θέμα. Η διχαστική κομματική σκοπιμότητα υπερίσχυσε κατά κράτος της εθνικής συναινετικής λογικής.
Η επάνοδος στην θλιβερή εσωτερική πραγματικότητα – εκτός αν ο διεθνής παράγων δραστηριοποιηθεί άμεσα και για τη λύση του Κυπριακού – έρχεται να προσγειώσει ανώμαλα τους θεωρητικούς του τέλους των μνημονίων. Οι «θεσμοί» επισκέφτηκαν ξανά, σαν να μην πέρασε μια μέρα, την Αθήνα ελέγχοντας και αποφασίζοντας για την τύχη των προαναγγελθεισών προεκλογικών κυβερνητικών παροχών. Μερικές από αυτές η κυβέρνηση δεν τόλμησε ούτε καν να τις παρουσιάσει ενώ άλλες απερρίφθησαν μετά βαΐων και κλάδων.
Το πραγματικό «τέλος των μνημονίων» θα έρθει μόνον όταν η χώρα εξοφλήσει τις δανειακές της υποχρεώσεις. Μέχρι τότε θα πρέπει να τα βγάλει πέρα χωρίς την οικονομική συνδρομή των Ευρωπαίων εταίρων της με μόνη ελπίδα τον μη διαφαινόμενο αυτή τη στιγμή δανεισμό από τις διεθνείς αγορές. Η σημερινή κυβέρνηση, αδιαφορώντας για την τραγική κατάσταση της οικονομίας, εξαντλεί για προεκλογικούς σκοπούς τα τελευταία πλεονασματικά αποθέματα της εξοντωτικής υπερφορολόγησης που έχει επιβάλει.
Το δυστύχημα είναι ότι η αλλοπρόσαλλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία «εμπιστοσύνης» δεν μπορεί να ψηφίσει και την άρση των οικονομικών αδιεξόδων της χώρας.