Οι πέντε χαμένες ευκαιρίες της Κεντροαριστεράς

Νίκος Μαραντζίδης 07 Σεπ 2014

Τα τελευταία γεγονότα στην επέτειο των σαράντα χρόνων του ΠΑΣΟΚ ήταν ένα ακόμη θλιβερό δείγμα του αργού αλλά πολύ βασανιστικού θανάτου του κόμματος αυτού. Η πορεία προς την παρακμή έχει αναμφίβολα δομικά και μακροχρόνια αίτια, αν και καθοριστικό ρόλο έπαιξε η διαχείριση της κρίσης από τους πρωταγωνιστές τα τελευταία τρία χρόνια.

Από το 2011-2012, που αποκρυσταλλώθηκαν οι στρατηγικές των πολιτικών δυνάμεων της χώρας έναντι του Μνημονίου, δυστυχώς, όχι μόνο για το ΠΑΣΟΚ αλλά συνολικά για τον χώρο της Κεντροαριστεράς τα χρόνια αυτά υπήρξαν ένα ατελείωτο πεδίο χαμένων ευκαιριών.

Αναμφίβολα χρονικό σημείο εκκίνησης αυτών των χαμένων ευκαιριών υπήρξαν οι διπλές εκλογές του 2012. Η αδυναμία της ΔΗΜΑΡ και του προέδρου της να αντιληφθεί το καταστροφικό τοπίο πόλωσης που θα δημιουργούσε η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης και η προσφυγή σε επαναληπτικές εκλογές με κεντρικό το ζήτημα της διακυβέρνησης υπήρξε κάτι περισσότερο από εντυπωσιακή. Εκεί ήταν το πρώτο πραγματικό σημάδι πως δύσκολα οι υπάρχουσες δυνάμεις της Κεντροαριστεράς θα μπορούσαν να συνεχίσουν να έχουν μια μελλοντική δυναμική. Εγκλωβισμένη σε μικροπολιτικά παιχνίδια με κύριο σημείο αναφοράς την εσωκομματική λογική και ισορροπία και ξεπερασμένες ιδεολογικές αγκυλώσεις, η ηγεσία της ΔΗΜΑΡ υπονόμευσε τον εαυτό της ως μεταρρυθμιστική δύναμη της Αριστεράς. Σε εκείνη ακριβώς τη συγκυρία μπορεί να βρει κανείς τα αίτια του σημερινού τέλους της ΔΗΜΑΡ.

Η δεύτερη χαμένη ευκαιρία ήρθε τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς, όταν οι δύο «μικροί» κυβερνητικοί εταίροι δεν μπόρεσαν να θέσουν ως προαπαιτούμενο για τη συμμετοχή τους στην κυβέρνηση την άμεση αλλαγή του εκλογικού νόμου προς το αναλογικότερον· επί της ουσίας την κατάργηση του μπόνους των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα. Πώς είναι δυνατόν, τόσο έμπειρα στα πολιτικά πράγματα πρόσωπα να αγνόησαν ή να υποτίμησαν το θεμελιώδες δίδαγμα των συμμαχικών κυβερνήσεων: όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά, το κόστος επωμίζεται κυρίως ο μικρότερος εταίρος, που μπορεί να διασωθεί μόνο αν το εκλογικό σύστημα είναι αναλογικό και του επιτρέπει να περιορίσει κάπως τις ζημίες του. Οι θεσμοί έχουν τη σημασία τους. Και όχι μόνο έχουν τη σημασία τους, αλλά επιπλέον συμβάλλουν, αν δεν καθορίζουν, την πολιτική αριθμητική της διακυβέρνησης. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς πολιτικός επιστήμονας για να αντιληφθεί πως το μπόνους των 50 εδρών διαμορφώνει ένα πολωμένο περιβάλλον που απειλεί να αφανίσει τις μικρότερες δυνάμεις στις επόμενες εκλογές, οι οποίες θα υποχρεωθούν να βρουν καταφύγιο στον λαϊκισμό για να επιβιώσουν.

Η τρίτη χαμένη ευκαιρία αφορά την ποιότητα της διακυβέρνησης. Σε όλα αυτά τα χρόνια κανένα από τα δύο υπάρχοντα κόμματα της Κεντροαριστεράς δεν άφησε το ιδιαίτερο αποτύπωμά του στη διακυβέρνηση, εκτός ίσως από «γκρινιάρικες» συμβολές υπεράσπισης διαφόρων ομάδων ψηφοφόρων (π.χ. πωλητές λαϊκών αγορών κ.λπ.) ή παλιομοδίτικες αρνήσεις μεταρρυθμίσεων στον δημόσιο τομέα (π.χ. αξιολόγηση, μείωση κρατικών δομών). Οσον αφορά το «ηθικό προφίλ» της διακυβέρνησης, δεν είχε καμιά ιδιαίτερη διαφορά είτε μιλούσαμε για τη Ν.Δ., για το ΠΑΣΟΚ ή τη ΔΗΜΑΡ. Παντού κυριαρχούσε η ίδια φιλοσοφία: πρώτα οι δικοί μας!

Η τέταρτη χαμένη ευκαιρία είχε να κάνει με την αδυναμία να γεννηθεί το νέο, μέσα από το παλιό. Η προσπάθεια των «58» και αργότερα αυτή της «Ελιάς» απέτυχε ουσιαστικά, γιατί δεν συμφωνήθηκε πως δεν μπορεί να συνυπάρχουν με θεσμικούς, οργανωτικούς αλλά και πολιτικούς όρους το παλιό και το νέο. Ουσιαστικά, δηλαδή, η μικρόψυχη (και εντέλει ανορθολογική) αντιμετώπιση της δημιουργίας ενός νέου πολιτικού φορέα στον χώρο του ριζοσπαστικού κέντρου πήρε μαζί της στον βυθό και το παλιό και τη νέα προσπάθεια.

Η πέμπτη, και δυστυχώς μάλλον τελευταία γι’ αυτήν την πολιτική φάση, χαμένη ευκαιρία της Κεντροαριστεράς ήταν η αδυναμία της δημιουργίας του νέου από το νέο. Εν προκειμένω η μέτρια επίδοση που είχε «το Ποτάμι» στις ευρωεκλογές και η σχετικά περιορισμένη δυναμική του το επόμενο των εκλογών διάστημα δεν προμηνύουν τη δημιουργία ενός ισχυρού «τρίτου πόλου». Το «Ποτάμι» τώρα δείχνει να έχει μία μόνο επιλογή: την ένταξή του στην τροχιά κίνησης του ΣΥΡΙΖΑ ώστε, εφόσον καταφέρει να μπει στη Βουλή, να συμμετάσχει ως μικρός εταίρος σε μια αριστερή κυβέρνηση.

Υπό αυτές τις συνθήκες, το επόμενο διάστημα θα παρακολουθήσουμε μια κλιμακούμενη πόλωση ανάμεσα στις δύο βασικές πολιτικές δυνάμεις. Οι υπόλοιποι, με την εξαίρεση των υποδίκων της Χρυσής Αυγής και των αντισυστημικών του ΚΚΕ, θα λειτουργήσουν είτε ως δορυφόροι είτε θα πάψουν να αντιπροσωπεύονται στη Βουλή. Το αν θα μας λείψουν είναι μια πολύ προσωπική υπόθεση.

Οπως και να ’χει όμως, το πολιτικό σύστημα απέχει από το να θεωρηθεί παγιωμένο. Μια ενδεχόμενη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ θα προκαλέσει μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα μεγάλες ανακατατάξεις, για τις οποίες θα έχουμε άφθονο χρόνο για να μιλήσουμε γι’ αυτές το επόμενο διάστημα.