Η πανδημία αναδεικνύει νέες ανάγκες. Όχι μόνο για την προστασία της ανθρώπινης ύπαρξης. Αλλά και για την ανθεκτικότητα χωρών και κοινωνιών. Οι επιπτώσεις της δεν περιορίζονται στο υγειονομικό επίπεδο. Στην οικονομία και στην εργασία προβλέπεται να είναι δραματικές. Οι παραγωγικές, οικονομικές, επιχειρηματικές και αναπτυξιακές δραστηριότητες αναμένεται να υποστούν μεγάλα πλήγματα.
Ως εκ τούτου, δεν χρειάζεται η οποιαδήποτε αυταρέσκεια. Πόσω μάλλον η υποτίμηση των προβλημάτων. Αντιθέτως, απαιτείται η έγκαιρη αντίδρασή μας. Και προπαντός, η θεμελίωση και υλοποίηση ενός εμπροσθοβαρούς σχεδίου, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε με αποτελεσματικότητα τους κινδύνους που ελλοχεύουν. Πρωτίστως δε, να αξιοποιήσουμε τις ευκαιρίες και τις προκλήσεις, οι οποίες διανοίγονται μπροστά μας.
Το Ταμείο Ανάκαμψης, παρά τις αμφιταλαντεύσεις και ανακολουθίες του, αποτελεί ένα άλμα προς τα εμπρός. Άλλωστε, οι συμβιβασμοί -ακόμη και οι αχρείαστοι- είναι σύμφυτοι με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το σημαντικότερο, η χρηματοδότηση που απέσπασε η Ελλάδα, μάς προσφέρει τη δυνατότητα να αναζωογονήσουμε την οικονομία, να στηρίξουμε την απασχόληση. Στην ουσία, μάς επιτρέπει, με μια ορθή διαχείριση, να αιμοδοτήσουμε τους τομείς εκείνους που θα διαδραματίσουν αποφασιστικό ρόλο για τη μετάβασή μας σε ένα νέο παραγωγικό και αναπτυξιακό μοντέλο.
Στην κατεύθυνση αυτή ο θεσμός των Περιφερειών μπορεί να έχει καταλυτική συνδρομή και συμβολή. Παρά τις ατροφίες του και τη στέρηση ουσιαστικών αρμοδιοτήτων, δεν παύει να είναι πολυδύναμη πολιτική και αναπτυξιακή υποδομή. Μάλιστα, οι Περιφέρειες έχουν το προνόμιο να διατηρούν αυθεντική και αδιαμεσολάβητη σχέση με τις τοπικές κοινωνίες. Γεγονός που τις βοηθά να γνωρίζουν τις ιδιαίτερες συνθήκες, αλλά και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα, της κάθε περιοχής.
Κάτι που δεν συμβαίνει με την κεντρική διοίκηση, η οποία διακατέχεται από μια τυπική, διεκπεραιωτική αντίληψη. Εγκλωβισμένη στις γνωστές της στρεβλώσεις και μονομέρειες δυσκολεύεται –να μην πω αδυνατεί- να κατανοήσει τις προτεραιότητες που επιβάλλεται να προτάξουμε. Αποξενωμένη από τη ζώσα πραγματικότητα, ακολουθεί ξεπερασμένα κλισέ και στερεότυπα.
Οι εμπειρίες μας, χρόνια τώρα, σε συνδυασμό με τις στρεβλές λειτουργίες, το επιβεβαιώνουν. Ο τρόπος που διαχειριστήκαμε τον πακτωλό των κοινοτικών πόρων αποδείχθηκε ακατάλληλος. Σημαντικό τμήμα τους κατασπαταλήθηκε σε άστοχες, λανθασμένες και άκαιρες επιλογές.
Η υστέρησή μας οφείλεται στο ότι ως χώρα παραμείναμε δέσμιοι του κρατισμού, του λαϊκισμού και των πελατειακών σχέσεων. Αν πράγματι θέλουμε να απεξαρτηθούμε από ό,τι μας κρατάει εγκλωβισμένους στο παρελθόν, στην αδράνεια και στην αναποτελεσματικότητα, ένα πράγμα αξίζει να κάνουμε: Να καταστήσουμε τις Περιφέρειες ατμομηχανές ανάπτυξης. Εξάλλου, η Ευρώπη των Περιφερειών συνιστά κοινοτικό κεκτημένο. Η εναρμόνισή μας με αυτό είναι απαραίτητος όρος για να υιοθετήσουμε και να υπηρετήσουμε ένα νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα.
Η ενίσχυση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, η προσέλκυση επενδύσεων, η προώθηση της τεχνολογίας και της έρευνας, η αναβάθμιση των υπηρεσιών υγείας, η βελτίωση της εκπαίδευσης, η στροφή στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και στην πράσινη ανάπτυξη, η στήριξη της επιχειρηματικότητας, η εδραίωση κοινωνικών δομών, συνδέονται ευθέως με την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων των Περιφερειών.
Τα 32 δις ευρώ που αναλογούν στη χώρα μας, εκ των οποίων τα 19 δις θα προσφερθούν ως επιχορηγήσεις και τα υπόλοιπα 13 δις υπό τη μορφή δανείων, μαζί με τους πόρους του ΕΣΠΑ, μπορούν να αφήσουν αναπτυξιακό αποτύπωμα.
Προϋπόθεση βέβαια είναι με ποιο σχέδιο, με ποια μέθοδο και με ποιες δυνάμεις θα διασφαλίσουμε τη σωστή και αποτελεσματική διαχείριση. Το πόρισμα της Επιτροπής Πισσαρίδη θέτει τις βάσεις. Οι κυβερνητικοί χειρισμοί θα κρίνουν αν αυτή τη φορά θα καταφέρουμε να κάνουμε πράξη το νέο παραγωγικό και αναπτυξιακό μοντέλο.
Για την επίτευξη του παραπάνω στόχου θεωρείται επιβεβλημένη η επένδυση στις Περιφέρειες εγκαταλείποντας άγονους ανταγωνισμούς και ξεπερασμένα υποδείγματα.
Πηγή: www.tovima.gr