Είναι αυτονόητο, υποθέτω, πως κάθε σοβαρός και καλοπροαίρετος άνθρωπος διδάσκεται από τα λάθη του και φροντίζει να μην τα επαναλαμβάνει. Και επειδή τα τελευταία χρόνια μας δόθηκε η ευκαιρία για πολλά να προβληματιστούμε και πολλά να αναθεωρήσουμε, πίστευα ότι ο πολιτικός κόσμος θα είχε αντλήσει πολλά διδάγματα και θα είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει αρκετές συνήθειές του.
Δυστυχώς τα γεγονότα άλλα αποδεικνύουν και οι προσδοκίες μου κάθε άλλο παρά δικαιώνονται. Μπορεί οι πολιτικοί μας να απορρίπτουν ή ακόμη και να καταδικάζουν γενικά και αόριστα φαύλες συνήθειες και πρακτικές, αλλά μόνο γενικά και αόριστα. Γιατί όταν περνάμε στο ειδικό και συγκεκριμένο, τα πράγματα αλλάζουν και δείχνουμε κολλημένοι στο χθες.
Πρώην βουλευτής, ηλικίας 75 ετών, επιλέχθηκε να διοικήσει δημόσιο Οργανισμό. Καμία σημασία δεν έχει πώς λέγεται ή ποιος είναι ο Οργανισμός. Το γεγονός της επιλογής του είναι το απαράδεκτο. Κι αν αυτό ίσχυε και για το παρελθόν, πολύ περισσότερο ισχύει σήμερα. Σε μια χώρα που η ανεργία πλησιάζει στο 30% είναι επιεικώς απαράδεκτο να αναθέτει η κυβέρνηση τη διαχείριση δημόσιων Οργανισμών και υπηρεσιών σε αποτυχόντες βουλευτές, υιοθετώντας πρακτικές που εσφαλμένα πιστεύαμε ότι έχουν εγκαταλειφθεί.
Και δεν τα έχω μόνο με τον Σαμαρά που εγκρίνει και προωθεί τέτοιες λογικές. Ούτε και μόνο με τον Βενιζέλο που έχει τη δυνατότητα να αντιδράσει και δεν το κάνει, ανεχόμενος να διορίζονται σε κυβέρνηση η οποία βασίζεται στις ψήφους του ΠΑΣΟΚ πολιτικοί των οποίων οι επιλογές και οι αποφάσεις συνέβαλαν καθοριστικά στα σημερινά μας αδιέξοδα. Τα έχω και με την τρόικα και όποιους άλλους έχουν αναλάβει για λογαριασμό των εταίρων και των δανειστών μας να μας βάλουν σε τάξη.
Μόνο να επιβάλλουν χαράτσια και να κάνουν τις παράπλευρες μπίζνες τους ξέρουν; Ή μόνο με απολύσεις εργαζομένων θα βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα; Πώς, ποιοι και με ποιους τρόπους διοικούν δεν είναι καθοριστικής σημασίας παράμετρος για τις επιδόσεις της κρατικής μηχανής; Γιατί παραμένουν απλοί θεατές πρακτικών που είναι μαθηματικά βέβαιο ότι αναπαράγουν το καταδικασμένο χθες, από το οποίο επιδιώκουμε να απεμπλακούμε; Ή μήπως κακώς προβληματίζομαι, γιατί δεν τους ενδιαφέρει;