Οι μεταρρυθμίσεις και τα Ιερά Τοτέμ της κυβέρνησης

Γιώργος Καμίνης 18 Ιουλ 2015

Η συμφωνία μεταξύ κυβέρνησης και εταίρων βεβαίως και δεν είναι μια καλή συμφωνία. Είναι όμως η τελευταία επιλογή πριν από την καταστροφή που, μέσα στο σκληρότατο πλαίσιο των μέτρων που προβλέπει, περιέχει όμως παράλληλα και δυνατότητες προς μια θετική κατεύθυνση και αξιοποίηση.

Μία από αυτές είναι η επιτακτική ανάγκη των μεταρρυθμίσεων. Ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του θα πρέπει να τηρήσουν τη δέσμευσή τους για την προώθηση μεταρρυθμίσεων, ανατρέποντας τη μέχρι τώρα ισχύουσα πολιτική πρακτική των προηγούμενων κυβερνήσεων οι οποίες, αντί των επιβεβλημένων μεταρρυθμιστικών αλλαγών, επέλεγαν να επιβάλλουν τα λεγόμενα “ισοδύναμα μέτρα”, δηλαδή φόρους και περικοπές σε μισθούς και συντάξεις. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που ο όρος «μεταρρύθμιση» κατασυκοφαντήθηκε, συνδεόμενος μόνο με ύπουλα σχέδια περιστολών σε πόρους και δικαιώματα.

Οι μεταρρυθμίσεις δεν μπορεί παρά να αφορούν πολλά και διαφορετικά πεδία και δομές του κράτους, της οικονομίας και της κοινωνίας, την κεντρική κυβέρνηση και βεβαίως την τοπική αυτοδιοίκηση. Ειδικότερα, η τελευταία είναι έτοιμη να υποδεχθεί ένα ριζικό, ένα γενναίο μεταρρυθμιστικό σχέδιο που θα ενδυναμώσει τον ρόλο και τις αρμοδιότητές της. Η επιτακτική αναγκαιότητα του μεταρρυθμιστικού αυτού σχεδίου μετρήθηκε και κρίθηκε στα πέντε χρόνια της κρίσης. Σε όλη την περίοδο που οι δήμοι διασφάλισαν την κοινωνική συνοχή και μια δύσκολη καθημερινότητα στις πόλεις, αναπληρώνοντας στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής – και όχι μόνον- το κεντρικό Κράτος. Το οποίο, σήμερα πια, ούτε σχεδιάζει ούτε εκτελεί κι όμως επιμένει ζηλότυπα να παρακρατά και τις δύο αρμοδιότητες, ενώ θα έπρεπε προ πολλού να έχει περιοριστεί στην πρώτη, αφήνοντας τη δεύτερη στην τοπική αυτοδιοίκηση.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το προσφυγικό ζήτημα, που βρίσκει τη χώρα παντελώς απροετοίμαστη. Στην Αθήνα υπολογίζεται ότι μόνο μέσα στον Ιούνιο έφτασαν 30.000 πρόσφυγες, στην πλειονότητά τους Σύροι και Αφγανοί, βρίσκοντας πρόχειρο κατάλυμα σε πλατείες και πάρκα. Οι κοινωνικές υπηρεσίες του δήμου βρίσκονται δίπλα τους από την πρώτη στιγμή. Αλλά είμαστε μόνοι. Ουδέποτε σχεδιάστηκαν πραγματικές υποδομές από το κεντρικό κράτος, ενώ σημαντικά κονδύλια λιμνάζουν στην Ευρώπη. Και η παρούσα κυβέρνηση, στην πρότασή μας να αξιοποιηθούν παροπλισμένες, εγκαταλελειμμένες ή υπολειτουργούσες στρατιωτικές εγκαταστάσεις, κωφεύει, αντιμετωπίζοντας τις ένοπλες δυνάμεις σαν ένα ιερό τοτέμ, τη στιγμή που η πρωτεύουσα εμφανίζει άθλια εικόνα.

Ήρθε συνεπώς η ώρα να προχωρήσουμε παραπέρα.

Να δοθούν στην Τοπική Αυτοδιοίκηση τα απαιτούμενα θεσμικά μέσα που θα διευρύνουν τις αρμοδιότητες αλλά και τον ρόλο της.

Να δοθεί πρώτα από όλα η δυνατότητα στους δήμους να αντλούν οι ίδιοι τους πόρους τους μέσα από την φορολόγηση των ακινήτων, ώστε οι αιρετοί δημοτικοί άρχοντες να λογοδοτούν απευθείας στους δημότες τους.

Μέσα από τα δύο αυτά προαπαιτούμενα, οικονομική αυτοδυναμία και θεσμική απελευθέρωση, θα ενηλικιωθούν διπλά οι δήμοι, απογαλακτιζόμενοι από την κεντρική πολιτική εξουσία. ‘Έτσι θα μπορέσουν και να συνεργαστούν καλύτερα μεταξύ τους και με τις αιρετές Περιφέρειες στο πλαίσιο συμφωνιών μητροπολιτικής διακυβέρνησης, αλλά και με την κοινωνία των πολιτών και τον ιδιωτικό τομέα.

Ένα ριζικό, μεταρρυθμιστικό σχέδιο θα εναρμονίσει και εμπράκτως τους δήμους της χώρας με τη γενικότερη τάση που επικρατεί στην Ευρώπη αλλά και διεθνώς για τον πρωταγωνιστικό ρόλο των πόλεων που, από απλοί αποδέκτες, μεταβάλλονται σταδιακά σε διαμορφωτές της κεντρικής πολιτικής ατζέντας.