Προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση η συμπεριφορά σε λόγια και πράξεις ορισμένων κατά κανόνα προνομιούχων ομάδων, όπως, π.χ. η συχνή αναφορά στην έννοια της «συνταγματικότητας» προκειμένου να αποκρούσουν την ανάληψη βαρών (περικοπή μισθών κ.λπ.). Η απόκρουση των οποιωνδήποτε μέτρων δεν γίνεται με αναφορά σε κάποια ευρύτερα καθολική αρχή, όπως της Δικαιοσύνης, λ.χ., ή της ισότητας, αλλά στη συνταγματικότητα – στο ότι δηλαδή κάποια μέτρα εμφανίζονται να αντίκεινται στο συνταγματικό κείμενο. Και επειδή αντίκεινται δεν πρέπει να εφαρμοσθούν.
Δεν είμαι συνταγματολόγος και ως εκ τούτου δεν μπορώ και δεν προτίθεμαι να μπω σε συζήτηση για τη «συνταγματικότητα» καθεαυτήν. Ούτε θα μπω στην ουσία, εάν καλώς ή κακώς γίνονται κάποιες περικοπές (που μπορεί, όπως φαίνεται, να γίνονται εντελώς κακώς). Αυτό που είναι εμφανώς ενοχλητικό είναι ότι η αναφορά στη «συνταγματικότητα» γίνεται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη το ευρύτερο κοινωνικό συμφέρον και η γενικότερη οικονομική πραγματικότητα της χώρας, χωρίς να σταθμίζονται οι επιπτώσεις για άλλες, λιγότερο προνομιούχες, ομάδες (που έχουν όντως γονατίσει κάτω από τις οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων), χωρίς να συνεκτιμάται η προοπτική της χώρας. Με άλλα λόγια, η επίκληση της συνταγματικότητας αποκαλύπτει μια στενή, νομικιστική προσέγγιση, ξεκομμένη από την κοινωνική, οικονομική, πολιτική πραγματικότητα.
Ας υποθέσουμε ότι όντως, με μια στενή, κατά λέξη στεγνή ερμηνεία του συνταγματικού κειμένου, ένα μέτρο όπως η περικοπή/μείωση του μισθού κάποιας κατηγορίας κρίνεται αντισυνταγματική. Αν παρ’ όλα αυτά, όμως, το κράτος δεν έχει χρήματα να καταβάλει τους μισθούς, τι θα μπορούσε να συμβεί; «Δει δη χρημάτων». Η ανακήρυξη ενός μέτρου απλώς και μόνο ως αντισυνταγματικού δεν επιλύει το πρόβλημα, δεν φέρνει πόρους στο κράτος. Εκτός εάν η έννοια της συνταγματικότητας ερμηνεύεται με τρόπο που να σημαίνει ότι οι προνομιούχες ομάδες προστατεύονται από το Σύνταγμα, αλλά ο συνταξιούχος των 600 ευρώ, λ.χ., «δεν έχει στον ήλιο μοίρα». Νομίζω ότι αυτές οι στενές νομικιστικές προσεγγίσεις καταλήγουν σε παράλογα αποτελέσματα που αντιστρατεύονται την «κοινή λογική», κι αν εφαρμόζονταν θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κοινωνικές τερατογενέσεις.
Από μια ευρύτερη πολιτική θεώρηση θα προσυπέγραφα το επιχείρημα των αμερικανών «φεντεραλιστών» σύμφωνα με το οποίο η επιβίωση του Συντάγματος, η επιβίωση δηλαδή του δημοκρατικού συστήματος με όλα τα συστατικά πολιτικά, θεσμικά, αξιολογικά στοιχεία του, νομιμοποιεί ως συνταγματικό ένα μέτρο και μια πολιτική. Εάν το Μνημόνιο και η δανειακή σύμβαση (της οποίας η συνταγματικότητα έχει επίσης αμφισβητηθεί) συνιστούν όρους για την επιβίωση της συνταγματικής, δημοκρατικής τάξης στη χώρα, ή ακόμη εάν συνιστούν προϋπόθεση προκειμένου η χώρα να ανακτήσει την αδικαιολογήτως (λόγω χρέους) απολεσθείσα κυριαρχία, ανεξαρτησία, αυτοδύναμη παρουσία της στο ευρωπαϊκό αλλά και στο ευρύτερο διεθνές σύστημα, τότε όχι μόνο δεν μπορεί να τεθεί θέμα συνταγματικότητας αλλά, κάτι τέτοιο, θα ήταν έσχατος παραλογισμός.
Να σημειωθεί σε αυτό το σημείο ότι, προκειμένου να διασωθεί η ευρωζώνη, η Ευρωπαϊκή Ενωση «παραβίασε» τυπικά τις Συνθήκες της (που σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποτελούν το Σύνταγμα της Ενωσης) και ειδικότερα τη βασική διάταξη για τη «μη διάσωση» (non-bailout clause). Αν η Ενωση παρέμενε δογματικά προσκολλημένη στη διάταξη αυτή η ευρωζώνη σήμερα θα αποτελούσε παρελθόν. Αλλά η διάταξη, τυπικά, παραβιάσθηκε. Κι απ’ ό,τι γνωρίζω κανένα δικαστήριο δεν έκρινε παράνομη τη διάσωση της Ελλάδας, της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας ή τη στήριξη της Ισπανίας και της Ιταλίας. Ευτυχώς, η έννοια της συνταγματικότητας ερμηνεύεται (και εφαρμόζεται) κάπως διαφορετικά στο πλαίσιο της Ενωσης (και του ευρωπαϊκού Δικαίου).
Προσωπικά θεωρώ ότι μια ουσιαστική επίκληση της συνταγματικότητας σε αντίστιξη με τη σημερινή πραγματικότητα που βιώνει η χώρα θα παρέπεμπε σε διατάξεις που λένε ότι «οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» και κυρίως ότι «οι έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Και στο πεδίο αυτό έχουμε όντως βάναυση, κατάφωρη παραβίαση του Συντάγματος, με την πλέον ουσιαστική σημασία, που ακούει στο όνομα φοροδιαφυγή. Κάποιοι συνέλληνες όχι μόνο δεν συνεισφέρουν «ανάλογα με τις δυνάμεις τους» αλλά δεν συνεισφέρουν καθόλου, ενώ κάποιοι άλλοι (π.χ. μισθωτοί, συνταξιούχοι) συνεισφέρουν εμφανώς δυσανάλογα. Αλλά αυτοί δεν είναι προνομιούχοι ούτε τους ρωτάνε για τη «συνταγματικότητα» των μειώσεων των αμοιβών τους. Αλήθεια, οι διάφοροι δικηγορικοί σύλλογοι, που θεωρούν αντισυνταγματική τη δανειακή σύμβαση, γιατί δεν ασχολούνται με το θέμα;
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι καθηγητής της Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.