‍Οι ποινικές διατάξεις του Συντάγματος και το κράτος δικαίου

Ευάγγελος Βενιζέλος 07 Απρ 2025

Ο κ. Νίκος Αλιβιζάτος παρουσίασε στην «Καθημερινή» της Κυριακής 30.3.2025 τους λόγους που τον οδήγησαν σε μια ερμηνευτική πρόταση για το άρθρο 86 Συντάγματος, την οποία υιοθέτησε η κυβερνητική πλειοψηφία στην υπόθεση Τριαντόπουλου. Το πρακτικό αποτέλεσμα το είδαμε. Η πλειοψηφία της Βουλής αποδέχθηκε, υπό την πίεση της κοινής γνώμης, την πρόταση κατηγορίας που κατέθεσε το ΠΑΣΟΚ μετά τη διαβίβαση της δικογραφίας από την Εισαγγελία στη Βουλή. Η κατηγορία αφορά το «επικουρικό» πλημμέλημα της παράβασης καθήκοντος για την παρέμβαση στον χώρο του τραγικού συμβάντος και όχι τον θάνατο 57 προσώπων. Κατόπιν αυτού, συγκροτήθηκε κοινοβουλευτική επιτροπή προκειμένου να διενεργήσει προκαταρκτική εξέταση συλλέγοντας αποδεικτικό υλικό ώστε να συντάξει αιτιολογημένο πόρισμα επί τη βάσει του οποίου η Ολομέλεια της Βουλής να αποφασίσει αν θα ασκήσει ή όχι ποινική δίωξη ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου.
 

Οι πράξεις της καταστρατήγησης


Σύμφωνα με την προσέγγιση Αλιβιζάτου που έσπευσαν να υιοθετήσουν ο κ. Χρ. Τριαντόπουλος και κυρίως ο ίδιος ο κ. Κυρ. Μητσοτάκης, η επιτροπή δεν άσκησε τα καθήκοντά της, αγνοήθηκαν οι ενστάσεις της αντιπολίτευσης, ο κ. Τριαντόπουλος, αντί να εμφανιστεί για παροχή εξηγήσεων ή έστω να απαντήσει με υπόμνημα επί της ουσίας στην πρόταση κατηγορίας, απέστειλε μια ολιγόλογη δήλωση για την αθωότητά του και την επιθυμία του να κριθεί από την «τακτική Δικαιοσύνη», ασκώντας το δικαίωμα σιωπής. Τώρα η πλειοψηφία της επιτροπής θα καταθέσει  πόρισμα στο οποίο θα προτείνει την άσκηση ποινικής δίωξης κατά ενός προσώπου που η ίδια αυτή πλειοψηφία θεωρεί προδήλως αθώο. Κατά την ίδια λογική και η πλειοψηφία της Βουλής θα ψηφίσει με τουλάχιστον 151 ψήφους την άσκηση ποινικής δίωξης.

Διατύπωσα  («Το Βήμα της Κυριακής», 23.3.2025)  τη θέση ότι πρόκειται για καταστρατήγηση του Συντάγματος, ότι περιγράφεται ο τύπος και παραβιάζεται η ουσία της παρ. 3 του άρθρου 86 Σ. Η καταστρατήγηση είναι μια πολύ ευγενική έκφραση. Αυτό που συμβαίνει είναι η ακόλουθη αλληλουχία νομικών πράξεων στις οποίες προβαίνει - επικαλούμενη την άποψη Αλιβιζάτου - η κυβερνητική πλειοψηφία:

Πρώτον, ασκεί ποινική δίωξη κατά προσώπου την αθωότητα του οποίου αποδέχεται και υπερασπίζεται αλλά για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας τον καθιστά κατηγορούμενο, ομολογώντας ότι  τελεί  το έγκλημα της κατάχρησης εξουσίας.

Δεύτερον, διακηρύσσει ότι αυτό το κάνει για να κριθεί η αθωότητα στο στάδιο της προδικασίας από τον ανακριτή και το συμβούλιο του Ειδικού Δικαστηρίου, αποκρύπτοντας ότι αν η κυβερνητική πλειοψηφία ήθελε να επιληφθεί αμέσως δικαστικό και όχι κοινοβουλευτικό όργανο, μπορούσε να συγκροτήσει το τριμελές γνωμοδοτικό συμβούλιο εισαγγελέων που προβλέπεται στο άρθρο  5 παρ. 2 ν. 3126/2003, το οποίο επιλαμβάνεται πριν η Ολομέλεια της Βουλής αποφασίσει τη συγκρότηση  επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης.

Τρίτον, περιορίζει την άσκηση δίωξης κατά υπουργού για τη «διαμόρφωση του χώρου» του συμβάντος μόνο στον κ. Τριαντόπουλο και μόνο για το πλημμέλημα της παράβασης καθήκοντος. Είναι ως προς αυτό προδήλως εσφαλμένη η άποψη του κ. Αλιβιζάτου ότι μπορεί  να επεκταθεί η δίωξη από τον αρεοπαγίτη ανακριτή και ως προς τον ποινικό χαρακτηρισμό των πράξεων και ως προς τον κύκλο των τυχόν εμπλεκόμενων υπουργών. Επικαλείται το άρθρο 10 παρ. 4 του ν. 3126/2003, που ορίζει ότι «ο ανακριτής έχει το δικαίωμα και οφείλει να επεκτείνει τη δίωξη και κατά των συμμετόχων που δεν αναφέρονται στην Απόφαση της Βουλής για τη δίωξη.» Συμμέτοχοι όμως είναι αυτοί που αναφέρονται στο εδάφιο δ της παρ. 4 του άρθρου 86 Σ, δηλαδή τα πρόσωπα που δεν είχαν την υπουργική ιδιότητα, γιατί κατηγορία κατά των υπουργών μπορεί να διατυπώσει μόνη η Βουλή (άρθρο 86 παρ.1 Σ). Αν ο αρεοπαγίτης ανακριτής απευθυνθεί ξανά στη Βουλή ζητώντας διεύρυνση της ποινικής δίωξης ως προς τον χαρακτηρισμό των αδικημάτων ή τον κύκλο των υπουργών, είναι προφανές ότι η πολιτική εντύπωση δεν θα είναι καθόλου φιλική για την κυβερνητική πλειοψηφία.

Παραδόξως ο κ. Αλιβιζάτος σιωπά ως προς το μείζον. Ενώ με την αναθεώρηση του 2019 καταργήθηκε ο χρονικός περιορισμός για την άσκηση της αρμοδιότητας της Βουλής να κατηγορεί τους υπουργούς μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που ακολουθεί την τέλεση της πράξης, ο εκτελεστικός νόμος 3126/2003 όλα αυτά τα χρόνια δεν τροποποιήθηκε και εξακολουθεί να προβλέπει στην παρ. 2 του άρθρου 3 ότι:  «Το αξιόποινο των πράξεων των Υπουργών, που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ. 1, εξαλείφεται με το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης, εάν ως τότε η Βουλή δεν έχει αποφασίσει να ασκήσει ποινική δίωξη κατά του Υπουργού, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο νόμο αυτόν.» Προκειμένου να αποφευχθεί οποιοδήποτε ερμηνευτικό πρόβλημα πρότεινα στην υπόθεση των Τεμπών η Βουλή  να κάνει ό,τι πρέπει μέχρι το τέλος της τρέχουσας δεύτερης συνόδου που μπορεί να παραταθεί μέχρι την παραμονή της πρώτης Δευτέρας του Οκτωβρίου. Η θέση όσων αντιμετωπίζουν με άνεση αυτή την περίεργη αδράνεια του νομοθέτη τα τελευταία έξι χρόνια είναι πως η Δικαιοσύνη θα θεωρήσει ότι η αναθεώρηση του Συντάγματος συμπαρασύρει και τον σχετικό ουσιαστικό ποινικό νόμο. Η κυβέρνηση  ανακοίνωσε τώρα  ότι θα καταθέσει τροπολογία για την κατάργηση της παρ. 2 του άρθρου 3 ν. 3126/2003 αναδρομικά από την αναθεώρηση του 2019. Όμως έτσι το ερμηνευτικό πρόβλημα της αναδρομικότητας δυσμενέστερου  ποινικού νόμου εντείνεται. Ακόμη και αν η διάταξη αυτή είχε καταστεί αντισυνταγματική μετά το 2019 ο παραμερισμός της μέσω του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας συναντά το όριο του άρθρου 7 Σ. ως προς την αναδρομικότητα. Πολύ περισσότερο τώρα που αυτό γίνεται με ρητή διάταξη έξι χρόνια αργότερα. Αν χρειάζεται ρητή κατάργηση, αυτή έπρεπε να γίνει το 2019.
 

Το ερμηνευτικό πρόβλημα


Φτάνουμε έτσι στον πυρήνα του ερμηνευτικού προβλήματος που θέτει ο κ. Αλιβιζάτος. Ο τίτλος του άρθρου του είναι εύγλωττος. «Το Σύνταγμα δεν είναι Πολιτική Δικονομία».  Ευτυχώς για το κράτος δικαίου και το θεμελιώδες δικαίωμα στην  προσωπική ασφάλεια,  υπάρχουν θέματα στα οποία «Το Σύνταγμα είναι Ποινική Δικονομία και ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο». Η θέση του κ. Αλιβιζάτου είναι ότι το Σύνταγμα μπορεί και πρέπει να ερμηνεύεται τελολογικά και όχι γραμματικά. Ποιος υποστηρίζει στην εποχή μας τη γραμματική ερμηνεία του Συντάγματος; Κανείς και πάντως όχι εγώ  που προτείνω  ως βασική έννοια το «επαυξημένο Σύνταγμα» όπως προκύπτει στο πλαίσιο της συνύπαρξης της εθνικής, της ενωσιακής και της διεθνούς έννομης τάξης μέσα από την ερμηνεία του Συντάγματος σε εναρμόνιση με την ΕΣΔΑ και το Δίκαιο της ΕΕ ώστε να διασφαλίζεται η μείζων προστασία της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Όμως όλες οι διατάξεις του Συντάγματος δεν είναι ίδιες και πριν πάμε στη συζήτηση για τις μεθόδους ερμηνείας πρέπει να καταστήσουμε σαφές ότι ισχύουν επιτακτικοί κανόνες ερμηνείας του Συντάγματος. Αυτοί εκκινούν από την αναγωγή στην οργανωτική βάση του πολιτεύματος που διέπει τις επιμέρους δέσμες συνταγματικών διατάξεων. Η αναγωγή στη δημοκρατική, την αντιπροσωπευτική και την κοινοβουλευτική αρχή είναι κανόνας ερμηνείας των διατάξεων του οργανωτικού μέρους. Η αναγωγή στις αρχές του κράτους δικαίου, της αναλογικότητας και της διαφύλαξης της αποτελεσματικότητας της παρεχόμενης προστασίας είναι κανόνας ερμηνείας των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Η αναγωγή στις αυστηρές δικονομικές εγγυήσεις της προσωπικής ελευθερίας και ασφάλειας και στον γραμματοπαγή χαρακτήρα του ποινικού δικαίου που είναι αυστηρά τυποποιημένο ( Nullum crimen, nulla poena sine lege ) είναι επιτακτικός  κανόνας ερμηνείας των συνταγματικών διατάξεων ποινικού περιεχομένου όπως τα άρθρα  6, 7, 8, 19  αλλά και το άρθρο 86. Αυτές οι διατάξεις του Συντάγματος δεν ερμηνεύονται όπως οι διατάξεις που αφορούν την κατάθεση τροπολογιών στη Βουλή ή τον ρόλο του ΠτΔ στον διορισμό του πρωθυπουργού ή τη διάλυση της Βουλής. Η δε ερμηνεία του Συντάγματος στο πεδίο πρωτίστως των ποινικών διατάξεων ελέγχεται όχι μόνο από τα εθνικά δικαστήρια αλλά και από το ΕΔΔΑ  και από το ΔΕΕ και μάλιστα πολύ αυστηρά.
 

Το προηγούμενο της Novartis


Το 2018, με μια ερμηνεία «τελολογική» - παρόμοια με αυτήν που προτείνει  τώρα  ο κ. Αλιβιζάτος και ακολουθεί η πλειοψηφία της ΝΔ  - της  ποινικής διάταξης της  παρ. 1  του άρθρου 86 Σ. , η τότε πλειοψηφία ΣΥΡΙΖΑ / ΑΝΕΛ επιχείρησε να επιβάλει τη διάκριση των υπουργικών αδικημάτων σε φερόμενα ότι τελέστηκαν αφενός «κατά την άσκηση των καθηκόντων» και αφετέρου  «επ´ ευκαιρία της άσκησης των καθηκόντων». Έτσι οργανώθηκε δικονομικά η σκευωρία Novartis με το αφήγημα ότι για όσο γίνεται περισσότερα θέματα οι υπουργοί πρέπει να άγονται κατευθείαν στην τακτική ποινική δικαιοσύνη (κατά προτίμηση με κουκουλοφόρους μάρτυρες).

Η ερμηνεία του άρθρου 86 - όπως και κάθε συνταγματικής διάταξης - δεν μπορεί να είναι ανιστόρητη. Η ποινική ευθύνη των υπουργών λειτουργεί συνήθως ως ποινική ευθύνη της αντιπολίτευσης για όσα έκανε ως προηγούμενη κυβέρνηση. Σπανίως μια κυβερνητική πλειοψηφία, αναγκάζεται να παραπέμψει στελέχη της στο Ειδικό Δικαστήριο υπό την πίεση της κοινής γνώμης. Πριν λίγους μήνες, αυτό δεν έγινε για την σύμβαση 717 και τον κ. Κ. Αχ. Καραμανλή. Ακόμη συνεχίζεται η κύρια ανάκριση για τα Τέμπη και δεν γνωρίζουμε αν θα διαβιβαστούν άλλες δικογραφίες στη Βουλή. Οφείλουμε να θυμόμαστε τι έγινε το 1989 με τον Ανδρέα Παπανδρέου και αργότερα με τις υποθέσεις Βατοπαιδίου, Παπακωνσταντίνου, Παππά, Παπαγγελόπουλου. Κυρίως πώς φτάσαμε στην ευρεία συναινετική αναθεώρηση του 2001 συνολικά και όχι μόνο του άρθρου 86. Αφετηρία ήταν η απόφαση του ΠΑΣΟΚ το 1995 να αναστείλει τις διώξεις κατά του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη για τις υποθέσεις των υποκλοπών και της ΑΓΕΤ προκειμένου να περάσουμε σε μια άλλη εποχή πολιτικού πολιτισμού. Το 2001 το  αναθεωρημένο άρθρο 86 υπερψηφίστηκε από τους 268 βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Ο εκτελεστικός νόμος  (ν. 3126/2003)  υπερψηφίστηκε και από τους βουλευτές του ΚΚΕ και του Συνασπισμού. Αυτό δεν είναι έργο δικό μου ως γενικού εισηγητή, ούτε του τότε Πρωθυπουργού Κ. Σημίτη, αλλά όλης της τότε Βουλής. Η ευρύτατη αυτή πλειοψηφία θέλησε να απαιτείται απόλυτη πλειοψηφία 151/300 βουλευτών γιατί είναι αντιφατικό για τον καταλογισμό ποινικής ευθύνης να αρκεί πλειοψηφία μικρότερη αυτής που απαιτείται για τον καταλογισμό πολιτικής ευθύνης. Έκρινε επίσης ότι η εκκαθάριση των υποθέσεων μέχρι το τέλος της δεύτερης συνόδου της βουλευτικής περιόδου που έπεται των πράξεων είναι χρόνος επαρκής. Για τον λόγο αυτό αποφασίστηκε να κατοχυρωθεί η ρύθμιση στο Σύνταγμα. Υπήρξαν διάσημοι νομικοί που το 1989 υποστήριζαν  ότι μπορεί να παραταθεί η παραγραφή (δηλαδή ουσιαστικός ποινικός νόμος) με νόμο αναδρομικής ισχύος ώστε να παραπεμφθεί με άνεση ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ήταν και αυτή μια «τελολογική» προσέγγιση μέσα στο κλίμα της εποχής. Μόλις, άλλωστε, το 2019 αναθεωρήθηκε το άρθρο 86 από Βουλή με πλειοψηφία της ΝΔ, συνεπώς όποιες αλλαγές θεωρούσε  αναγκαίες είχε  τη δυνατότητα να τις προωθήσει σε ανύποπτο χρόνο. Εδώ όμως «ξέχασε» να τροποποιήσει  τον εκτελεστικό νόμο.
 

Εντός ή εκτός κλίματος


Ο κ. Αλιβιζάτος θεωρεί εντέλει ότι κακώς προβλέπεται κοινοβουλευτικό στάδιο στη διαδικασία της  ποινικής ευθύνης των υπουργών, ότι η τάση κατάργησης της κοινοβουλευτικής διαδικασίας κυριαρχούσε διεθνώς πριν το 2001 και ότι η επιχειρηματολογία μου στην αναθεώρηση του 2001 ήταν «εκτός κλίματος». Αυτός προφανώς θέλει να είναι πάντα «εντός κλίματος». Αυτή είναι δυστυχώς η καρδιά του συνταγματικού λαϊκισμού, της δήθεν αντιθετικιστικής «ηθικοπολιτικής» ερμηνείας του συντάγματος που αναζητά τη σύμπλευσή της με τη συγκυρία και το κλίμα κατά της πολιτικής και των πολιτικών «ελίτ». Παραθέτει μάλιστα  ένα απόσπασμα από αγόρευσή μου του 2001 που ίσως είναι  χρήσιμο να το διαβάσουν όσοι ενδιαφέρονται για την υπεράσπιση της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Την ίδια με εμένα  επιχειρηματολογία διατύπωσε και τεκμηρίωσε με εξαιρετικό τρόπο ο Ιωάννης Σαρμάς μόλις την προηγούμενη Κυριακή («Ποιον προστατεύει το άρθρο 86 του συντάγματος;» , «Το Βήμα της Κυριακής» 30.3.2025). Ως προς τις διεθνείς τάσεις, παραπέμπω στη σχετική έκθεση της Επιτροπής Βενετίας του Συμβουλίου της Ευρώπης στην οποία είχα τη χαρά να ορίσω  το 2013 ως μέλος  τον κ. Αλιβιζάτο. Όταν σε κάποιο σεμινάριο εισέλθουμε στην αξιολόγηση των συγκριτικών δεδομένων θα δούμε ότι η Ελλάδα κινείται σε ένα από τα κύρια ρεύματα που ισχύουν στον δυτικό κόσμο. Σημειώνω ενδεικτικά ότι στη Γαλλία το Ειδικό Δικαστήριο ( Cour de justice de la République) αποτελείται από έξι βουλευτές, έξι γερουσιαστές και τρεις ανώτατους δικαστές. Αυτοί δικάζουν τελικά,  δεν διενεργούν μια απλή προκαταρκτική εξέταση όπως εδώ.

Το ευρύτερο, βεβαίως, πρόβλημα είναι ο δεδηλωμένος συμφυρμός που αποδέχεται ο κ. Αλιβιζάτος μεταξύ ισχύοντος συντάγματος (de constitutione lata) και ενός μελλοντικού καλύτερου συντάγματος όπως αυτό θα θέλαμε να είναι ( de  constitutione ferenta ). Θεωρεί ότι μπορούμε να ερμηνεύουμε το ισχύον Σύνταγμα ωσάν να προβλέπει αυτό που θεωρούμε   ορθότερο να προέβλεπε. Ευτυχώς αυτό δεν γίνεται δεκτό από την επιστήμη και τη νομολογία.-