Ο πρώτος είναι ο φόβος της οικονομικής κρίσης, του κορωνοϊού και της ενεργειακής κρίσης, με τον νεοωθομανό, αναθεωρητή, επιθετικό Ερντογάν μετά το 2018, να τον εντείνει.
Η απειλή της κρίσης και των περικοπών μισθών, συντάξεων και της συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους του πρώτου μνημονίου, ακόμη και πριν εφαρμοστεί, απογοήτευσε και θύμωσε δικαιολογημένα, την μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών.
Στις εκλογές του Μαΐου του 2012, καταγράφηκε η δυναμική των αντιμνημονιακών κινημάτων της πρώτης μνημονιακής περιόδου. Τα κόμματα δεξιά της ΝΔ, αν αθροιστούν με τα ποσοστά του Νεοναζιστικού μορφώματος, είναι υψηλότερα της Κεντροδεξιάς, δηλαδή της ΝΔ, παρ' ότι η ΝΔ, με την ηγεσία Σαμαρά, δήλωνε σταθερά "Αντιμνημονιακή" και μάλιστα η πρώτη.
Στις επαναληπτικές εκλογές του 2012, συγκροτήθηκε και με την βοήθεια του εκλογικού νόμου και μέρους των ΜΜΕ, το νέο κομματικό δίπολο, και ο νέος κομματικός χάρτης με περισσότερα κόμματα.
Το 2018 με την ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου, έκλεισε και αυτός ο κύκλος, μεγάλο μέρος της κοινωνίας ένιωσε κάποια ασφάλεια, ενώ ένα εξίσου μεγάλο, ένιωσε ακόμη μεγαλύτερη απογοήτευση, από την διάψευση των προσδοκιών, που είχε δημιουργήσει ο Αλέξης Τσίπρας και ο Σύριζα. Τα δύο αυτά συναισθήματα δημιούργησαν και τον νέο κομματικό χάρτη, με ισχυροποιημένη την Κεντροδεξιά, συρρικνωμένη την ακροδεξιά και πολυκερματισμένο τον πολιτικό και κομματικό χώρο, στα αριστερά της ΝΔ.
Αυτό αποτύπωσαν οι εκλογές του 2019.
Όμως, η μεσολάβηση των δύο κρίσεων, της υγειονομικής και της ενεργειακής, με τις δραματικές συνέπειες, επανέφεραν και πάλι το αίσθημα του φόβου, γεγονός που διέλυσε κάθε επιθυμία της κοινωνίας να απαιτήσει από την κυβέρνηση της ΝΔ την βελτίωση της ζωής του, αφού το ζητούμενο τώρα ήταν η διαφύλαξη της ίδιας της ζωής.
Ο φόβος δικαιολόγησε κάθε κυβερνητική αβελτηρία, ακόμη και την υψηλότερη θνητότητα στην ΕΕ, ανάλογα με τον πληθυσμό της χώρας, παρ' ότι η χώρα μας, λόγω της περιορισμένης εξωστρέφειας της οικονομίας της, ειδικά τους χειμερινούς μήνες, και λόγω κλιματολογικών συνθηκών, έπρεπε να έχει πολύ καλύτερα υγειονομικά αποτελέσματα. Πανδημία και ενεργειακή κρίση προσέφεραν ακόμη μια βοήθεια στην κυβέρνηση, αφού ακύρωσαν κάθε δυνατότητα σύγκρισης των οικονομικών και κοινωνικών δεικτών, με αυτούς που παρέλαβε, το 2019.
Ο δεύτερος παράγοντας είναι το μοίρασμα απίστευτων πόρων, για την πραγματικότητα της χώρας, που προέκυψαν από την άρση κάθε δημοσιονομικού περιορισμού από την ΕΕ, λόγω της μεγάλης ύφεσης που προκάλεσε η πανδημία, της αλλαγής χρήσης των Κοινοτικών πόρων του ΕΣΠΑ, των δισεκατομμυρίων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, του κοινού ευρωπαϊκού δανεισμού.
Χρήματα από παντού και παντού, χωρίς μόνιμους αναπτυξιακούς και κοινωνικούς στόχους.
Η κυβέρνηση δεν μπορεί και δεν θέλει να δει πέρα από τον εκλογικό ορίζοντα.
Τα μνημόνια συμμάζεψαν το δημοσιονομικό ξεχείλωμα των προηγούμενων χρόνων, με μεγάλο κοινωνικό κόστος, όμως ούτε την οικονομία θωράκισαν, ούτε τις χρόνιες παθογένειες διέλυσαν.
Τα ζητούμενα της παραγωγικής αναδιάρθρωσης, της παραγωγικότητας της εξωστρέφειας, της Περιφερειακής σύγκλισης και της κοινωνικής συνοχής, παραμένουν στα αζήτητα και ας τα επισημαίνουν όλοι, από το EUROGRUP, το ΔΝΤ, μέχρι την Τράπεζα της Ελλάδος.
Η αχαλίνωτη ακρίβεια, που πλέον, ακόμη και με πρωθυπουργική ομολογία έχει και εσωτερικά αίτια, αν και δεν τολμά να τα κατονομάσει, γιατί θα αποκαλύψει τις μεγάλες ευθύνες και της δικής του πολιτικής.
Τα ολιγοπώλια στις ανελαστικές αγορές αγαθών και υπηρεσιών, στην μνημονιακή εποχή και κυρίως τα τελευταία χρόνια ισχυροποιήθηκαν και συνεχίζουν.
Η επανεκκίνηση της οικονομίας, μετά τις καραντίνες της πανδημίας, και την ενεργειακή κρίση, που διόγκωσε η Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ήταν το τέλειο άλλοθι να κερδοσκοπήσουν ξένα και εγχώρια ολιγοπώλια και το δημόσιο.
Η κυβέρνηση αρνήθηκε να μειώσει τους Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης, από τους πιο υψηλούς στην ΕΕ, τουλάχιστον στα καύσιμα, που επηρεάζουν δραματικά άμεσα ή έμμεσα, πολλούς παραγωγικούς τομείς και ακόμη περισσότερο την αγοραστική δύναμη της πλειοψηφίας των πολιτών, όπως και του ΦΠΑ, που επίσης είναι, ειδικά στα καύσιμα, από τους υψηλότερους στην ΕΕ, με το επιχείρημα ότι: Δεν θα περάσει στην αγορά.
Δηλαδή όλος ο παραγωγικός, εμπορικός και επαγγελματικός κόσμος στην χώρα μας είναι απατεώνες κερδοσκόποι και το κράτος απολύτως ανίσχυρο να τους ελέγξει.
Το δε άλλο επιχείρημα, ότι, θα μειωθούν τα δημόσια έσοδα, είναι ακόμη πιο υποκριτικό, γιατί τα τελευταία χρόνια της μεγάλης και κλιμακούμενης ακρίβειας, τα κρατικά ταμεία υπερχειλίζουν από τα υπερέσοδα της υπερφορολόγησης των καταναλωτών και των νομικών προσώπων.
Η ακρίβεια, είναι το "κρυφό" εργαλείο των ονομαστικών δημοσιονομικών επιτυχιών της, μόνο που έχει δύο πολύ αρνητικές και επικίνδυνες επιπτώσεις, μειώνει δραματικά την αγοραστική δύναμη και το βιοτικό επίπεδο της πλειοψηφίας των πολιτών και καταστρέφει το κύριο καύσιμο της οικονομίας και της εγχώριας παραγωγής την ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών.
Τα υπερέσοδα της κυβέρνησης της υπερφορολόγησης των πολιτών, κλείνουν τρύπες του κρατικού προϋπολογισμού, εμφανίζουν υγιή δημοσιονομική εικόνα, γεγονός που αρέσει σε διεθνείς χρηματοοικονομικούς οίκους και υποστηρίζει αποτελεσματικά την κυβερνητική προπαγάνδα, φυσικά και το κοινωνικό της προφίλ, αφού μέρος των υπερεσόδων είναι τα διάφορα επιδόματα που έδινε μέχρι τώρα.
Μόνο που αυτή η πολιτική ενισχύει τον πληθωρισμό και την ακρίβεια και επιδεινώνει ακόμη περισσότερο, τόσο την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, όσο και την μεσοπρόθεσμη ζήτηση, βασικό εργαλείο για την ανάπτυξη της οικονομίας και της εγχώριας παραγωγής, ειδικά για την Ελλάδα.
Ο τρίτος παράγοντας είναι οι αδυναμίες των κομμάτων της αντιπολίτευσης.
Τα κόμματα δεξιά της ΝΔ, εισπράττουν εύκολα απώλειες από την ανάγκη του Μητσοτάκη να ψηφίζει νομοσχέδια, που είτε πιέζεται από τις Βρυξέλλες είτε θέλει να συντηρεί το κεντρώο προφίλ του, πολύ αναγκαίο για να συγκρατεί ένα τμήμα ψηφοφόρων που δεν ταυτίζεται με την ΝΔ, δεν βλέπει όμως εναλλακτική κυβερνητική επιλογή.
Τα κόμματα αριστερά της ΝΔ, ο πολιτικός χώρος που ήταν διαχρονικά στην χώρα μας και στην Δύση γενικότερα, η εναλλακτική επιλογή, έχουν Γολγοθά διάρκειας μπροστά τους, που ένα μέρος είναι δημιούργημα των ευρυτέρων γεωπολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων και ένα μέρος δική τους ευθύνης.
Σήμερα οι δυνάμεις της Σοσιαλδημοκρατίας και της ευρύτερης αριστεράς, δεν έχουν τις μεγάλες και συμπαγείς κοινωνικές ομάδες του κράτους και του ευρύτερου δημοσίου τομέα, των ΔΕΚΟ. Το πρώτο έχει συρρικνωθεί δραματικά και ο δεύτερος δεν υπάρχει.
Ούτε οι νέοι, που πάντα είναι πιο ριζοσπαστικοί από τις μεγαλύτερες ηλικίες, βλέπουν εμπροστοβαρείς απαντήσεις στα δικά τους προβλήματα και αβεβαιότητες, ούτε τα μεσαία οικονομικά και κοινωνικά στρώματα, αφού τα μεν παραδοσιακά έχουν πληγεί από τα μνημόνια και συντηρούνται σε ένα βαθμό με την πελατειακή εξάρτηση των διαφόρων επιχορηγήσεων τα τελευταία χρόνια και την ρευστοποίηση μεγάλου μέρους του Ταμείου Ανάκαμψης, μέσω απευθείας αναθέσεων. Τα δε νέα, ειδικότερα αυτά που αναπτύσσονται στην νέα οικονομία, είτε βρίσκουν μόνα τους τις λύσεις είτε μέσω των Κοινοτικών πόρων.
Η κυβέρνηση είχε εύκολη δουλειά μέχρι τώρα. Η πολιτική της είναι παράλληλη με τις επιλογές των αγορών, σε πολλές περιπτώσεις τις επιταχύνει, πιστή στο δόγμα: οι αγορές ξέρουν καλύτερα πως να αναπτυχθούν, ξεχνώντας ότι αυτό δεν σημαίνει αυτόματα και ανάπτυξη της χώρας και ακόμη περισσότερο δεν σημαίνει και κοινωνική ευημερία.
Άλλωστε για αυτήν, οι ανισότητες είναι σαν φυσικό φαινόμενο και κυρίως κίνητρο προόδου.
Τα χρόνια των κρίσεων και οι φόβοι του αύριο, που γεννιούνται από τις διεθνείς και εσωτερικές κρίσεις, επιβάλλουν, με την βοήθεια και πολλών ΜΜΕ εύκολα αυτό το αφήγημα.
Όσο εύκολη είναι η δουλειά για την κυβέρνηση, τόσο δύσκολη είναι για την αντιπολίτευση.
Η δουλειά της γίνεται ακόμη πιο δύσκολη από τον πολυκερματισμό της και την εσωτερική αντιπαλότητα που δημιούργησαν οι κρίσεις και οι επιλογές τους.
Και όμως πρέπει να απαντήσουν θετικά, καθολικά, γρήγορα και στα δύο προβλήματα.
Η πορεία στον Γολγοθά τους πρέπει να ολοκληρωθεί, γιατί διαφορετικά, η Ανάσταση, θα είναι μόνο της συντηρητικής παράταξης και των κοινωνικών δυνάμεων που κυρίως υποστηρίζει με την πολιτική της, και όχι για το σύνολο των πολιτών που την ψηφίζουν ή απέχοντας από τις εκλογές, τις επιτρέπουν να κερδίζει και να διατηρεί την κυβερνητική εξουσία.