«Οι πουλημένες βέρες»- Διήγημα του Θόδωρου Σούμα

Θόδωρος Σούμας 27 Σεπ 2024

Ξεκινήσαμε το πρωί με την Άννα για να κατέβουμε με το μετρό στο κέντρο της Αθήνας. Κατεβήκαμε στο Σύνταγμα και με τα πόδια βρήκαμε νότια της πλατείας, την οδό Περικλέους που συνεχίζει ως Αθηναΐδος. Ήταν χειμώνας, αρχές Δεκεμβρίου του 2012, μετά τη χρεοκοπία. Είχαμε κάνει το μεγάλο λάθος να έχουμε πιστωτικές κάρτες από το 2006 και ελλείψει μετρητών να ψωνίζουμε τα πάντα σχεδόν με αυτές. Πηγαίναμε στο σούπερ μάρκετ και στα άλλα καταστήματα και πληρώναμε με τις κάρτες μας, είχε δύο ο καθένας. Ακόμη κι αν θέλαμε έναν ανεμιστήρα ή ένα λαμπαντέρ ή μια τοστιέρα ή ψηστιέρα, την πληρώναμε με την πιστωτική. Μέχρι το 2011 μπορούσαμε να πληρώνουμε τις δόσεις που οφείλαμε, να εξυπηρετούμε το χρέος που δημιουργούνταν, παρ’όλο που βλέπαμε πως το επιτόκιο ήταν τεράστιο, 16%. Ύστερα όμως γιοκ! Πληρώναμε μόνο κάτι εικοσάρια και τριαντάρια στην καθεμία, πολύ λιγότερο απ’ όσα απαιτούνταν…

Δεξιά κι αριστερά είχε μαγαζάκια που έπαιρναν χρυσαφικά, κοσμήματα και άλλα τιμαλφή, δίνοντας στους ταλαίπωρους ανθρώπους που τα έφερναν ένα ποσό σε ευρώ, κατώτερο του αναμενόμενου. Μπήκαμε σε δυο τρία τέτοια μαγαζιά, με ξινισμένα, ανικανοποίητα πρόσωπα. Κουβαλούσαμε ορισμένα κοσμήματα της Άννας, μαζί με τις βέρες μας.

Στο τέταρτο μαγαζί έδιναν περισσότερα χρήματα για τις βέρες και τα τιμαλφή. Τα ακουμπήσαμε όλα στον πάγκο. Πήραμε τα λεφτά. Καλούτσικα λεφτά.

Περάσαμε δύο χρόνια μ’ αυτά κάνοντας οικονομία και δουλεύοντας παράλληλα.

Πριν έντεκα χρόνια από τότε, μας κάλεσε χωριστά σε ένα φαγοπότι σε μια ταβέρνα, γιατί δεν γνωριζόμασταν, η Μίνα. Για να γνωρίσει τον έναν στον άλλο. Επειδή ήμασταν συνάδελφοι, φιλόλογοι. Βρήκαμε πολλά κοινά σημεία, ο ένας στον άλλο, συμπαθηστήκαμε αμέσως. Η Άννα ήταν νόστιμη, τρυφερή, με γλυκές καμπύλες και προσωπικότητα. Στη δεύτερη συνάντησή μας φιληθήκαμε στο στόμα και τα φτιάξαμε. Γίναμε κολλητοί, αυτοκόλλητοι. Σε έξη μήνες αποφασίσαμε να αρραβωνιαστούμε και να παντρευτούμε αμέσως μετά, μέσα στο Πάσχα να παντρευτούμε, επειδή η κοπέλα ήθελε να φύγει από τους γονείς της. Τους είχε βαρεθεί πλήρως. Ούτε κι εγώ ήθελα να μένω άλλο στους δικούς μου μετά από τόσα χρόνια στο εξωτερικό μονάχος.

Βρήκαμε ένα δυάρι στην Κυψέλη, το νοικιάσαμε και το βάψαμε. Στην αρχή ζούσαμε εκεί χωρίς καν κρεβάτι, με ένα στρώμα στο πάτωμα της κρεβατοκάμαρας, δύο τραπέζια, μερικές καρέκλες και δύο πολυθρόνες, ο καθένας τη δική του για να διαβάζει αναπαυτικά, όταν είχε διάθεση. Μία τηλεόραση, ψυγείο και φούρνο. Τρεφόμασταν κυρίως από τον έρωτά μας. Γενικά κάναμε πολύ και καλό σεξ.

 Ήταν κοντά στο κέντρο της Αθήνας όπου ήταν οι δουλειές μας σε εκδοτικούς οίκους, στο χώρο του βιβλίου, τότε δεν διδάσκαμε πουθενά, δεν κάναμε ούτε ιδιαίτερα, όπως αργότερα όταν οι οικονομικές ανάγκες μας μεγάλωσαν.

Είχαμε το ίδιο, εκπολιτιστικού χαρακτήρα επάγγελμα· υποστήκαμε προσβολές και ταπεινώσεις στις δουλειές μας από κάποιους κακότροπους ανθρώπους, συνήθως ανώτερούς μας ιεραρχικά στις εργασίες μας. Στην εργασία αλληλοβοηθιόμασταν, συνεργαζόμασταν. Τα θετικά του γάμου μας βρίσκονταν κυρίως στα κοινά ενδιαφέροντα και στις κοινές πολιτιστικές δραστηριότητές μας. Είχαμε δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα κοινής διανοητικής εργασίας στο σπίτι και στο κρεβάτι… Διαβάζαμε τα ίδια και μετά τα κρίναμε μαζί, διαβάζαμε τις προτάσεις για μετάφραση ή για κατευθείαν έκδοση από τα ελληνικά πρωτότυπου έργου και οι γνώμες μας συνέκλιναν. Λόγω της μεγάλης κοινής τριβής μας με τα ίδια καλλιτεχνικά και μορφωτικά αντικείμενα, μετά από ορισμένο καιρό οι απόψεις μας άρχισαν να ταυτίζονται, ακόμη κι αν καταπιανόμασταν με πράγματα με κλειστά τα αυτιά και τα μάτια. Μας άρεσαν τα ίδια φιλμ, οι ίδιες παραστάσεις, τα ίδια πεζογραφήματα και οι ίδιες εικαστικές εκθέσεις.        

Σε έξη χρόνια κάναμε ένα παιδάκι, ένα αγόρι. Ασχολιόμουν πολύ με τον Μάρκο. Τον τάιζα, τον πήγαινα βόλτα, του έδειχνα βίντεο με καλόγουστες παιδικές ταινίες της Ντίσνεϊ και ωραία εικονογραφημένα βιβλία, τον πήγαινα σε παιδικά πάρτι, σε άλση με πολλά δένδρα και στις παιδικές χαρές. Τον πήγαινα καθημερινά στο νηπιαγωγείο και μετά στο δημοτικό και τον έπαιρνα αγόγγυστα από εκεί. Έβρισκα πολύ ευχάριστες και δημιουργικές αυτές τις θετικές ενασχολήσεις μας, που μου έδιναν πολλή θετική ενέργεια. Το παιδί αγάπησε βαθμιαία τα παραμύθια, τα βιβλία, τα όμορφα παιδικά φιλμ και τις ωραίες μουσικές, απέκτησε καλό γούστο, ευφυΐα και ενστικτώδες κριτήριο γύρω από το ωραίο, τα όμορφα πράγματα, ερεθίσματα και βιώματα.

Μα παράλληλα εγώ έγινα αγχώδης και υποχόνδριος με τις ασθένειες του αγοριού, τις έλεγχα συνεχώς και άθελά μου στρεσαριζόμουν πολύ, μάλλον το φόβιζα και το καταπίεζα μην αρρωστήσει ή αφού αρρώσταινε, για να θεραπευτεί παίρνοντας τα φάρμακα που του έγραφαν οι παιδίατροι.

Μαλώναμε με την Άννα για το πώς θα το μεγαλώναμε, με τι παιδεία, η Άννα δεν ήθελε να το πάμε σε δημόσιο σχολείο γιατί επιθυμούσε να έχει καλύτερη, δομημένη μόρφωση κι ας σφίγγαμε πολύ το ζωνάρι για ένα καλό ιδιωτικό. Εγώ έδινα μεγαλύτερη σημασία στην κοινωνικότητα σε ένα οικείο για το παιδί περιβάλλον. Μετά από αρκετούς καυγάδες υποχώρησα και θα έλεγα πως μετάνιωσα.

Όταν ο Μάρκος ήταν πολύ μικρός και τον πήγαινα διαρκώς με το καρότσι ή το αυτοκίνητό μας, ένα φιατάκι, σε διάφορες γειτονικές παιδικές χαρές, γνώρισα τον Δημήτρη, έναν άλλο πατέρα που η κόρη του φώναζε, τρυφερά, Μπαμπούλη. Ο Δημήτρης μου είπε πως όταν η Κατερίνα βαφτίστηκε, ο στενόμυαλος παπάς, παρά τις προηγούμενες παρακλήσεις του Μπαμπούλη, της βούτηξε ξαφνικά το κεφάλι μέσα στο νερό της κολυμπήθρας. Το κοριτσάκι όχι μόνο έβαλε τα κλάματα όταν ξανάβγαλε το κεφάλι του στον αέρα, αλλά είχε τόσο σοκαριστεί που τις νύχτες έβλεπε από τότε εφιάλτες και ούρλιαζε. Φοβήθηκα τόσο από αυτή την ιστορία της Κατερίνας, που αποφάσισα να μη βαφτίσω μικρό τον Μάρκο και να του αφήσω τη δυνατότητα να αποφασίσει μόνος του τι θα κάνει, όταν μεγαλώσει κάπως. Το θέμα ξεχάστηκε μέχρι που ο Μάρκος, στα οκτώ του, βλέποντας τους φίλους του να έχουν νονά που τους προσέφερε συνέχεια δώρα, μας εξέφρασε την επιθυμία του να βαφτιστεί. Συμφώνησαμε με την Άννα αμέσως.

Αποφασίσαμε να βαφτιστεί στην εκκλησία της ενορίας μας για να απλουστεύσουμε τη διαδικασία. Πριν αρχίσει η τελετή παίζαμε με τον Μάρκο μπάλα στο προαύλιο της εκκλησίας. Όταν ήρθε η ώρα, η καντηλανάφτισσα έφερε μια σκάφη και μια μεγάλη κανάτα γεμάτη νερό για να επιτελεσθεί το μυστήριο. Ο Μάρκος έμεινε με το μαγιό του, στάθηκε όρθιος στη σκάφη, πλησίασε κι ο νονός του, ο παλιός φίλος μας Κουμπής, και ο παπάς, ένας συμπαθής κοντούλης γυαλάκιας, έριξε νερό στο κεφάλι του Μάρκου. Παραδίπλα ήταν κάποιες ηλικιωμένες θεούσες που είχαν έρθει για κάποιο ευχέλαιο και έλεγαν, χαμηλόφωνα, μεταξύ τους.

«Είναι Αλβανοί, Αλβανοί! Γι’ αυτό τον βαφτίζουν μεγάλο!»

Έπαιξα το παιχνίδι ρίχνοντάς το στην πλάκα. Τους είπα σε σπαστά ελληνικά.

«Εγώ χριστιανό ορθόδοξο από το Άγιοι Σαράντα».

«Μα όλοι οι Αλβανοί από τους Άγιους Σαράντα είναι;» είπε η μια γριά δύσπιστη.

Μετά ήρθε η χρεοκοπία του 2010, και επειδή αγοράζαμε πολλά προϊόντα με πιστωτικές κάρτες, δεν μπορούσαμε κατόπιν να πληρώσουμε  τις πολλές μηνιαίες δόσεις. Επήλθε η χρεοκοπία της οικονομίας μας. Γι’ αυτό μας προέκυψαν μεγάλα οικονομικά προβλήματα, όπως και σε κάθε ελληνική οικογένεια.  Αναδείχτηκαν κάποιοι επαγγελματικοί ανταγωνισμοί μεταξύ μας. Αποτύχαμε στην οικονομική δραστηριότητα του μικρού εκδοτικού οίκου, που είχαμε φτιάξει. Ακολούθησε η πτώχευση. Γινόντουσαν μεγάλοι καυγάδες και ο ένας έριχνε την ευθύνη στον άλλο. Αναγκαστήκαμε  να ξεπουλήσουμε  τις βέρες. Αυτό μας έφερε γουρσουζιά…

Ερωτεύτηκα μια σέξι, νέα, πολυγαμική παντρεμένη, του δικού μας επαγγελματικού χώρου, μια διαπρεπή φιλόλογο· την κυνήγαγα συνεχώς  για να την πείσω να κάνουμε τουλάχιστον δυο τρεις φορές έρωτα για να μου φύγει το μαράζι και το πάθος και μετά να ξαναγίνουμε και να παραμείνουμε άδολοι φίλοι… Ήθελα συνέχεια να συνεργαζόμαστε, μιας και την ερωτεύτηκα, χωρίς να το καταλάβω, στη δουλειά, επειδή η συνεργασία μας ήταν αρμονική, αγαπησιάρικη και γλυκιά… Ματαίως, αδίκως… Η κοφτή, απότομη απόρριψή  μου εκ θεμελίων από την Ειρήνη, που πήγαινε με πολλούς, μάλλον ισχυρότερους, αρρενωπότερους, ψυχραιμότερους και νηφαλιότερους,  μου έφερε κατάθλιψη και το συναίσθημα πως δεν αξίζω και είμαι  άχρηστος σαν άντρας και σαν άνθρωπος του πολιτισμού. Μετά κατάλαβα πως έφταιγε το ότι την είχα αγαπήσει, η γυναίκα ήθελε περιπετειώδεις και σχετικά αποστασιοποιημένους άντρες που δεν παίρνουν τα ερωτικά πράγματα και τα συναισθήματα στα σοβαρά… Πίστεψα πως δεν άξιζα σαν άντρας, σαν εραστής, σαν σύζυγος και πατέρας… Σκέφτηκα πως η αρχή του κακού επήλθε όταν πουλήσαμε τις βέρες μας, αυτό γουρσούζεψε τον γάμο μας.  Η Άννα που κατάλαβε τι έτρεχε με την Ειρήνη, ένοιωσε περιφρονημένη και παρατημένη, ταπεινωμένη από μια νεότερη και δυναμικότερη, παντρεμένη συνάδελφο. Νευρίασε, στεναχωρήθηκε και θύμωσε πολύ μαζί μου , προσβλήθηκε ριζικά, στα βάθη της ψυχής της και με έδιωξε από το κοινό κρεβάτι μας…. Για όλα έφταιγε που πήγαμε και ξεπουλήσαμε το σύμβολο του ιερού δεσμού του γάμου, το διαγράψαμε, το ποδοπατήσαμε, κι αυτό μας εκδικήθηκε…

Παύσαμε να αγαπιόμαστε και φλερτάραμε άλλους. Κάναμε σεξ με λίγους άλλους… Βασικά εγώ είχα κολλήσει παθιασμένα στη μινιόν, νευρώδη, ιδιαίτερα θερμή κι ερωτιάρα, ενεργητική, πανέξυπνη και νηφάλια, μικρόσωμη, λεπτούλα και πολυγαμική πεολήπτρια κι ηδονόχαρη Ειρήνη, με το κοντό καρέ μαλλάκι.

Τελικά χωρίσαμε. Δυσκολευτήκαμε να πάρουμε και να βγάλουμε το διαζύγιο και να διαιρέσουμε την περιουσία μας. Βασικά την πλήρωσε το παιδί... Είχαμε πουλήσει τις βέρες και αυτό μας έφερε γκαντεμιά, αυτό έφταιγε και όχι οι απιστίες. Από τότε ο γάμος ολοένα και χειροτέρευε και στο τέλος, γουρσουζεμένος από την ασέβειά μας, διαλύθηκε.