Έχει υποστηριχτεί σωστά ότι στην Ελλάδα λανθάνει η λογοκρισία. Υπάρχουν στη χώρα, όπως σε άλλες κοινωνίες που ενίσχυσαν κατά πολύ την κρατική εξουσία πάνω στους πολίτες τους τελευταίους αιώνες, ισχυρά υπόλοιπα ενός κεντρικού έλεγχου την έκφρασης τα οποία ενεργοποιούνται στις περιόδους της μεγάλης ανασφάλειας. Υπάρχουν ιδεολογικά φαντάσματα που επιστρέφουν και δεν μπορούν παρά να φοβερίζουν με την απειλή της σίγασης του λόγου του άλλου μα και νέοι εξουσιαστές που στην ακαδημία και τον δημόσιο διάλογο προγράφουν λέξεις και αστυνομεύουν τη γλώσσα. Ταυτόχρονα η κρατική πρόνοια για την τιμωρία του λόγου του μίσους δεν εμφανίζεται ποτέ, τότε η γλώσσα γίνεται υποτίθεται να είναι συμβολική και όχι επιτελεστική, «κάτι τρέχει στα γύφτικα».
Τέσσερις οικογένειες λογοκρισίας μπορώ σήμερα να διακρίνω, σε πλήρη ανάπτυξη σε μια κοινωνία που συντηρητικοποιείται ραγδαία, χωρίς ουσιαστική όμως εκπροσώπηση κάποιου στιβαρού ρεύματος συντηρητισμού, παρά την έκρηξη δήθεν αριστερών ιδεών και από πιο δήθεν ριζοσπαστικών κινημάτων.
Η πρώτη οικογένεια θα μπορούσε να αποκληθεί και «πατερναλιστική απόκρυψη». Αποφασίζω εγω να σου κρύψω, ως μεγαλύτερός σου, ως δεδομένο οθόριτι, αυτό που δεν πρέπει να δεις. Στην επιτελεστική φάση της αποδιάρθρωσης του δημοσίου χώρου αυτό έχει καθαρά τη διάσταση του γλωσσικού ενεργήματος (γλωσσικό δια την αποφυγής και του μη-λεχθέντος).Εδώ αυτό που μετράει πλέον δεν είναι να μην δεις ή να μην ακούσεις για να μην μάθεις κάτι, πόσο αστείο ακούγεται όσο δεν μας περιορίζουν το ίντερνετ (μην το γελάμε το σενάριο αυτό, στην πλήρη χρεοκοπία και την επιβολή αυταρχικού καθεστώτος – αυτό που προσωρινά μόνο γλιτώσαμε πριν μερικές εβδομάδες- κάτι τέτοιο θα είχε νόημα), αλλά η δήλωση της λογοκρισίας. Υπάρχουν πράγματα που δεν αναγνωρίζουμε και δεν απεικονίζουμε και δεν ακούμε, παρότι αυτά υπάρχουν. Και μια εξουσία φροντίζει να είναι αρεστή σε μια νορμα που η ίδια εκτιμά ως ισχυρή, στο μέτρο που συμβολικά την τηρεί. Το μακροσκοπικό παράδειγμα είναι η σχολική ύλη ιστορίας που ουσιαστικά σταματά στο 1940. Όλα τα άλλα, τα «μετά», αυτά που δεν μπορούν να μυθολογηθούν εθνικά απλά δεν διδάσκονται στις ευαισθητες παιδικές αθωότητες. Το πιο θλιβερό παράδειγμα πρόσφατης τέτοιας λογοκρισίας είναι η απόκρυψη του «Μακεδονία» για την ομάδα της ΠΓΔΜακεδονίας vs GR στο χτεσινό μπάσκετ. Πρόκεται για την ανακαίνιση μιας συντηρητικής αναζήτησης σεξουαλικής αγνότητας, μιας συμμόρφωσης με κάποια παλιά χρηστοήθεια της δημόσιας ζωής. Ξύλο στο σπίτι, αγκαζέ με την γυναίκα στην πλατεία της γειτονιάς και βόλτα για άσπρη πάστα αμυγδάλου στο ζαχαροπλαστείο. Ας το κατατάξουμε αυτά στην κατηγορία ενός βαθέως ελληνικού δεξιού αντιδραστισμού. (σε αυτή την οικογένεια ανήκει και η ενεργώς λογοκρισία στην τέχνη, είχαμε προσφατα παραδείγματα υποχώρησης ιδιωτικού κοινοφελούς ιδρύματος μπροστά στον κοινωνικό σκανδαλισμό για ένα δημοσιο εικαστικό πρότζεκτ και τόσο άλλα, με κορυφή την υπόθεση παστίτσιου)
Η δεύτερη οικογένεια λογοκρισίας έχει τα παγκοσμιοποιημένα στοιχεία μιας «αστυνόμευσης της γλώσσας». θα ήταν άδικο και απλουστευτικό να θεωρήσουμε ότι το κίνημα του πολιτικαλι κορέκτ είναι στην ολότητά του ένα σχέδιο λογοκρισίας μα όταν εκπίπτει του αναστοχαστικού του ρόλου καταταντάει σύνοψη εξουσιαστικών επιδιώξεων συγκεκριμένων ελίτ που κατά κανόνα ενδύονται τον μανδύα του υπερασπιστής μειονοτικών ομάδων κλπ. Στην γλωσσική εξουσία των στερεοτύπων κάποιου παλαιού φαινότυπου εξουσίας αντιπαρατίθεται μια διάσπαση μέσω ρυθμίσεων και επιμέρους επιταγών υιοθετήσης μιας «ακριβούς ονομασίας». Ο εξουσιαστικός αγώνας μέσα στη γλώσσα δεν θα σταματήσει ποτέ και ορθώς μα τμήμα του είναι και η κατάτμηση και αποστείρωση, η οργάνωση μιας μεταυλιστικής δικαιωματοκρατίας που φτιάχνει ιεραρχίες και νέα κοινωνικά περιθώρια. Σίγουρα αντιστοιχεί σε μια εκδοχή του νεοφιλελεύθερου εγωτισμού και ένα παράδοξο οι απολογητές της απορύθμισης να συναρμόζουν το πλήρες λεσέ φερ λεσε πασε με το «θα σου πω εγω πως θα μιλάς». Τα ελληνικά παραδείγματα πολλά και δυσκολα. Διότι αν η προσφυγική ιδιότητα οφείλει να αποτυπωθεί και να διακριθεί της μεταναστευτικής ταυτότητας από τη μια, αυτό καθιστά τους πολιτικούς πρόσφυγες φορείς περισσοτέρων δικαιωμάτων σε σχέση με εκείνα που δικαιούνται οι «κοινοί» οικονομικοί μετανάστες. θα μπορούσε κανείς να αναζητήσει και πολλά άλλα παιχνίδια που έπαξιε ο ελληνικός «αστυνομικός» ευφημισμός στον εαυτό του: όταν προοδευτικοί έλληνες απαγόρευαν στον εαυτό τους και στους άλλους να αποκαλούν τους μαυρους «μαύρους» αναπτυσσόταν, την ίδια στιγγμή, όλόκληρη η ταυτοτική και αισθητική κίνηση των blacks στις ΗΠΑ και αλλού. Η ακόμα, η προσπάθεια η αναπηρία να μετωμαστεί σε ειδική ανάγκη ή και σε ειδική ικανότητα προσέκρουσε αρκετές φορές στις διεκδικήσεις των ίδιων των φορέων που εκπροσωπούσαν ανθρώπους με αναπηρία. Εν γένει όμως οι περιορισμοί αυτού του νέου καθωσπρεπισμού τείνουν να συναρμοστούν με ποικίλες άλλες μορφές απαγορευσεων και λογοκρισίας.
Τρίτη οικογένεια ο κομφορμιστικός δημόσιος λόγος. Εκείνος που παραδειγματικά εκφράζεται στη Βουλή των εφήβων και την έκθεση ιδεών. Δεν χρειάζεται μεγάλη ανάλυση αυτή τη στιγμή (ελπίζω σύντομα να ξεκινήσει μια πρωτότυπη επιστημονική έρευνα για τον θεσμό της ΒτΕφ). Αρκεί να σκεφτεί κανείς τι δεν λέγεται στην βουλή των εφήβων, τι εκ των προτέρων απαγορευεται. Σχεδόν όλη η ζωή των εφήβων! Μα και στον καθημερινό τηλεοτπικό λόγο των πολιτικών και των δημοσιογράφων, πόσες λέξεις δεν μπρούν να ειπωθούν. Προδότης και γερμανοτσολιάς ναι, μαλάκας όχι. Μια λέξη που λειτουργεί ως άλλη ανάσα, παυση, σημείο στίξης, κοινή σε όλους, αποκλείεται. Για ποια γλώσσα και ποια φορτία μιλάμε πλέον όταν ζουμε αυτόν τον δυισμό; Πολιτικά και ιδεολογικά η λογοκρισία του κομφορμισμού μάλλον είναι διαπεραστική όλων των πολιτών παραδόσεων, μια δικηγορίστικη στομφώδης ψευδορητορική που οργανώνει τον δημοσιο λόγο στον συνολό του και που αποτελεί το μείζον πολιτισμικό υπόστρωμα κάθε ανελευθερίας.
Τέλος η οικογένεια της απαγόρευσης του λόγου του αντιπάλου αποτελεί μια ισχυρά ανανεωμένη παράδοση. Η μάλλον μια μεγάλη ρωγμή στον δημοκρατικό κοινό τόπο της μεταπολίτευσης που μας ήθελε όλους να δικαιούμαστε να μιλάμε. Είναι φαίνομενο ουσιαστικά καινούργιο που σχετίζεται με την ανάδυση αντιδημοκρατικών συμπεριφορών και πολιτικών σχηματισμών τα τελευταία χρόνια. Προκύπτει σε όλους τους χώρους που οργανώνουν την πολιτικής του ταυτότητα πάνω στα χνάρια παλαιών ολοκληρωτικών καθεστώτων, μη πλουραλιστικών, με συνεχή πολιτικοποίηση της ζωής και μετατροπής του αντιπάλου σε μόνιμο εχθρό. Υπάρχει στην Αριστερά και στην Δεξιά, άκρα και άκρα. Τελευταίο δείγμα το τσιρότο στο στόμα των Μειμαράκη, Γεωργιάδη και Βουλτεψη με την υπογραφή μιας εφημερίδα «Το χωνί» που επικαλείται τον χάρτινο τηλεβόα της λαϊκής κινητοποίησης τα μαυρα χρόνια του ’40 και ω του θαυματος βρίσκεται πάντα μαζί με μια αφίσσα ένας πολιτικού αρχηγού και πρώην πρωθυπουργού που μας καλεί να πάμε κάπου να τον ακούσουμε να μιλάει! Γνωρίζω ότι δυο αρνήσεις μαζί οδηγούν σε μια κατάφαση. Που να οδηγεί άραγε η διπλή αυτή ειρωνία; Φοβάμαι ότι οδηγούν στο τελεσίδικα αβίωτο.