«Ο πόλεμος καθορίζει ποιος νίκησε, αλλά όχι ποιος έχει δίκαιο».(Ράσελ)
Ένας πόλεμος σε όλες τις εκδοχές του και με όλους τους επιθετικούς του προσδιορισμούς (ακήρυχτος, ψυχρός, αμυντικός, επιθετικός, δίκαιος, άδικος, ιερός…) δεν συνοδεύεται μόνον από θανάτους και υλικές ζημιές, αλλά κι από άλλες παράπλευρες απώλειες που ανιχνεύονται σε πολλά επίπεδα. Κατά τη διάρκεια του πολέμου αλλά και μετά το τέλος του πολλά αλλάζουν και καθορίζουν την πορεία του πολιτισμού μας. Όλες αυτές οι αλλαγές δεν αισθητοποιούνται μόνον σε υλικό επίπεδο αλλά και στα επίπεδα της σκέψης, της ηθικής, της επιστήμης, της φιλοσοφίας, της ψυχολογίας, της ιδεολογίας, της πολιτικής, της γλωσσολογίας και των διεθνών σχέσεων.
«Πόλεμος πάντων μεν πατήρ έστι»
Δεν νομίζω να υπάρχει άλλη θέση – φράση που να αποτυπώνει με τόση καθαρότητα τη φύση αλλά και τις συνέπειες ενός πολέμου. Ο εφέσιος και σκοτεινός φιλόσοφος Ηράκλειτος με τρόπο αποφθεγματικό εστίασε στον βασικό πυρήνα του φαινομένου που συνοδεύει εδώ και χιλιάδες χρόνια την πορεία του ανθρώπου που ακόμη δεν βρήκε τρόπο αποσόβησής του. Τουναντίον εξελίσσει και τελειοποιεί τα μέσα διεξαγωγής του. Ο άνθρωπος τελικά είναι ατελής στην Λογική του ή στην Ηθική του;
Οι παράπλευρες «συνέπειες»
Ένας πόλεμος, λοιπόν, γεννά προβληματισμούς και βασανιστικά ερωτήματα για την ανθρώπινη λογική και ηθική, για τα αίτια και στο τέλος για την ίδια τη φύση του ανθρώπου και το γονιδιακό υπόστρωμά του. Είναι ο πόλεμος τελικά εγγενές στοιχείο της φύσης μας ως έκφραση μιας γονιδιακής επιθετικότητας που άλλοτε στρέφεται προς τα έξω ως απελευθερωτική δύναμη κι άλλοτε προς τα μέσα; (Φρόϋντ). Τελικά μήπως ο Θουκυδίδης δικαιώνεται και σε αυτήν την διαπίστωσή του;
«Γινόμενα μεν και αιεί εσόμενα, έως αν η αυτή φύσις ανθρώπων η»
Μπορεί να είναι μελαγχολική η διαπίστωσή του για το ότι «αυτά γίνονται και θα γίνονται πάντα, μέχρι που η φύση του ανθρώπου παραμένει η ίδια», ωστόσο η πραγματικότητα φαίνεται να τον δικαιώνει απόλυτα, όπως και η «παγίδα» του για τον φόβο που συνιστά το γενεσιουργό αίτιο των πολέμων.
Από την άλλη πλευρά ο πόλεμος επωάζει πλήθος διλημμάτων αλλά και κύματα δυσπιστίας για την ποιότητα και την πορεία του ανθρώπινου πολιτισμού. Ένα διάχυτο κλίμα σκεπτικισμού, σχετικισμού ή και μηδενισμού διαποτίζει κάθε σκέψη ή ανθρώπινη συμπεριφορά. Ο άνθρωπος καθίσταται καχύποπτος στις μεγάλες διακηρύξεις περί «ηθικής προόδου» του ανθρώπου και περί εξέλιξης του πολιτισμού. Το πέρασμα από τον πρωτογονισμό στον «πολιτισμό» φαίνεται πως δεν πείθει πάντοτε.
Στον κύκλο των «παράπλευρων» συνεπειών του πολέμου μπορεί και να συμπεριληφθεί και η Επιστήμη με την ομογάλακτή της Τεχνολογία. Η αγριότητα του πολέμου αναδεικνύει την ευθύνη της επιστήμης – επιστημόνων και της τεχνολογίας και επανατροφοδοτεί με νέα επιχειρήματα τόσο τους υπέρμαχους όσο και τους κατήγορους της «ουδετερότητάς» τους. Σε ποιο, δηλαδή, βαθμό η επιστήμη και η τεχνολογία λειτουργούν ως συμπλήρωμα ή διακονούν την ανθρώπινη «παράνοια» στην κήρυξη και διεξαγωγή ενός πολέμου; Από τα πράγματα ένα παλιό θέμα επανέρχεται δριμύτερο και ζητά νέες πιο πειστικές απαντήσεις. Για την ρίψη της ατομικής βόμβας (1945) φταίει η εξίσωση του Αϊνστάιν (ευθύνη επιστήμης – επιστημόνων) ή οι πολιτικοί – στρατιωτικοί που αποφάσισαν την ρίψη της; Να λιθοβολήσουμε την εξίσωση – γνώση E=mc2 ή την απόφαση για την ρίψη της; Ωστόσο, από τη σχάση ενός πυρήνα ουρανίου μέχρι την ρίψη και την έκρηξη μιας ατομικής βόμβας υπάρχει μεγάλη απόσταση.
Πόλεμος και «δύναμη»
Από τις «παράπλευρες» συνέπειες του πολέμου δεν θα μπορούσε να απουσιάσει και ο προβληματισμός για τον τρόπο χρήσης ή διαχείρισης της ανθρώπινης δύναμης. Λειτουργεί αυτή αυτόνομα ή υπακούει στην ανθρώπινη βούληση; Έχει τους δικούς της μηχανισμούς ανάπτυξης και έκφρασης ή διακονεί τους ανθρώπινους στόχους; Υπάρχει ηθική στην χρήση της δύναμης; Υπηρετεί τον πολιτισμό ή την ανθρώπινη παράνοια και τον αρρωστημένο ναρκισσισμό του; Ερωτήματα και διλήμματα που η ιστορία δεν μπόρεσε να φωτίσει περισσότερο από την εποχή που ένα αδελφικό χέρι σκότωσε τον αδελφό του.
Δύναμη, λοιπόν, και εξουσία ή εξουσία και δύναμη βαδίζουν παράλληλα, αλληλοτροφοδοτούνται και άλλοτε αποκαλύπτουν το ατροφικό ηθικό υπόβαθρο του ανθρώπινου είδους κι άλλοτε τους ατελείς μηχανισμούς της ανθρώπινης λογικής στην εύρεση και θέσπιση κανόνων για την ειρηνική συνύπαρξη ανθρώπων, λαών και εθνών. Ο Θουκυδίδης και σε αυτό το θέμα παραμένει ο μέγιστος διδάσκαλός μας για τη σχέση του ανθρώπου με τις δίδυμες δυνάμεις, την Εξουσία και την Δύναμη.
«Από ό,τι μπορεί κανείς να εικάσει για τους θεούς κι από ό,τι είναι βέβαιο για τους ανθρώπους, πιστεύουμε ότι και οι θεοί και οι άνθρωποι ακολουθούν πάντα έναν απόλυτο νόμο της φύσης, να επιβάλλουν πάντα την εξουσία τους, αν έχουν τη δύναμη να το επιτύχουν… Τον νόμο αυτό τον βρήκαμε να ισχύει και τον ακολουθούμε, όπως θα τον ακολουθούν αιώνια όσοι μάς διαδεχθούν και ξέρουμε καλά ότι κι εσείς και οποιοιδήποτε άλλοι θα κάνατε τα ίδια αν είχατε τη δύναμή μας», (Διάλογος Αθηναίων και Μηλίων).
Ποιος θα μπορούσε σήμερα να αφαιρέσει έστω και μία λέξη από την παραπάνω διαπίστωση που αποτυπώνει με ενάργεια την ωμότητα της δύναμης του νικητή; Εξάλλου σε όλες τις ηγεμονίες η ίδια επεκτατική λογική κυριαρχεί. Η αέναος επέκταση μέχρι ο αντίπαλος να καταστεί ακίνδυνος. Τελικά η ιστορία επαναλαμβάνεται; Τα επιχειρήματα που διατυπώνει ο Αλκιβιάδης για την συνεχή επέκταση των Αθηναίων ταυτίζονται απόλυτα με τα ανάλογα κάποιων σημερινών ηγετών. Κι έτσι όλοι πέφτουν στην «παγίδα του Θουκυδίδη» (φόβος) και οι πόλεμοι ανθοφορούν.
«Δεν μπορούμε να χαράξουμε, εκ των προτέρων, όρια στην ηγεμονία μας. Γιατί είμεθα υποχρεωμένοι, αφού φθάσαμε σ’ αυτό το σημείο, άλλους να απειλούμε, άλλους να παραφυλάγωμε, με έξοδα άλλων, κι άλλους να μη συγχωρούμε γιατί κινδυνεύουμε να κυριαρχηθούμε, αν δεν κυριαρχήσουμε εμείς οι ίδιοι πάνω σε άλλους»
Ο κυνισμός της δύναμης στο μεγαλείο της. Μία προσομοίωση της παραπάνω θέσης με τα σημερινά γεγονότα θα φανέρωνε μόνο την διαφορά των πρωταγωνιστών.
Πόλεμος και Ηθικά προβλήματα
Μία άλλη παράμετρος των συνεπειών του πολέμου είναι και τα «ηθικά απόβλητα» που αφήνει στην κοινωνία. Μέσα από την οσμή αυτών αναδύονται φιλοσοφικά ερωτήματα για το κριτήριο αξιολόγησης μιας πράξης – σε ατομικό ή εθνικό επίπεδο ως ηθικής. Σύμφωνα με την θεωρία του Ωφελισμού μία πράξη – συμπεριφορά αποτιμάται ως θετική – ηθική στο βαθμό που οι συνέπειές της είναι ευεργετικές στον μέγιστο δυνατό βαθμό ατόμων. Η ηθική, δηλαδή, αξιολόγηση μιας επιλογής είναι συνάρτηση της ωφέλειας που προκαλεί.
«Η καλύτερη πράξη είναι αυτή που προκαλεί την περισσότερη ευτυχία».(Mill)
Μία πολεμική επιχείρηση ή ένας πόλεμος πώς θα μπορούσε να έχει τόσο ηθικά κίνητρα όσο και αποτελέσματα; Ακόμη και η σχάση του ατόμου που είχε επιστημονικά και κοινωνικά κίνητρα όταν συνδέθηκε με την ατομική βόμβα τότε στάθηκε μοιραία ως εφαρμογή. Ένας πόλεμος από μόνος του με όσον «ηθικό πατριωτισμό» κι αν ενδυθεί δεν παύει να συνιστά πηγή δεινών για τον άνθρωπο και από-ηθικοποιείται.
Στις πληγές, λοιπόν, του πολέμου μπορούν να συμπεριληφθούν και τα ηθικά διλήμματα που προκαλούνται στο χώρο της φιλοσοφίας και ιδιαίτερα της Ηθικής φιλοσοφίας. Αυτή μάς βοηθά να βρούμε την δική μας θέση στον πολιτισμό και σε έναν κόσμο διαρκών μεταβαλλόμενων. Σε έναν κόσμο όπου οι έννοιες καλό – κακό, δίκαιο – άδικο, ηθικό – ανήθικο ολοένα και περισσότερο αλλάζουν νοηματικό φορτίο για να καλύψουν πράξεις μη αποδεκτές. Εμείς καλούμαστε να επιστρατεύσουμε τόσο τη λογική όσο και το συναίσθημα και τη διαίσθηση για να ερμηνεύσουμε τις εξελίξεις και τις επιπτώσεις ενός πολέμου που συνιστά το πιο αυθεντικό προϊόν της ανθρώπινης παράνοιας.
Ίσως αυτός ο παραλογισμός του πολέμου να εξέθεσε και τον ίδιο τον Ηρόδοτο που εμφαντικά είχε διακηρύξει πως:
«Ουδείς γαρ ούτω ανόητος εστί όστις πόλεμον προ ειρήνης αιρέεται».
Φαίνεται πως η «ανοησία» του ανθρώπινου είδους είναι απροσμέτρητη στο βαθμό που οι πόλεμοι εξακολουθούν να ευδοκιμούν και στις μέρες μας. Το ερώτημα που πλανάται διαχρονικά είναι το «πώς» θα αποφύγουμε τον πόλεμο προσμετρώντας από πριν τις συνέπειές του, όσο κι αν αυτό υποκρύπτει πολύ υποκειμενισμό και κινδυνεύουμε να «ολισθήσουμε» σε πολλά λάθη.
Τα λόγια – προτροπή του Αϊνστάιν είναι πάντοτε επίκαιρα και διδακτικά σε όλους.
«Σε παλιότερες εποχές, τα έθνη ζούσαν με αμοιβαία άγνοια και στην πραγματικότητα το ένα μισούσε ή φοβόταν το άλλο. Το πνεύμα της αδελφικής συνεννόησης μεταξύ τους ας κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος. Με αυτήν την πίστη, εγώ, ένας γέρος άνθρωπος, χαιρετώ εσάς, Ιάπωνες μαθητές, από μακριά κι ελπίζω πως η γενιά σας κάποτε θα τοποθετήσει τη δική μου «στην ντροπή» (Προς τους μαθητές των σχολείων της Ιαπωνίας)