Εξαρχής τονίζω πως δεν είναι στην πρόθεσή μου να προσθέσω στην παρελθοντολογία περί τον Ανδρέα, που ξεκίνησε με τον πολιτικάντικο λόγο του Μ. Βορίδη. Άλλωστε, όπως φαίνεται και από κάποιο μικρό σχόλιο που έκανα για το κείμενο του Κ. Κούρκουλου, εν πολλοίς συμφωνώ με όσα σ’ αυτό το άρθρο αναφέρονται.
Υπήρχε στο ΠΑΣΟΚ μια δυναστειακή αντίληψη, για την οποία όμως δεν έφταιγε ο Ανδρέας τόσο, όσο οι εξ αίματος συγγενείς επίγονοί του. Άλλωστε, αυτός φρόντιζε ν’ απολαμβάνει τις αμφιθυμικές του πολιτικές, μόνος ή μαζί με το συλλογικό μόρφωμα που συλλήβδην αποκαλούσε «λαό» – και – για προφανείς λόγους πολιτικής ευρυχωρίας.
Ουδείς πιστεύω αμφισβητεί την υψηλή ευφυϊα του ανδρός, ιδωμένη όμως μέσα από το πρίσμα της χαρακτηριολογικής αστάθειάς του, αλλά εκ παραλλήλου και υπό την σκιά των μεταπολιτευτικών αναγκών και των τότε ιδεολογικών ρευμάτων. Όλα αυτά νομίζω φτιάχνουν τον Α. Παπανδρέου και μαζί του τα επιτεύγματα σε ζητήματα πολιτικής δημοκρατίας, τους θεσμούς κοινωνικής πρόνοιας, αλλά και την επί μακρόν αδιαφορία του για τα δημόσια οικονομικά, ώσπου μια νύχτα του 1985 τον ενημέρωσε ο Δ. Χαλικιάς της ΤτΕ, για τα σχεδόν μηδενισμένα συναλλαγματικά μεγέθη. Μετά, η ανόρθωση της οικονομίας ανατέθηκε σε δομημένους Σ/δημοκράτες σαν τον Σημίτη, τον Παπαδόπουλο ή και τον Γιαννίτση, ως σύμβουλό του στα στερνά. Άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο, συνυπήρξαν μαζί του πιο πολύ από την ανάγκη των στιγμών, παρά ως οπαδοί του. Βλέπετε, ακόμα και η πολιτική συγκυρία τους επέβαλλε, άβυσσος χώριζε τα πολιτισμικά ιδεώδη του καθενός απ’ όσους ανέφερα, από τα αντίστοιχα του Παπανδρέου.
Ο Γ. Παπανδρέου, παρέσυρε και παρεσύρθη, προσπαθώντας αδιάκοπα να κλασσικίζει ως προς τον πατέρα του και να αποφεύγει κάθε κοπιώδη προσπάθεια αντίληψης των όσων στο μεταξύ ο ίδιος ή οι συνεργάτες του παρουσίαζαν ως διακυβεύσεις στους πολίτες. Η δυναστειακή καμαρίλα, με οικογενειακά χαρακτηριστικά, που ο ίδιος εγκατέστησε, τονίζοντας διαρκώς το μότο της μεγάλης πολιτικής προσφοράς της πολιτικής φαμίλιας των τριών Πρωθυπουργών, απέτυχε να διαχειριστεί με νου και περίσκεψη την κρίση, κρυμμένη πίσω από την αύρα του Καστελλόριζου. Πολλές φορές αναρωτήθηκα αν είναι ο ίδιος άνθρωπος που είχε τα ηνία της εξωτερικής πολιτικής στην 8ετία Σημίτη. Ναι, ο ίδιος ήταν, μόνον που τότε ήταν υπουργός του Σημίτη και ύστερα εκλεγμένος συνεχιστής μιας πολιτικής δυναστείας, την οποία δεν είμαι βέβαιος πως επιθυμούσαν ο πατέρας του ή ο παππούς του.
Αναρωτιέμαι όμως γιατί και ο Ευ. Βενιζέλος αναφέρεται μόνον στην αλληλουχία Α. Παπανδρέου και Κ. Καραμανλή και διαρκώς λησμονεί τον μόνο γνήσια ευρωπαϊστή πρωθυπουργό και υπόδειγμα τέκνου της Σ/δημοκρατίας, από τον χώρο της Κ/αριστεράς, τον Κ. Σημίτη;
Προφανώς, γιατί, όψιμος και κατ’ ανάγκην μεταρρυθμιστής και ο ίδιος , δεν μπορεί να αντιληφθεί τις ανάγκες προεργασίας των μεταρρυθμίσεων, κοπιώδεις και χρονοβόρες ακόμα και σε συνθήκες κρίσης. Πόσο εύκολα ξεχνάμε τις μερόνυχτες εργατοώρες της ομάδας Σπράου, Τήνιου, πριν να φτάσουμε στις προτάσεις Γιαννίτση για το Ασφαλιστικό, ή τις χρόνιες επεξεργασίες Ροζάκη, Κρανιδιώτη, πριν να φτάσουμε στην ένταξη της Κύπρου, για να θυμηθούμε μόνον ενδεικτικά.
Ας βρεθεί κάποιος που να μην υποδύεται τον μεταρρυθμιστή, αλλά να είναι από χρόνια εκεί, «σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος», με γνώση και εκσυγχρονιστική στοχοπροσήλωση, που σε διάρκεια να μετράει καιρό στο κουρμπέτι των μελετημένων αλλαγών και να μην γίνεται παίγνιον στις ανεπαρκείς μεταρρυθμιστικές θεωρήσεις του κ. Μορς.
Επιτέλους, κάντε το όπως ο Σημίτης, έστω και στο περίπου.