Οταν, κάποτε, η κυβέρνηση Σημίτη έβγαλε προς πώληση ένα πακέτο 10% των μετοχών της Εθνικής Τράπεζας, ο αρμόδιος τομεάρχης της τότε αντιπολίτευσης, ο Γιώργος Αλογοσκούφης, είχε κατακεραυνώσει την κίνηση εισάγοντας από το βρετανικό στο ελληνικό πολιτικό λεξιλόγιο μια μνημειώδη φράση της αντιθατσερικής φιλολογίας: «Πουλάτε τα ασημικά της οικογένειας».
Η φράση καθιερώθηκε, την επανέλαβαν πολλοί και η μοίρα το έφερε να επιστραφεί εμπλουτισμένη στον μεταφραστή της (όταν εκείνος, ως υπουργός, επιχειρούσε να πουλήσει κανένα ασημικό). Την πώληση του ΟΤΕ στην Deutsche Telekom, για παράδειγμα, ο Γιώργος Παπανδρέου την είχε βαφτίσει «σύγχρονη ελληνική τραγωδία».
Είναι ένα σταθερό λάιτ μοτίφ της πολιτικής ζωής, δύο δεκαετίες τώρα: όποιος κυβερνά επικαλείται το εθνικό συμφέρον και εξαγγέλλει αποκρατικοποιήσεις. Οποιος αντιπολιτεύεται καταγγέλλει ξεπούλημα. Και όταν οι ρόλοι κυβέρνησης και αντιπολίτευσης εναλλάσσονται, οι μεν δανείζονται τη ρητορική των δε.
Από την άποψη αυτή, η σφοδρή σύγκρουση Σαμαρά – Τσίπρα την περασμένη Κυριακή στη Βουλή δεν είχε τίποτε το πρωτότυπο. Επιβεβαίωσε, άλλωστε, τους δύο ζωτικούς μύθους που τρέφουν την πολιτική μας ζωή δύο δεκαετίες τώρα.
Ο πρώτος μύθος θέλει την ελληνική ιδιωτική οικονομία ένα φτερωτό άλογο, έτοιμο να πετάξει στους ουρανούς της δημιουργικής επιχειρηματικότητας, μα την κρατά καθηλωμένη ένα υπερτροφικό κράτος που πρέπει να μικρύνει. Ο δεύτερος μύθος βλέπει τη χώρα αλυσοδεμένη στον Καύκασο να την τρώει, είκοσι χρόνια τώρα, ο γύπας του νεοφιλελευθερισμού – τον οποίο έχουν κατηγορηθεί ότι ασπάζονται όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις, από το 1991 και ύστερα.
Οι μύθοι είναι ανθεκτικοί. Και στον χρόνο. Και στη διάψευσή τους από την πραγματικότητα.
Το γεγονός, για παράδειγμα, πως η δημόσια δαπάνη, ως ποσοστό του ΑΕΠ, δεν αποκλίνει από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο θα έπρεπε να πείθει – σε έναν κόσμο που δεν αρέσκεται σε μύθους – ότι το πρόβλημα του ελληνικού κράτους δεν είναι πρόβλημα μεγέθους. Θα έπρεπε, δε, να βάζει σε υποψίες πως η ελληνική επιχειρηματικότητα δεν είναι δα το φτερωτό άλογο που οι υμνητές της φαντάζονται και το γεγονός ότι ακόμη και στα χρόνια των μεγάλων φορο-ελαφρύνσεων, 2004-2009, ο δείκτης ιδιωτικών επενδύσεων έμεινε στάσιμος ή ότι και στις χρονιές των υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης, ακόμη και το μυθικό 2004, των μεγάλων έργων και της Ολυμπιακής προετοιμασίας, οι νέες θέσεις εργασίας που η οικονομία δημιουργούσε δεν αντιστοιχούσαν ούτε στους μισούς από τους νέους που έρχονται κάθε χρόνο από την εκπαίδευση στην αγορά εργασίας.
Και, από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι ύστερα από 20 ολόκληρα χρόνια νεοφιλελευθερισμού το μέγεθος του Δημοσίου στην Ελλάδα παραμένει, λίγο ώς πολύ, αμετάβλητο ή το γεγονός ότι στα χρόνια της νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης Καραμανλή η δημόσια δαπάνη αυξήθηκε κατά 50%, αν δεν αποδοθεί σε θαύμα, θα έπρεπε να εκληφθεί ως διάψευση του μύθου περί νεοφιλελευθερισμού. Τον οποίο μύθο ακόμη χειρότερα διαψεύδουν τα, προσφάτως δημοσιευμένα, στοιχεία της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών για το συνολικό ελληνικό χρέος.
Ενώ, λοιπόν, σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες τα χρέη των νοικοκυριών και των μη τραπεζικών επιχειρήσεων είναι υπερδιπλάσια έως τριπλάσια του δημόσιου χρέους, στην Ελλάδα το δημόσιο χρέος είναι μεγαλύτερο, πολύ μεγαλύτερο, από τα χρέη νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Τα οποία, αθροιζόμενα, μόλις ξεπερνούν το 100% του ελληνικού ΑΕΠ έναντι 160% δημόσιου χρέους.
Τι εξηγεί αυτήν την ελληνική εξαίρεση; Γιατί στα χρόνια της παγκόσμιας φούσκας φτηνού χρήματος και πληθωρικού δανεισμού, σε όλον τον υπόλοιπο κόσμο η φούσκα εγκαταστάθηκε στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας και σ’ εμάς η φούσκα έγινε δημόσια;
Απλούστατα: το δικό μας κράτος δανειζόταν και μοίραζε τα δανεικά ως πρόσοδο – μισθούς, προσλήψεις, επιδόματα, κρατικά συμβόλαια, επιδοτήσεις και προμήθειες – στην πελατεία του. Πράγμα που σημαίνει πως ο ελληνικός καπιταλισμός δεν είναι ούτε κρατικιστικός ούτε νεοφιλελεύθερος, δεν πάσχει ούτε από μεγάλο κράτος ούτε από νεοφιλελεύθερη μανία. Είναι, απλώς, παρασιτικός. Αυτό είναι το βαθύ, δομικό χαρακτηριστικό του που πρέπει να αλλάξει. Και αυτήν την ανάγκη αλλαγής συγκαλύπτει (και εμποδίζει) η δίδυμη μυθολογία των ασημικών.