Η Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2008, η ημέρα δηλαδή που χρεοκόπησε η Λήμαν Μπράδερς (Lehman Brothers) – χρεοκοπία με την οποία κορυφώθηκε η χρηματοδοτική κρίση που είχε αρχίσει ένα χρόνο νωρίτερα στις ΗΠΑ – με βρήκε σε μια κλειστή συνάντηση στο Λονδίνο. Και ένας από τους συμμετέχοντες ανέκραξε μάλλον χαρούμενος: “με τη χρεοκοπία αυτή τελείωσε ο καπιταλισμός, όπως τον γνωρίζουμε τουλάχιστον”. Δέκα χρόνια μετά ένα πράγμα είναι βέβαιο: “ο καπιταλισμός όπως τον γνωρίζαμε δεν τελείωσε!”. Η κρίση συμπαρέσυρε όλο τον αναπτυγμένο κόσμο, από τις ΗΠΑ πέρασε στην Ευρώπη. (Αλλά, αντίθετα απ’ ότι γράφεται απ’ ορισμένους, δεν πυροδότησε την ελληνική κρίση-χρεοκοπία. Η κρίση στην Ελλάδα υπήρξε made in Greece. Και χωρίς δηλαδή την παγκόσμια κρίση θα είχε εκδηλωθεί λόγω των εσωτερικών πολιτικών και οικονομικών συνθηκών. Η παγκόσμια κρίση βεβαίως την επιδείνωσε).
Η παγκόσμια κρίση υπήρξε επώδυνη αλλά δεν οδήγησε σε δραματικές υφεσιακές καταστάσεις όπως αυτές της δεκαετίας του 1930 στην περίοδο του depression. Κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες αντέδρασαν με μέτρα (νομισματικά και άλλα) και απέτρεψαν τις ατέλειωτες ουρές ανέργων και τη φτώχεια εκατομμυρίων. Στην Ευρώπη η παγκόσμια κρίση σε συνδυασμό με την ελληνική απείλησε την ύπαρξη της οικονομικής και νομισματικής ένωσης (ΟΝΕ), το ενιαίο νόμισμα, ευρώ, αλλά και την ίδια την επιβίωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όλα αυτά απετράπησαν από την παρέμβαση κυρίως της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), ιδίως μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Μ. Ντράγκι. Η πλέον σωτήρια φράση που ελέχθη ποτέ στην πρόσφατη ιστορία από χείλη κεντρικού τραπεζίτη είναι αυτή του Μ. Ντράγκι ότι θα κάνει “οτιδήποτε απαιτείται” (whatever it takes) για τη σωτηρία του ευρώ. Και πράγματι το έκανε.
Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση οφείλεται σε πλέγμα λόγων όπως στην ανεξέλεγκτη λειτουργία, χωρίς ουσιαστικά κανόνες (regulations), του παγκόσμιου – κυρίως αμερικανικού – τραπεζικού/πιστωτικού συστήματος, στις ανορθόδοξες τεχνικές που χρησιμοποιούσε για την παραγωγή χρηματοπιστωτικών προϊόντων αμφίβολης πραγματικής αξίας και τελικά στην ευκολία χορήγησης δανείων σε οποιονδήποτε έμπαινε σε μια τράπεζα, στη αποσύνδεσή του από την πραγματική οικονομία και στη δημιουργία μιας φούσκας που αργά ή γρήγορα θα έσκαγε όπως και έσκασε. Και ως ρίζα όλων αυτών θεωρήθηκε η απληστία των τραπεζιτών (με τους δυσθεώρητους μισθούς και τα γιγαντιαία bonus).
Έχει αλλάξει κάτι ουσιαστικά δέκα χρόνια μετά ως αποτέλεσμα της κρίσης στο χρηματοπιστωτικό τομέα; Η απάντηση του συνόλου σχεδόν των ειδικών είναι ότι ελάχιστα, σχεδόν τίποτα. Σε σημαντικό βαθμό ο τομέας finance εξακολουθεί να είναι κυρίαρχος και να λειτουργεί εν πολλοίς με αδιαφάνεια και με υποτυπώδη ρύθμιση και πιθανότατα εκκολάπτει νέα προβλήματα. Ο καπιταλισμός των τραπεζών δεν τελείωσε. (Η Ευρωπαϊκή Ένωση έλαβε βεβαίως μια περιορισμένη δέσμη μέτρων για την αποτροπή μιας νέας κρίσης αλλά και μηχανισμούς για την αντιμετώπισή της εάν ενδεχομένως συμβεί).
Ωστόσο οι πολιτικές παρενέργειες της παγκόσμιας κρίσης υπήρξαν καταλυτικές και μπορούν να συνοψισθούν σε τέσσερις τίτλους:
Πρώτον, άνοδος του λαϊκισμού (και εθνικισμού). Ο λαϊκισμός άρχισε να φουντώνει μετά την οικονομική κρίση και τις συνέπειές της. Μπορεί να μην υπήρξε μαζική ανεργία και φτώχεια, υπήρξε όμως λιτότητα, αύξηση των ανισοτήτων και κυρίως η πεποίθηση ότι οι πολιτικές elites ενδιαφέρονται περισσότερο για τις τράπεζες παρά για το μέσο πολίτη. Διασώζουν επομένως τις τράπεζες με δισεκατομμύρια αλλά αγνοούν τους πολίτες. Η πεποίθηση που εξέθρεψε ουσιαστικά το αντισυστημικό ρεύμα ενάντια στις κυριαρχούσες πολιτικές elites, κόμματα και θεσμούς και “νομιμοποίησε” τις φωνές που (δήθεν) εξέφραζαν τις απόψεις και συμφέροντα του απλού, αγνοημένου πολίτη. Σε συνδυασμό με κάποιους άλλους παράγοντες (όπως μετανάστευση κ.α.), ο λαϊκισμός βρήκε το πρόσφορο έδαφος τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ για να κατακτήσει πολιτικό έδαφος και να επιβάλει μια τοξική agenda κυρίως ενάντια στη φιλελεύθερη δημοκρατία, ανοιχτή κοινωνία και Ευρωπαϊκή ενοποίηση. Χωρίς την οικονομική κρίση το πιθανότερο είναι ότι δεν θα είχαμε σήμερα π.χ. τον Ντ. Τραμπ στο Λευκό Οίκο και το Brexit προ των πυλών.
Δεύτερον, συρρίκνωση της σοσιαλδημοκρατίας. Η άνοδος του λαϊκισμού συνοδεύτηκε με τη συρρίκνωση της σοσιαλδημοκρατίας κυρίως στον Ευρωπαϊκό χώρο. Η χρηματοπιστωτική κρίση θα μπορούσε, σύμφωνα με πολλούς αναλυτές, να αποτελέσει τη χρυσή ευκαιρία για τους σοσιαλδημοκράτες να επιδιώξουν ριζικές τομές στη διάρθρωση του τραπεζικού και κατ’ επέκταση καπιταλιστικού συστήματος. Να επιδιώξουν ένα new deal. Η ευκαιρία δεν αξιοποιήθηκε ίσως γιατί σε συνθήκες παγκοσμιοποιημένης οικονομίας από τη μια μεριά, αλλά ελάχιστα παγκοσμιοποιημένης πολιτικής από την άλλη, να μη μπορούσε και να αξιοποιηθεί. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα συνέπραξαν έστω απροθύμως στην προώθηση των πολιτικών λιτότητας και κατέβαλαν το οδυνηρό τίμημα της απώλειας σημαντικού μέρους ψηφοφόρων (που μετακινήθηκαν προς τους εθνολαϊκιστές, ενώ οι τελευταίοι οικειοποιήθηκαν και μέρος της σοσιαλδημοκρατικής agenda μιλώντας για δίκαιη κοινωνία και προστασία του μέσου πολίτη!).
Τρίτον, αποσάθρωση του φιλελεύθερου παγκόσμιου συστήματος και τάξης. Το σύστημα αυτό που διαμορφώθηκε μεταπολεμικά πάνω στις φιλελεύθερες πολιτικές αξίες, πολυμερείς θεσμούς (ΟΗΕ, ΔΝΤ, ΠΟΕ, κ.α.) και την ελευθερία του εμπορίου ως κύριους πυλώνες, άρχισε ουσιαστικά να κλυδωνίζεται μετά την εκδήλωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης καθώς για αρκετούς εμφανίστηκε ως πλήρες “απονομιμοποιημένο”. Η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης που αυτό το σύστημα εξέθρεψε μπήκε επίσης σε αντίστροφη πορεία. Έτσι, από τα ανοιχτά σύνορα φθάσαμε στην οικοδόμηση κάθε είδους τειχών, από την ελευθερία του εμπορίου στον προστατευτισμό και τους “εμπορικούς πολέμους”. Σήμερα το σύστημα αυτό αμφισβητείται ευρύτερα από ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, κ.α., με μόνη δύναμη να το υποστηρίζει σθεναρά την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους θεσμούς της.
Τέταρτον, άνοδος της Κίνας. Παρά την επιβίωση σχεδόν αλώβητου του τραπεζικού καπιταλισμού, ωστόσο η νομιμοποίησή του ως συστήματος οικονομικής οργάνωσης υπέστη καίριο πλήγμα, ιδιαίτερα στα μάτια των αναπτυσσόμενων χωρών. Αντίθετα, το σύστημα που κέρδισε σε αποδοχή/νομιμοποίηση υπήρξε αυτό της κεντρικά κατευθυνόμενης οικονομίας της αγοράς της Κίνας. Το “κινεζικό πρότυπο”, μείγμα οικονομίας της αγοράς και κεντρικού σχεδιασμού με τους υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, κρίνεται ως περισσότερο αποτελεσματικό παρά τις εγγενείς παθογένειές του (παραβίαση ατομικών δικαιωμάτων, κράτους δικαίου, κλπ.). Και η Κίνα διεκδικεί αυτή τη στιγμή παγκόσμιο πρωταγωνιστικό ρόλο (μέσω, μεταξύ άλλων, και της πρωτοβουλίας BRI – Belt and Road Initiative).
Θα πρέπει τέλος να σημειωθεί ότι η κρίση απονομιμοποίησε και την οικονομική επιστήμη. “Μα γιατί δεν το προέβλεψε κανένας;” ανέκραξε η βασίλισσα Ελισάβετ σε μια εκδήλωση στο LSE. Ορισμένοι την προέβλεψαν αλλά μάλλον κανένας την έκτασή της. Μπορεί να επαναληφθεί η κρίση; Από το 1974 έως το 2011 έχουν συμβεί 174 τραπεζικές κρίσεις. Μια νέα είναι συνεπώς βέβαιη. Και δυστυχώς δεν φαίνεται να έχουμε “μάθει καλά τα μαθήματα” του 2008 για να την αποφύγουμε ως παγκόσμια κρίση…