Η Πατρίς απαιτεί προσήλωση τυφλή. Αποκλειστικότητα!
Με τα προαιώνια δίκια της δεν παίζεις.
Εδώ που τα λέμε είναι ανακουφιστικό να έχεις πάντα δίκιο.
Τώρα…αν γεννήθηκες στη Σάμο, ως Έλλην, έχεις απολύτως δίκιο.
Αν γεννήθηκες λίγα χιλιόμετρα πιο κει, ως Τούρκος, έχεις κι εσύ απολύτως δίκιο.
Ευκόλως συμπεραίνουμε ότι το δίκιο, όπως και η αλήθεια, στις εθνικές διεκδικήσεις, στις θρησκευτικές δοξασίες των ανθρώπων, εξαρτάται από τον τόπο καταγωγής.
Γεγονός ελεγμένο επιστημονικά.
Ένας εξωγήινος θα το έβλεπε ελαφρώς παράλογο αλλά ποιος ρώτησε εξωγήινο;.
Η πάσης φύσεως πίστις ουκ χρείαν έχει αποδείξεως, γιατί αν είχε τι σόι πίστις θα ήτο;
Κάτι ψέλλισε ο άμοιρος ονειροπόλος Τζων Λεννον, imagine, “φανταστείτε να μην υπήρχαν χώρες και θρησκείες» κι είδαμε που κατέληξε.
Πολλά τα επίθετα που χαρακτηρίζουν τους πιστούς της Πατρίδος.
Γενναίος, ανδρείος, ένδοξος…
Όλα έχουν συγκριτικό και υπερθετικό βαθμό. Γενναιότερος, ενδοξότατος κλπ.
Ομως η λέξη «πατριώτης», η απόλυτη περιγραφή του υπηρέτη της πατρίδος, δεν έχει.
Ή είσαι πατριώτης ή δεν είσαι, δεν υπάρχει «πατριοτότερος» «πατριοτότατος» κλπ.
Η έννοια είναι απόλυτη.
Γι’ αυτό και στο παρελθόν, οι εθνικόφρονες αποκαλούσαν τους κομμουνιστές Εαμοβούλγαρους, οι δε κομμουνιστές τους ανταποκαλούσαν Γερμανοτσολιάδες.
Αυτό ήταν λυτρωτικό γιατί και οι δύο ομονοούσαν στο γεγονός ότι δεν υπήρχαν μή πατριώτες που θα μόλυναν το όσιον έθνος ή τον ιερό λαό.
Υπήρχαν απλώς αλλοεθνείς και καλά θα κάνουμε να τους εξοβελίσουμε από τα πάτρια εδάφη.
Όσοι ήταν Έλληνες, διαφωνούσαμε βέβαια στο ποιοι όντως ήταν, ήταν αυτοδικαίως πατριώτες.
Ακόμη και στον ηρωικό αντιμνημονιακό αγώνα ο Αλέξης Τσίπρας δεν χαρακτήρισε τους αντιπάλους του προδότες, μη πατριώτες δηλαδή, αλλά «λιγότερο Έλληνες».
Προσέδωσε δηλαδή ένα ποσοστιαίο χαρακτηριστικό στην εθνικότητα των Σαμαροβενιζέλων, ας πούμε 42% Έλληνες - 58% Γερμανοτσολιάδες.
Οποία αβρότης, δεν έθιξε τον πατριωτισμό κανενός.
Άμα είσαι Γερμανός τι να κάνεις;
Πρόσφατα το πατριωτικό σαβουάρ βιβρ επλήγη.
Ξεσπάθωσε το ντουέτο των πρώην, Σαμαράς-Καραμανλής ο νεότερος, αποκαθιστώντας τον χαμένο συγκριτικό βαθμό στην ιδιότητα του πατριώτη.
Όχι μονολεκτικά αλλά με το επίρρημα «πιο».
Ιδιαίτερα ο πρώτος επανασυστήθηκε ως ο πιο «πιο πατριώτης».
Από τα συμφραζόμενα κατάλαβα ότι ο προσδιορισμός «πιο» δεν είναι απόλυτος αλλά καθορίζεται από τις πράξεις του απλώς «πατριώτη».
Μιλάς με τον Τούρκο; Εγώ δεν του μιλάω!
Δεν του μιλάς κι εσύ; Εγώ τον βρίζω στο τουίτερ!
Τον βρίζεις κι εσύ; Εγώ του βάζω καρφίτσες βουντού!
Και που είναι τα 12 μίλια και ‘γώ θα έβαζα 15!
Και πάει λέγοντας.
Βρε Αντώνη, Κώστα, πρωθυπουργός ήσουν, με τον Τούρκο μια χαρά μιλούσες, 12 μίλια δεν είδαμε, βασικά δεν θυμάμαι να έκανες κάτι διαφορετικό από τον Γεραπετρίτη…
«Έ, άλλο αυτό, τότε ήμουν πρωθυπουργός!»
Συμπεραίνω ότι ο «πιο πατριώτης» διαφέρει από τον «απλό» στο ότι, στερούμενος θέσης ευθύνης, μπορεί να λέει το μακρύ του και το κοντό του.
Υπήρξε όμως ιστορικά και υπερθετικός βαθμός.
Ο «σούπερ πατριώτης».
Αυτός που και είχε την εξουσία και εφάρμοσε τον σουπερπατριωτισμό του.
Νά, στις 29 Μαΐου του 1921, συμβολικά στην επέτειο της άλωσης, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος αποβιβάστηκε στην Σμύρνη με στόχο την κατάληψη της Άγκυρας!
Ά και ο συνταγματάρχης Ιωαννίδης συνομιλώντας με την Ιστορία αποφάσισε να εκπληρώσει το όνειρο της ένωσης με την Κύπρο.
Η Δόξα δακρυσμένη έμεινε με τα στεφάνια στο χέρι.
Σχόλιο στην εκπομπή «Καθρέφτης» του Χρήστου Μιχαηλίδη στo Α΄Πρόγραμμα της ΕΡΤ