Η συζήτηση για την αναγκαία αναδιάρθρωση του παραγωγικού προτύπου έχει επαναφέρει το ερώτημα για το ρόλο που διαδραματίζει η παρουσία πολλών μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας αλλά και στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση. Με δεδομένο τον κυρίαρχο ρόλο τους στην οικονομία εύλογα εγείρεται το ερώτημα ποιες είναι οι προοπτικές τους σε ένα περιβάλλον πολυκρίσεων που όλα δείχνουν ότι θα συνιστά την νέα κανονικότητα.
Η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα είναι ένα από τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας. Η συντριπτική πλειοψηφία (99,9%) των ελληνικών επιχειρήσεων χαρακτηρίζονται ως μικρές και μεσαίες (κάτω από 250 εργαζόμενους), απασχολούν το 83,5% των εργαζομένων και παράγουν το 57% της προστιθέμενης αξίας της χώρας. Κατά την τελευταία δεκαετία των πολλαπλών κρίσεων και ιδιαίτερα μετά την κρίση πανδημίας και την ενεργειακή κρίση η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα έφτασε πολλές φορές σε οριακό σημείο. Τα τελευταία χρόνια κατάφερε να ανακάμψει. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2022, ο αριθμός των ΜμΕ αυξήθηκε κατά 3,6% ετησίως (731,8 χιλ. επιχειρήσεις), η απασχόληση κατά 5,1% ετησίως (2,2 εκατ. εργαζόμενοι) και η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία κατά 7,6% ετησίως (34,8 δισ.)
Παρά το γεγονός ότι σε αριθμό επιχειρήσεων και απασχολούμενων, οι ΜμΕ έχουν προσεγγίσει τα προ κρίσης τους επίπεδα, σε επίπεδο παραγωγής προστιθέμενης αξίας υπολείπονται ακόμα. Η υστέρηση της παραγωγικότητας τους, καθώς και της εξωστρέφειας τους δεν οφείλεται αποκλειστικά στα ενδογενή χαρακτηριστικά της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, αλλά και στο προβληματικό θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας και στην απουσία ουσιαστικής στήριξης από τις κυβερνητικές πολιτικές.
Οι πολιτικές της κυβέρνησης της ΝΔ δεν διευκολύνουν την ανάπτυξη της υγιούς μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. Δεν δημιουργήθηκαν οι κατάλληλοι μηχανισμοί που θα απεγκλωβίσουν τις ΜμΕ επιχειρήσεις από τα βάρη του παρελθόντος, όπως οι ληξιπρόθεσμες οφειλές που συσσωρεύτηκαν κατά την διάρκεια της υπερδεκαετούς κρίσης. Εξίσου καθοριστική είναι η απουσία αναγκαίων εργαλείων για την μεγέθυνση τους καθώς δεν υπήρχε η πολιτική βούληση να προχωρήσουν οι προοδευτικές μεταρρυθμίσεις που θα δημιουργούσαν ένα ευνοϊκότερο περιβάλλον. Για παράδειγμα μικρή πρόοδος επιτεύχθηκε στα προβλήματα που περιορίζουν τη μεγέθυνση των υγιών ΜμΕ, όπως η απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης, η πραγματική μείωση της γραφειοκρατίας και όχι η ψηφιοποίηση αυτής, η ολοκλήρωση του κτηματολογίου και των χρήσεων γης, η διασύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας, ώστε να υπάρχει επαρκώς καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό με βάση και τις ανάγκες των επιχειρήσεων. Τα φορολογικά κίνητρα που δόθηκαν για συγχωνεύσεις δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα.
Ένα από τα πιο κρίσιμα προβλήματα των ΜμΕ είναι η δυσκολία πρόσβασης στη χρηματοδότηση. Πάνω από το 80% των ΜμΕ επιχειρήσεων δεν έχει πρόσβαση στις συστημικές τράπεζες. Γεγονός που εμποδίζει την ανάπτυξη τους και την προσαρμογή τους στα νέα δεδομένα που διαμορφώνει η τεχνολογική επανάσταση και η τεχνητή νοημοσύνη. Η κυβέρνηση όταν της ασκείται κριτική ως προς το ζήτημα αυτό επικαλείται το Ταμείο Ανάκαμψης, στο οποίο, όμως, η συντριπτική πλειοψηφία των ΜμΕ δεν πληροί τις προϋποθέσεις ένταξης, καθώς ουσιαστικά συνιστά εργαλείο χρηματοδότησης των μεγάλων επιχειρήσεων. Ο αρμόδιος Υπουργός ανέφερε στο παρελθόν ότι δόθηκαν πάνω από 1,7 δις σε 116 επιχειρήσεις αλλά είναι προφανές ότι αυτές δεν είναι ΜμΕ. Επιχειρήσεις με λιγότερους από 3-4 εργαζόμενους – ουσιαστικά το 75% των ατομικών επιχειρήσεων - δεν έχουν πρόσβαση στα προγράμματα του ΕΣΠΑ. Μόλις το 6,5% των επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ έχει πρόσβαση στα προγράμματα.
Σε έναν επιχειρηματικό τομέα στερημένο από χρηματοδότηση για χρόνια, εξαιτίας και των προβλημάτων των τραπεζών με τα κόκκινα δάνεια, και σε ένα περιβάλλον αυξημένου κόστους χρηματοδότησης, λόγω της αυστηρής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, η κυβέρνηση με τις επιλογές της εγκλωβίζει τις ΜμΕ σε ένα φαύλο κύκλο εσωστρέφειας και χαμηλής παραγωγικότητας. Σε ένα περιβάλλον γεμάτο προκλήσεις, αβεβαιότητες και εντεινόμενου ανταγωνισμού, η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα χωρίς συγκροτημένες πολιτικές και στήριξη από τις κυβερνητικές πολιτικές δεν θα καταφέρει να προχωρήσει στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση.
Σε μια μικρή ανοικτή οικονομία, όπως η ελληνική, η βιώσιμη ανάπτυξη δεν θα κριθεί από τις επενδύσεις των λίγων και μεγάλων επιχειρήσεων, αλλά από την κρίσιμη μάζα των ΜμΕ. Αν αυτό δεν γίνει κατανοητό, η Ελληνική οικονομία θα χαρακτηρίζεται από την χαμηλή παραγωγικότητα και θα χάσει την δυνατότητα να γίνει πιο ανθεκτική και δυναμική και να δημιουργεί νέες ποιοτικές και καλά αμοιβόμενες θέσεις εργασίας. Θα μετεξελιχθεί σε μια οικονομία χαμηλών προσδοκιών και περιορισμένης αποτελεσματικότητας με ότι αυτό σημαίνει για την κοινωνική συνοχή και την πολιτική σταθερότητα.