Αν τα μνημόνια αποτελούν επί της ουσίας την αναγκαία μορφή εποπτείας για τη συστηματική αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας, το μόνο βέβαιο που δεν θα συμβεί το 2018, είναι ο τερματισμός τους. Αν όμως τα μνημόνια μέχρι σήμερα ανέστειλαν την χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας από τις αγορές, αυτό θα αλλάξει. Μια ουσιαστική λοιπόν πολιτική συζήτηση στη χώρα, δεν θα μιλούσε για λήξη της μνημονιακής επιτήρησης αλλά για τις αλλαγές στο τρόπο της μνημονιακής χρηματοδότησης. Και ακόμα μια σοβαρότερη συζήτηση, θα έβαζε στο εθνικό πολιτικό τραπέζι, το αν θα ήταν σκόπιμο ή όχι, η σημερινή ελληνική οικονομία να πάει στις αγορές με προαιρετικά στηρίγματα χρηματοδοτικής προστασίας για κάθε έκτακτο αρνητικό ενδεχόμενο.
Ομως η κυβέρνηση, που έχει την πρωτοβουλία της πολιτικής ατζέντας, δεν θέλει πολιτική συζήτηση ουσίας, θέλει αφήγημα επιτυχίας πάση θυσία και χωρίς ουσία. Και κυρίως θέλει ένα ισχυρό εκλογικό δίλημμα για τον επόμενο ενάμισι χρόνο. Ενα λοιπόν πράγματι κρίσιμο σταυροδρόμι για τη χώρα που απαιτεί σοβαρές επιλογές, θα θυσιαστεί στον εγκλωβισμό παραπλανητικών αφηγημάτων και επιδερμικών διλημμάτων του στυλ «εσείς μας βάλατε, εμείς σας βγάζουμε από το μνημόνιο» για τους γνωστούς ανίατους λόγους της ελληνικής κομματικής παθογένειας.
Είναι όμως βέβαιο ότι τα έωλα αφηγήματα επιτυχίας και τα στρεβλά πολιτικά διλήμματα έρχονται και παρέρχονται και κυρίως συντρίβονται από τη σκληρή καθημερινή πραγματικότητα που βιώνει η ελληνική κοινωνία. Αλλά όλα αυτά δεν θα πρέπει να μας κάνουν να παραιτηθούμε από την προσπάθεια , κάθε φορά να ανακαλύπτουμε, αυτό που βαθύτερα συμβαίνει. Και πράγματι, αυτό που όντως σήμερα συμβαίνει, μετά από οκτώ σκληρά χρόνια εθνικής κατάρρευσης, είναι ότι ολοκληρώνεται ένα μεγάλος κύκλος δημοσιονομικής σταθεροποίησης και ξανοίγεται επιτακτικά μπροστά μας η μεγάλη πρόκληση της παραγωγικής ανάπτυξης της χώρας.
Αρα το ουσιαστικό εθνικό-πολιτικό δίλημμα δεν είναι μια νέας μορφής μνημονιακή πόλωση «βγήκαμε-δεν βγήκαμε από τα μνημόνια», στην οποία προσπαθεί ο ΣΥΡΙΖΑ να συμπαρασύρει την πολιτική και την κοινωνία. Το πραγματικό δίλημμα της επόμενης περιόδου είναι «οικονομική στασιμότητα ή παραγωγική ανασυγκρότηση», μετά τις οκτάχρονες δημοσιονομικές θυσίες του ελληνικού λαού και τη σταθεροποίηση της χώρας. Και επειδή ανοίγει και ο νέος εκλογικός κύκλος, το δίλημμα συναρτάται ευθέως με το ποια πολιτική λύση μπορεί να δώσει απάντηση στην νέα πραγματική εθνική πρόκληση.
Δυστυχώς τα μέχρι στιγμής πολιτικά δεδομένα της χώρας είναι αναντίστοιχα των μεγάλων απαιτήσεων του επόμενου στοιχήματος. Η μέχρι τώρα κυβερνητική θητεία ΣΥΡΙΖΑ ήταν το ιστορικά πιο κοστοβόρο εθνικό μάθημα προσαρμογής και ωρίμανσης. «Βοήθησε» μεν σε αποκάλυψη χυδαίων πολιτικών ψεμάτων, κατάρριψη αυταπατών και ψευδαισθήσεων, αλλά η χώρα βρίσκεται σε θέση σημειωτόν από το 2014. Έτσι σε καμία περίπτωση ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι επαρκής για να συνεχίσει σε θέση οδηγού την απαιτητική ευθύνη της παραγωγικής ανασυγκρότησης.
Ταυτόχρονα, η ΝΔ ποντάροντας και μόνο στην φθορά της κυβέρνησης, παραμένει αγκυροβολημένη σε ξεπερασμένα συντηρητικά δόγματα. Δεν έχει προχωρήσει ούτε σε ιδέες ούτε σε προσωπικό για ν’ ασκήσει τις απαιτούμενες πολιτικές που να παράγουν πλούτο, ταυτόχρονα με στήριξη της πτωχοποιημένης ελληνικής κοινωνίας.
Χάσαμε το τρένο της συνεννόησης στη φάση της δημοσιονομικής σταθεροποίησης, ας μη το χάσουμε για την κρισιμότερη φάση της παραγωγικής ανάπτυξης
Σ’ αυτό το κυρίαρχο πολιτικό τέλμα αναδύθηκε και το καινούργιο στοίχημα του Κινήματος της Αλλαγής. Η αρχή του εγχειρήματος ήταν ό,τι πιο ελπιδοφόρο. Η ανάλογη συνέχειά του εξαρτάται από εμάς. Οι κοινωνικές προϋποθέσεις υπάρχουν, χρειάζονται όμως και οι κατάλληλες πολιτικές επιλογές που θα το αναδείξουν σε πρωταγωνιστική πολιτική δύναμη, με επόμενο σημαντικό βήμα την συγκρότηση του φορέα το Μάρτιο. Και εδώ ακριβώς θα τεθούν τα θεμέλια για την κατάκτηση ενός τέτοιου ρόλου, από το κατά πόσο και το Κίνημα Αλλαγής θα προσφέρει ζωτικές λύσεις στην νέα μεγάλη εθνική πρόκληση της παραγωγικής ανασυγκρότησης.
Είναι εμφανές ότι η νέα κρίσιμη καμπή της χώρας σε συνθήκες πολιτικής ελλειμματικότητας και ταυτόχρονα πολιτικής μετάβασης, απαιτεί εθνική συνεννόηση, πολιτική ωριμότητα και κλίμα αποπόλωσης για το σύνολο του πολιτικού συστήματος. Χάσαμε το τρένο της συνεννόησης στη φάση της δημοσιονομικής σταθεροποίησης, ας μη το χάσουμε για την κρισιμότερη φάση της παραγωγικής ανάπτυξης. Εδώ, οι συνέπειες θα είναι πολλαπλές, χωρίς επιστροφή. Διότι το ενδεχόμενο μιας παρατεταμένης οικονομικής στασιμότητας ή αναιμικής ανάπτυξης θα σημάνει και δημοσιονομική υποστροφή , που θα μας ξαναβάλει σε υπαρξιακές περιπέτειες.
Το πολιτικό σύστημα της χώρας και κυρίως το ευρωπαϊκό κομμάτι του, έχει την υποχρέωση να πολιτευτεί στα πλαίσια ενός άτυπου εθνικού και κοινωνικού σχεδίου συνεννόησης, τόσο στα μεγάλα ζητήματα της χώρας όπως το χρέος , τα πλεονάσματα, οι επενδύσεις, η τόνωση της εργασίας, η παραγωγικότητα, τα δίχτυα κοινωνικής ασφάλειας, όσο και η κατοχύρωση ενός ήπιου, αντιπολωτικού κλίματος διεξαγωγής των πολιτικών αναμετρήσεων.
Οι εκλογές θα αναδείξουν το ποιος και με ποια σχέση με τους υπολοίπους θα οδηγήσει αυτή τη λεπτή πολιτική και εθνική φάση. Αλλά το ευρύτερο πλαίσιο συνεννόησης και αντιπόλωσης είναι ευθύνη κυρίως της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας. Οι μέχρι σήμερα κινήσεις των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, δυστυχώς κάθε άλλο παρά δημιουργούν έστω και ψήγματα μιας τέτοιας προοπτικής. Ακριβώς το αντίθετο, είναι καθαρό ότι συνεχώς επιδιώκεται τόσο η διαστρέβλωση της πραγματικότητας και των προοπτικών της χώρας, όσο και η κομματική εργαλειοποίηση θεσμών, Συντάγματος, δικαιοσύνης, Βουλής. Προφανώς δεν έχουν μάθει τίποτα από το ακριβοπληρωμένο ιστορικό φροντιστήριο των τουλάχιστον 100δις€, του πρώτου εξαμήνου 2015.
Ας γίνει όμως κοινωνική και πολιτική συνείδηση επιτέλους ότι η αλήθεια και η εθνική συνεννόηση είναι ο μόνος αξιόπιστος πολιτικά δρόμος και τρόπος για να βγει επί της ουσίας η χώρα από την μνημονιακή επιτροπεία. Για να χαράξει ένα πραγματικό σημείο μη επιστροφής και να κάνει το μεγάλο βήμα συλλογικής αυτογνωσίας, που χρειάζεται για νέα και βιώσιμη προοπτική. Άλλωστε δεν θα έχει νόημα τότε μια στενά κομματική ιδιοποίηση για κάτι σημαντικό, που θα ανήκει στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας.