Στο διάστημα που ακολούθησε τις ευρωεκλογές του Μαΐου, η κυβέρνηση δείχνει να έχει χάσει τον βηματισμό της. Οι εκλογικές επιδόσεις των κομμάτων της συμπολίτευσης και η συντήρηση της αδιέξοδης αντι-μνημονιακής ρητορικής από την αντιπολίτευση, επέτειναν τη διάχυτη αίσθηση πολιτικής αστάθειας και μίας ενδεχόμενης προσφυγής σε πρόωρες εκλογές. Σε ένα τέτοιο πολιτικό περιβάλλον ασταθούς ισορροπίας είναι υπαρκτός ο κίνδυνος της χαλάρωσης της δημοσιονομικής πολιτικής και της εγκατάλειψης ή ακόμη και της αντιστροφής του νήματος των μεταρρυθμίσεων που ολοκληρώθηκαν, αποτελούν το σενάριο μιας τραγικής εξέλιξης που θα ακυρώσει τις (υπέρμετρες αν και άνισες) θυσίες των ελλήνων πολιτών και θα ματαιώσει τις αναγκαίες αλλαγές θέτοντας την χώρα στο περιθώριο των συντελούμενων ευρωπαϊκών διεργασιών.
Ωστόσο, η πεσιμιστική προσέγγιση που θέλει την προώθηση μεταρρυθμιστικών πολιτικών να οδηγεί νομοτελειακά στην εκλογική ήττα (και εμμέσως υπαγορεύει την εγκατάλειψή της) δεν επιβεβαιώνεται από την πραγματικότητα. Έτσι, οι οικονομολόγοι Marco Buti, Alessandro Tuttini και Paul van den Noord, σε πρόσφατο κείμενό τους («Reform and re-elected: Evidence from the post-crisis period», www.voxeu.org, 4.7.2014) επισημαίνουν ότι κυβερνήσεις που εφαρμόζουν προγράμματα μεταρρυθμίσεων έχουν αυξημένης πιθανότητες επανεκλογής τους τόσο στην περίοδο πριν όσο και μετά την οικονομική κρίση του 2008, με την προϋπόθεση της τήρησης δύο αναγκαίων συνθηκών- της διάχυσης των ωφελημάτων των εφαρμοσμένων μεταρρυθμίσεων σε ευρείες πληθυσμιακές ομάδες και της λειτουργίας ενός αποτελεσματικού διχτυού ασφαλείας απέναντι στις δυσχέρειες της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Πραγματικά, το μέτρο της επιτυχούς υποδοχής των μεταρρυθμίσεων από το κοινωνικό σώμα δεν είναι άλλο από τη συνειδητοποίηση και την πρακτική βελτίωση του επιπέδου ευημερίας των πολιτών. Σε αυτό το πλαίσιο έχουν σημασία οι παρακάτω παρατηρήσεις:
Πρώτον, οι σύνθετες μεταρρυθμίσεις «δεύτερης γενιάς» (πχ. μεταρρύθμιση δημόσιας διοίκησης) προϋποθέτουν αποτελεσματικό κανονιστικό πλαίσιο προκειμένου να μην οδηγήσουν σε ανεπιθύμητες συνέπειες. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των ιδιωτικοποιήσεων που χωρίς το κατάλληλο ρυθμιστικό πλαίσιο αντί να συμβάλουν στη δημιουργία νέων αγορών προϊόντων και υπηρεσιών, τελικά οδηγούν απλά στην αντικατάσταση των κρατικών μονοπωλίων από ιδιωτικά (κάτι που συνέβη σε χώρες της Λατινικής Αμερικής τη δεκαετία του ’80). Η Ελλάδα αφού απέφυγε να μεταβληθεί σε χρεοκοπημένη «Αργεντινή της Ευρώπης», πρέπει τώρα να αποτρέψει μια ενδεχόμενη μετατροπή της σε «Μεξικό της Μεσογείου» όπου ο πλούτος θα συγκεντρώνεται σε μία νέα ολιγομελή επιχειρηματική τάξη, όχι κατ’ ανάγκη προς όφελος του κοινωνικού συνόλου.
Δεύτερον, ακόμη και σε συνθήκες δημοσιονομικής ασφυξίας όπως οι τωρινές υπάρχουν πάντοτε σημαντικά περιθώρια αναδιάταξης των δημοσίων δαπανών. Έτσι π.χ., όταν οι ισπανοί Σοσιαλιστές του Φελίπε Γκονζάλες ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της χώρας και αντιλήφθηκαν την αδυναμία αύξησης του επιπέδου των μισθών, προχώρησαν στην ενίσχυση του «διχτυού ασφαλείας» και την αναβάθμιση των συστημάτων εκπαίδευσης και υγειονομικής περίθαλψης. Στο επίκεντρο μίας γνήσιας μεταρρυθμιστικής ατζέντας στη χώρα μας πρέπει να βρεθούν οι πολιτικές της «προοδευτικής εγκράτειας» που διακρίνει ανάμεσα σε παραγωγικές και μη παραγωγικές δαπάνες, αλλά και κατευθύνει τους περιορισμένους κοινωνικούς πόρους προς τις πλέον ευπαθείς κοινωνικές ομάδες.
Τρίτον, οι «αιρεσιμότητες» των προγραμμάτων προσαρμογής οφείλουν να είναι ρεαλιστικές. Ένα υπερβολικά φιλόδοξο πρόγραμμα που αποτυγχάνει να ανταποκριθεί στις υπέρμετρες προσδοκίες που καλλιεργεί είναι πολιτικά χειρότερο από την καθόλου ύπαρξη προγράμματος. Και βέβαια πρέπει να συνοδεύονται από εξωτερική στήριξη, ικανή να εξομαλύνει την απότομη μετάβαση στις νέες συνθήκες. Τα παραδείγματα αφθονούν. Για παράδειγμα, ο Τουργκούτ Οζάλ κατόρθωσε να προωθήσει ένα φιλόδοξο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων στη δεκαετία του ’80 ενώ η Τουρκία είχε για μεγάλο χρονικό διάστημα πρακτικά απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις αποπληρωμής του εξωτερικού χρέους της. Η Ελλάδα δέχτηκε μία πολύ σημαντική οικονομική βοήθεια που κατέστησε εφικτή την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους αποτρέποντας μία βέβαιη χρεοκοπία.
Ωστόσο, για την επαρκή στήριξη ενός μεταρρυθμιστικού προγράμματος θα χρειαστεί (ακόμη) μία γενναία ελάφρυνση του χρέους καθώς και η χρηματοδότηση ενός στοχευμένου προγράμματος δημοσίων επενδύσεων.
Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι, η ολοκλήρωση ενός προγράμματος μεταρρυθμίσεων απαιτεί την εφαρμογή ενός λεπτομερώς επεξεργασμένου σχεδίου, την οικοδόμηση κοινωνικής συναίνεσης μέσα από τη δίκαιη και συμφωνημένη κατανομή των βαρών της προσαρμογής, καθώς και την ουσιαστική συνδρομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη στήριξη του προγράμματος. Σε διαφορετική περίπτωση, το νήμα των μεταρρυθμίσεων θα αντιστραφεί και το κουβάρι της ελληνικής κακοδαιμονίας θα ξαναμαζευτεί πριν προλάβουμε να το συνειδητοποιήσουμε. Το «παράθυρο ευκαιρίας» που άνοιξε πρόσκαιρα η κρίση δεν πρέπει να μείνει αναξιοποίητο.