Σπανιότατα μια υψιπετής χώρα αναγκάζεται να προσγειωθεί μέσα σε μία νύχτα – αυτό ακριβώς συνέβη όμως πρόσφατα στη Γερμανία. Τόσο στο ποδόσφαιρο όσο και στην πολιτική η χώρα είχε φτάσει να ενσαρκώνει ένα ανάρμοστο μείγμα αλαζονείας και άρνησης. Θεωρούσε εαυτόν ως το μέτρο σε καθετί ευρωπαϊκό, τόσο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα όσο και στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Και στις δύο περιπτώσεις βαυκαλιζόταν.
Το ίδιο βράδυ που η Γερμανία συνετρίβη από τους Ιταλούς στα ημιτελικά, η Καγκελάριος Μέρκελ προσέκρουσε στα όρια της δύναμής της στη Σύνοδο των ηγετών της ευρωζώνης στις Βρυξέλλες. Η πολιτική διαδρομή που ακολούθησε η Γερμανία από τότε που ξεκίνησε η κρίση του ευρώ την είχε απομονώσει, ήταν αδύνατο να τα βγάλει πέρα με μια συμμαχία Ιταλίας, Ισπανίας και Γαλλίας. Η Ανγκελα Μέρκελ δεν είχε άλλη επιλογή από το να υποχωρήσει και να συμφωνήσει σε μεγαλεπήβολες αλλαγές στο νέο Δημοσιονομικό Σύμφωνο της ΕΕ, που θα διευκολύνουν την αναχρηματοδότηση όσων χωρών βρίσκονται στη δίνη της κρίσης – και των τραπεζών τους.
Η συμφωνία των Βρυξελλών δεν συνιστά σημαντική πρόοδο για την αντιμετώπιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης της ευρωζώνης, διότι ουδέποτε υπερέβη τη λογική της στενής διαχείρισης κρίσεων. Δεν προσφέρει στρατηγική υπέρβασης της κρίσης στον Νότο, ο κίνδυνος για την ευρωζώνη δηλαδή δεν έχει αποσοβηθεί.
Πολιτικά ωστόσο η συμφωνία ισοδυναμεί με μικρή επανάσταση, διότι άλλαξε την ισορροπία των δυνάμεων εντός της ευρωζώνης: η Γερμανία είναι ισχυρή, αλλά όχι αρκετά ισχυρή ώστε να μπορεί να απομονωθεί εντελώς από τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές της Ευρώπης. Είναι δηλαδή δυνατές αποφάσεις που αντιτάσσονται στη Γερμανία.
Οσο όμως και αν την πανηγύρισαν παντού, η ήττα της Γερμανίας εγείρει πολλούς λόγους ανησυχίας. Κατ’ αρχάς, δεν είναι όλα τα επιχειρήματα της Γερμανίας εσφαλμένα: η επείγουσα ανάγκη για μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική εξυγίανση και για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα των χωρών σε κρίση δεν πρόκειται να εξαφανιστεί. Σημασία έχει και ο περιορισμός των οικονομικών ανισοτήτων ή ο συντονισμός της ευρωπαϊκής πολιτικής που θα επιτρέψει την ανάπτυξη. Επιπλέον, η πολιτική παράνοια εντείνεται στη γερμανική Δεξιά: όλοι θέλουν τα χρήματα της Γερμανίας• πραγματικός στόχος των αγγλοσαξόνων εταίρων μας είναι να μας αποδυναμώσουν• και οι αγορές δεν θα ησυχάσουν ώσπου να επενδύσει η Γερμανία όλον τον πλούτο της, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την οικονομική επιτυχία της.
Δεδομένης της μεγάλης οικονομικής επιρροής της, μια ολοένα πιο ευρωσκεπτικιστική Γερμανία στην καρδιά της ΕΕ θα μπορούσε να απειλήσει σοβαρά τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Παρότι αυτό θα έθετε σε κίνδυνο και τα ίδια τα συμφέροντα της Γερμανίας, στην πράξη η πολιτική δράση δεν είναι πάντα ορθολογιστική, ιδιαίτερα σε καιρούς σοβαρής κρίσης.
Το αυτό τυχαίνει να ισχύει και στη Γαλλία, μόνο που οι Γάλλοι, αντίθετα με τους Γερμανούς, δυσκολεύονται να μεταβιβάσουν πολιτική εθνική κυριαρχία, ενώ εμάς τους Γερμανούς το μόνο που μας απασχολεί είναι το χρήμα. Και τα δύο αυτά διανοητικά / πολιτικά κωλύματα απειλούν το ευρωπαϊκό σχέδιο εξίσου.
Στην πραγματικότητα, αν το αποτέλεσμα της πρόσφατης συνόδου σημαίνει ότι η Γαλλία και η Γερμανία θα συνάπτουν εφεξής συμμαχίες εναντίον η μία της άλλης, κρυπτόμενες παράλληλα πίσω από λεκτικές εκφράσεις αλληλεγγύης, καλύτερα να ξεχάσουμε την Ευρώπη. Χωρίς έναν λειτουργικό γαλλογερμανικό άξονα το ευρωπαϊκό σχέδιο δεν μπορεί να επιτύχει.
Και οι δύο πλευρές πρέπει να αποφασίσουν αν θέλουν ή όχι την Ευρώπη – δηλαδή, πλήρη οικονομική και πολιτική ολοκλήρωση. Οικονομικά, πρέπει να επιλέξουν είτε συνδιαχείριση του χρέους είτε νομισματική επανεθνικοποίηση. Πολιτικά, η επιλογή είναι ανάμεσα στην εξουσιοδότηση μιας κοινής κυβέρνησης ή Κοινοβουλίου ή μια επιστροφή στην πλήρη εθνική κυριαρχία. Αυτό που γνωρίζουμε μετά βεβαιότητας είναι ότι, όπως δεν υπάρχει ολίγον έγκυος, έτσι και το υφιστάμενο υβρίδιο δεν είναι βιώσιμο.
Τον περασμένο Νοέμβριο ο Φόλκερ Κάουντερ, ο ηγέτης της πλειοψηφίας στην Μπούντεσταγκ, καυχήθηκε ότι «ξαφνικά η Ευρώπη μιλάει γερμανικά». Εκανε λάθος. Οπως ακριβώς η Ισπανία (και όχι η Γερμανία) παραμένει το απόλυτο σημείο αναφοράς στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, έτσι και η Ευρώπη μιλάει στην καλύτερη περίπτωση σπαστά αγγλικά. Από πλευράς διαφύλαξης του ευρωπαϊκού σχεδίου, τόσο το καλύτερο.
Ο Γιόσκα Φίσερ, υπουργός Εξωτερικών και αντικαγκελάριος της Γερμανίας από το 1998 έως το 2005, ήταν ηγέτης των γερμανών Πρασίνων για σχεδόν 20 χρόνια