Οι ωραίοι μας δικαστές

Μιχάλης Κυριακίδης 23 Οκτ 2017

Δεν είμαι νομικός και δεν γνωρίζω τι ακριβώς λέει το Σύνταγμα γι’ αυτές τις περιπτώσεις. Είμαι ένας απλός πολίτης που βιώνει το  8ο έτος των μνημονίων και πληρώνω μαζί με τους υπόλοιπους πολίτες το κόστος της κρίσης. Επίσης, ως δημοσιογράφος υποβάλλω δήλωση Πόθεν Έσχες, όπως προβλέπει ο νόμος   υποχρεωτικά  για δικαστές, βουλευτές, δημόσιους υπαλλήλους  και όσους κατέχουν δημόσιες θέσεις και αξιώματα και δημοσιογράφους.

Διαβάζω το Άρθρο 4 του Συντάγματος που αναφέρει ότι:

Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου.
Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους.

Ωστόσο, καθώς δεν είμαι ειδικός, μάλλον το άρθρο αυτό δεν ισχύει  για όλους τους Έλληνες.Το καθ΄ύλην αρμόδιο να ερμηνεύει το Σύνταγμά μας, Συμβούλιο της Επικρατείας, έκρινε διαφορετικά, τουλάχιστον σε δύο περιπτώσεις που γνωρίζω.

Βέβαια, το ΣτΕ είναι ένας κορυφαίος θεσμός και πρέπει να τον σεβόμαστε. Και εγώ το σέβομαι. Δεν μπορώ, όμως να μην εκφράσω τις απορίες μου με τον προσήκοντα σεβασμό.

  1. Πριν από περίπου τρία χρόνια και ενώ όλοι οι υπόλοιποι Έλληνες μισθωτοί (όσοι είχαν δουλειά) και συνταξιούχοι έβλεπαν  οι μισθοί και οι συντάξεις τους να μειώνονται, το ΣτΕ απεφάνθη  ότι οι δικαστές  κακώς υπέστησαν μειώσεις μισθών και συντάξεων, διότι αυτό είναι αντισυνταγματικό. Έτσι η τότε κυβέρνηση  με τροπολογία  που κατέθεσε στη Βουλή διόρθωσε το λάθος. Η δαπάνη που προκαλείται κάθε χρόνο από αυτήν την διόρθωση, σύμφωνα με το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους ανέρχεται σε  560.000 ευρώ, με επιπλέον την εφάπαξ δαπάνη 99.760.000 από την αναδρομική καταβολή μισθών, παροχών και συντάξεων.

2. Η δεύτερη περίπτωση αφορά στην υποβολή του «Πόθεν Έσχες», που σύμφωνα με τον νόμο έχουν υποχρέωση να υποβάλλουν οι δικαστές, οι βουλευτές, οι δημόσιοι υπάλληλοι, όσοι κατέχουν δημόσιες θέσεις και αξιώματα και οι δημοσιογράφοι.
Οι δικαστές απάντησαν πως  προφανώς αποδέχονται να υποβάλλουν δηλώσεις «Πόθεν Έσχες», αλλά παράλληλα έχουν προσφύγει στο ΣτΕ ζητώντας να ελέγχονται οι δηλώσεις τους «από όργανο συγκροτούμενο τουλάχιστον κατά πλειοψηφία από δικαστικούς λειτουργούς, αλλά και να μην τις υποβάλλουν ηλεκτρονικά διότι αυτό προσβάλλει το ατομικό δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων λόγω του κινδύνου διαρροής και δημοσιοποίησης των προσωπικών στοιχείων».

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, έκανε δεκτή την προσφυγή τους. Και όταν η κυβέρνηση επανήλθε με νέα υπουργική απόφαση, ο Πρόεδρος του ΣτΕ εξέδωσε προσωρινή διαταγή στο σκεπτικό της οποίας αναφέρεται ότι  από τη δημοσίευση της νέας απόφασης δεν προκύπτει το όργανο που θα υποβάλλουν τις δηλώσεις τους οι δικαστικοί λειτουργοί, το οποίο σύμφωνα με την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου πρέπει να αποτελείται κατά πλειοψηφία από δικαστές των τριών ανώτατων δικαστηρίων της χώρας.

Δηλαδή με άλλα λόγια- όπως τουλάχιστον το καταλαβαίνω ως απλός πολίτης-, οι δικαστές ζητούν να είναι ταυτόχρονα και ελεγκτές και ελεγχόμενοι.

Σύμφωνα, λοιπόν με αυτή την λογική θα πρέπει τα «Πόθεν Έσχες» των υπολοίπων υπόχρεων κατηγοριών να ελέγχονται  από επιτροπές με ανάλογη σύνθεση. Πχ. Τα «Πόθεν Έσχες» των δημοσιογράφων θα πρέπει να ελέγχονται από επιτροπή που θα αποτελείται κατά πλειοψηφία από δημοσιογράφους κ.ο.κ

Υπάρχουν, όμως και κάποια άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα  το υπουργείο Δικαιοσύνης- για δικούς του λόγους- αλλά αξίζει να τα σημειώσουμε:

Το σύνολο υπόχρεων δικαστών σε δήλωση «πόθεν έσχες» είναι 4.189, ενώ από αυτούς υπέβαλαν δήλωση 352.
Το σύνολο των υπόχρεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι 220, με 57 εξ αυτών να έχουν υποβάλει δήλωση.
Το σύνολο των υπόχρεων του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους είναι 395 και από αυτούς δήλωση υπέβαλαν οι 37.
Επίσης συνολικά υποβλήθηκαν και 54 δηλώσεις με λανθασμένα στοιχεία.

Κάποιοι σχολιάζουν όλα τα παραπάνω ότι πρόκειται για συντεχνιακή λογική και όχι αυτήν που επιβάλει ο θεσμικός ρόλος των δικαστών.

Δεν θέλω να το πιστέψω. Διότι, όπως προανέφερα, σέβομαι τον θεσμό, που αποτελεί βασικό πυλώνα της Δημοκρατίας μας. Καταδεικνύει πάντως και την ποιότητά της.