Οι παρελάσεις είχαν πάντα κάτι θλιβερό, στα μάτια μου. Ο συνδυασμός εθνικισμού, ορθοδοξίας και στρατιωτικής αισθητικής, δεν μου ταίριαξε ποτέ στην εικόνα που θα έπρεπε να έχει μια σύγχρονη ευρωπαϊκή δημοκρατία, με όλες τις ελλείψεις και τα λάθη της.
.
H αναζήτηση μιας κοινής ταυτότητας, με βάση τη σημαία και όχι τις αρχές και τις αξίες, είναι έξω από τα οράματα του προοδευτικού και κοσμοπολίτη σύγχρονου Ευρωπαίου – και μόνο στον γεμάτο νόστο ομογενή μπορεί να δικαιολογηθεί, ακόμα κι όταν ξεχειλίζει το κιτς. Κι αν η λογική της παρατεταγμένης πειθαρχίας έχει κάποιο νόημα μέσα στις ίδιες τις ένοπλες δυνάμεις (έστω για να «συνετίσει» και «εντάξει» τον κάθε μικρονοϊκό που μπορεί να τις στελεχώνει, ηθελημένα ή όχι), στην επαφή με την κοινωνία, δεν έχει κανένα απολύτως νόημα, αν θέλουμε να μιλάμε για πολίτες και όχι για «υπηκόους της Φρειδερίκης».
.
Το να καμαρώνουν οι γονείς τα βλαστάρια τους (και οι άντρες τις έφηβες με τις μίνι φούστες, ανεξαρτήτως αν είναι εμφανίσιμες ή όχι), μπορεί να έχει για κάποιους την πλάκα του, αλλά δεν εξυπηρετεί τίποτα απολύτως, παρά τη διαμόρφωση μιας κοινωνικής συνείδησης βασισμένης στην «εθνική ανωτερότητα» και στις «αρετές των αρχαίων ημών προγόνων», παραβλέποντας ότι τις καταπατούμε ασύστολα, με περισσή άγνοια ή κουτοπονηριά. Εύκολα βεβαίως, η λάθος εδρασμένη αυτή «περηφάνεια» εκτρέπεται στο «δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ, Αλβανέ» – ο απαράδεκτος ρατσισμός που επιδείχθηκε στην περίπτωση του Οδυσσέα Τσενάι και πολλών άλλων, δεν είναι δα και τόσο μακρινός στη μνήμη μας…
.
Τα τελευταία δύο χρόνια, οι παρελάσεις είναι ακόμα πιο θλιβερές. Όχι μόνο γιατί εμφιλοχωρούν σε αυτές οι κάθε είδους μειοψηφικές διεκδικήσεις και στενόμυαλοι λαϊκισμοί, αλλά και γιατί εμπεδώνεται μια τακτική τραμπουκισμού επί παντός επιστητού, με το «μπάχαλο» στην πρώτη γραμμή. Αν έχει δικαίωμα ο καθένας να προσδώσει στην εθνική επέτειο το δικό του «σύγχρονο νόημα» (κατά του μνημονίου ή των πολιτικών), γιατί δεν έχει καθείς το δικαίωμα να διαδηλώσει, παραλλήλως με την παρέλαση, το δικό του συνδικαλιστικό ή άλλο αίτημα, για παράδειγμα υπέρ ή κατά της απελευθέρωσης των ταξί;
.
Το θέαμα ενός (ανάπηρου ή μη) μαθητή που μουντζώνει τους επισήμους, ενστερνιζόμενος ή παρασυρόμενος από την εύκολη αποδοκιμασία των ημερών, είναι κάτι παραπάνω από αντιαισθητικό – αν αισθάνεται έτσι, ας μην παρελάσει, στο κάτω-κάτω. Η προσπάθεια δε να διαφυλαχθεί, πάση θυσία, η παρέλαση μπροστά στους επισήμους, ακόμα και με υπερβολικά μέτρα αστυνόμευσης, είναι απωθητική, όσο είναι υποκριτική και η αναγωγή της σε «εκτροπή».
.
Η αποδόμηση της διαδικασίας της παρέλασης από τους ίδιους τους παραλήπτες της, ίσως είναι μια ευχάριστη εξέλιξη – μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να καταργηθεί η δαπανηρή αυτή συνήθεια της συντηρητικής χειραγώγησης. Και είναι απίστευτα λυπηρό (όσο και ενδεικτικό), το πώς φωνές της κοινοβουλευτικής και μη αριστεράς, σε πλήρη σύμπνοια με τις δεξιές και ακροδεξιές δυνάμεις του λαϊκισμού, επιμένουν ξαφνικά στο νόημα και στη διατήρηση της άκρως συντηρητικής τελετής, γιατί υπηρετεί τις ανάγκες της «επαναστατικότητας» και της «ελεύθερης έκφρασης του λαού».
.
Για λόγους, λοιπόν, οικονομίας σε μια κρίσιμη καμπή, σεβασμού στους νεκρούς της ανεξαρτησίας ή του αντιφασιστικού αγώνα και απομάκρυνσης από τη στρατοκρατική αισθητική, όπως πολύ εύστοχα προτείνει ο Πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, ας τολμήσουμε. Και ας βρούμε μια άλλη, πολύ πιο αξιοπρεπή διαδικασία, να αποδώσουμε φόρο τιμής στη μνήμη όσων συνέβαλαν να γίνουμε ή να παραμείνουμε ελεύθερο κράτος – και όχι μια αμυντική κατά του τραμπουκισμού πολιτεία…
.
Ο Προκόπης Δούκας είναι δημοσιογράφος και blogger. Το κείμενο αυτό είναι αναδημοσίευση από το: www.prokopisdoukas.blogspot.com