Οταν οι ιστορικές περίοδοι μετριούνται με Ολυμπιακούς Αγώνες, η έννοια του χρόνου αλλάζει. Αιώνας φαίνεται να χωρίζει την έναρξη της φετινής διοργάνωσης από τη «δική μας», το 2004. Μιας διοργάνωσης τόσο χαρακτηριστικής της εποχής της, όσο χαρακτηριστικές θα αποδειχτούν, για τους ιστορικούς του μέλλοντος αλλά και για τα δικά μας υποψιασμένα μάτια, οι κενές τυμπανοκρουσίες και η οσμή του χρήματος με τις οποίες άνοιξαν οι λονδρέζικοι Αγώνες του 2012.
Δεν ντρέπομαι να πω ότι ανήκα σε εκείνους που είχαν υπεραμυνθεί της επιλογής της χώρας μας να διεκδικήσει και να διοργανώσει τους Ολυμπιακούς του 2004. Πίστευα ότι η προσπάθεια για την προετοιμασία των Αγώνων και τη φιλοξενία ολόκληρου του πλανητικού χωριού θα έδινε και μια συλλογική ώθηση, όχι μόνο υλική, σε μια Ελλάδα βουτηγμένη, ακόμα, στην «ανάπτυξη», αλλά με εμφανή ήδη τα σημάδια για το επίπλαστό της. Ξέρουμε πια με βεβαιότητα ότι όσοι πιστέψαμε κάτι τέτοιο λαθέψαμε. Η αναδρομική σοφία μάς δίδαξε ότι ξοδεύτηκαν απίστευτα, και όχι μόνο με τα σημερινά δεδομένα, χρήματα, ότι όλα, σχεδόν, θυσιάστηκαν στον βωμό της πρόσκαιρης εικόνας, η οποία μάλιστα λόγω συγκυρίας (της τρομολαγνείας της εποχής) αλλά και της φύσης τέτοιων διοργανώσεων (που φέρνουν για λίγο μια χώρα στο προσκήνιο και μετά την προσπερνούν) δεν ωφέλησε ιδιαίτερα την Ελλάδα. Κυρίως ξέρουμε ότι δεν δημιουργήθηκε, ή μάλλον δεν διατηρήθηκε ούτε για 15 μέρες μετά τους Αγώνες, συλλογικό αίσθημα δημιουργίας, εξυγίανσης και οικοδόμησης. Τους Αγώνες ακολούθησε σύντομα η αίσθηση ότι το μεγάλο πάρτι είχε αφήσει πολλούς πονοκεφάλους, είχε δημιουργήσει πολλές τρύπες και είχε κρύψει κάτω από το χαλί τα πραγματικά μας προβλήματα και την πραγματική μας εικόνα. Μας έμειναν μερικά σημαντικά έργα υποδομής και ακόμα περισσότερες δικαιολογίες επανάπαυσης. Ετσι, οι Ολυμπιακοί του 2004 σφράγισαν στο συλλογικό υποσυνείδητο το μεταίχμιο ανάμεσα στον αμέριμνο νεοπλουτισμό και τη συνειδητοποίηση ότι ο κόσμος άλλαζε προς το χειρότερο. Η ευφορία μετατράπηκε πολύ γρήγορα σε μετεωρισμό και μετά σε πίκρα.
Είχαμε τότε τουλάχιστον – και μιλώ πια για την ανθρωπότητα, όχι μόνο για την Ελλάδα – τη δικαιολογία ότι οι καιροί ήταν πιο ομαλοί, ότι το ξόδεμα χρημάτων, ενέργειας, αμεριμνησίας μπορεί και να μην ήταν ύβρις. Ηδη από το Πεκίνο, το 2008, τα πράγματα άλλαξαν. Μαζί με την αρχή της κρίσης είχαμε την προφανή χρήση των Ολυμπιακών Αγώνων για την αναγγελία της Κίνας ως της νέας μεγάλης, και όχι απόλυτα δημοκρατικής ή ειρηνικής, παγκόσμιας δύναμης. Φέτος, πέμπτη και πιο βαριά χρονιά της κρίσης, με κατακτήσεις δεκαετιών να απειλούνται, η γεύση είναι ακόμα πιο πικρή και αγγίζει τα όρια της τραγικής ειρωνείας. Σε περίοδο ευρωπαϊκού αδιεξόδου, τα φώτα τραβάει πάνω της η χώρα που περισσότερο επιθυμεί και τα περισσότερα έχει να κερδίσει από ένα τέτοιο αδιέξοδο. Τη στιγμή που ο κόσμος ανακαλύπτει πόσο διαλυτική υπήρξε, και συνεχίζει να είναι, η κυριαρχία της Οικονομίας επί της Πολιτικής και της Κοινωνίας, το πλαστικό πλανητικό χειροκρότημα στρέφεται στη χώρα που έχει φετιχοποιήσει το χρήμα, στην πιο αποτρόπαια μάλιστα μορφή του, τη νόμιμη κερδοσκοπία.
Στη χώρα αυτή κυβερνούν οι επίγονοι της γυναίκας που είχε πει ότι η κοινωνία δεν υπάρχει, το δε σύγχρονο πνεύμα της, όπως φάνηκε καθαρά μέσα από την τελετή έναρξης, απεικονίζεται στον θρίαμβο της ποπ μουσικής, και ιδεολογίας, επί ενός Σαίξπηρ που αίφνης μοιάζει γραφικός. Η χώρα αυτή δεν πάει καθόλου καλά αλλά επαίρεται ότι είναι η μόνη που διοργανώνει για τρίτη φορά Ολυμπιακούς Αγώνες, όταν όλοι γνωρίζουν πόσο «καθαροί» είναι σήμερα οι Ολυμπιακοί. Ολη μας η εποχή περνάει μέσα από αυτή τη στάση.
Κι ύστερα άρχισαν οι Αγώνες. Και στρωθήκαμε στην τηλεόραση.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος, πρόεδρος της Επιτροπής