Συνηθίζουμε την αντιπαράθεση για επί μέρους ζητήματα, αδιαφορώντας συνήθως για την βάση των πολιτικών και τις δομές γύρω από τις οποίες θα πρέπει να επενδύουν οι διαφορετικές ιδεολογικές και πολιτικές κατευθύνσεις.
Αν θελήσουμε να αποτυπώσουμε με μια φράση όλη την προσπάθεια και την κεντρική ιδέα των μεταρρυθμίσεων που επιχειρήθηκαν τα τελευταία 30 χρόνια στην Ανώτατη Εκπαίδευση (Α.Ε.) και την Έρευνα θα τα συνοψίζαμε σε μια φράση: «Ανοιχτές διαδικασίες στη στελέχωση-Ανοιχτές δομές προς την κοινωνία». Άνοιγμα δηλαδή των εσωστρεφών, «κλειστών» διαδικασιών που συχνά επάγονται από την αναγκαιότητα του αυτοδιοίκητου και του αυτό-αναπαραγόμενων οργανισμών.
Όλες οι μεταρρυθμίσεις σε αυτό στόχευαν: Κατάργηση της έδρας, εκλεκτορικά με εξωτερικούς κριτές, αξιολόγηση, διεύρυνση του συστήματος ώστε να συμπεριληφθούν όλοι οι παράγοντες της εκπαιδευτικής και ερευνητικής διαδικασίας
Ο βασικός πυλώνας σε αυτή την διαδικασία είναι οι ανοιχτές προκηρύξεις όπου μπορεί να συμμετάσχει όποιος έχει τα ελάχιστα τυπικά προσόντα.
Στον νόμο 4009 πολλά καταλογίζουν όλες οι πλευρές. Για την ακρίβεια κανείς δεν συμφωνεί μαζί του (ούτε οι εμφανιζόμενοι ως οι πιο διαπρύσιοι υποστηριχτές του). Όμως, δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει ότι υπηρετούσε αυτή την μεταρρυθμιστική κατεύθυνση με δύο καίριες καινοτομίες που δεν είχαν επιχειρηθεί μέχρι τότε. Άνοιγμα ΚΑΙ της διοίκησης των ΑΕΙ με ανοιχτές προκηρύξεις και την εισαγωγή της θεσμοθέτησης και υλοποίησης του «Ενιαίου χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας», διεύρυνση του χώρου με σύνδεση των δύο βασικών πυλώνων του.
Ο Ενιαίος χώρος αν και έτυχε σπάνιας διακομματικής υποδοχής και οικοδομήθηκε από το 2012 με σπάνια διακομματική συναίνεση και συνεργασία, που ανακόπηκε μετά το 2019 (βλ 1). Η πολιτική αυτή, επιχειρούσε να αντιμετωπίσει ένα από τα κυριότερα προβλήματα του δημόσιου ερευνητικού χώρου στην Ελλάδα, την πολυδιάσπαση, τον κατακερματισμό την πολυαρχία και την κατάρα της «συναρμοδιότητας» στην λήψη αποφάσεων. Επιχείρησε να δημιουργήσει έναν ενιαίο ισχυρό κορμό με τους δύο βασικούς πυλώνες της έρευνας (ΑΕΙ και Ερευνητικά Κέντρα), με στόχο να ενισχύσει τις συνέργειες και άσκηση ερευνητικής πολιτικής. Βασική καινοτομία ήταν η υπαγωγή της έρευνας στο υπουργείο Παιδείας και η σχεδιαζόμενη διεύρυνσή με ένταξη όλων των διεσπαρμένων σε διάφορα υπουργεία Ερευνητικών φορέων, υπό ενιαία διοικητική εποπτεία, σχεδιασμό και θεσμικό πλαίσιο. Διεύρυνση του χώρου της Α.Ε. με ένταξη του πυλώνα της Έρευνας σε αυτόν, με κατάργηση των στεγανών μεταξύ ΑΕΙ και Ερευνητικών Κέντρων, θεσμοθέτηση της ώσμωσης και συνεργασίας μεταξύ δύο αυτών συγκοινωνούντων πυλώνων παραγωγής και μετάδοσης της γνώσης.
Η πολιτική αυτή ανατρέπεται σταθερά. Κατ’ αρχήν με την δημιουργία απειράριθμων (εικονικών) ερευνητικών κέντρων στα ΑΕΙ (με τις αλλαγές στο ν.4485/2017). Από το 2019 υπάρχει μια σταθερή πορεία (επανα)διαχωρισμού των χώρων Α.Ε. και έρευνας: Με την μεταφορά της ΓΓΕΚ από το Υπουργείο Παιδείας στο Υπουργείο Ανάπτυξης (2019), την απόσπαση τμημάτων του ερευνητικού ιστού προς άλλες υπηρεσίες και υπουργεία, που ολοκληρώνεται σήμερα με τον νέο νόμο της Κεραμέως που προσπαθεί να ξεπεράσει τις προχειρότητες και ελλείψεις του προηγούμενου νόμου Γαβρόγλου (sic), προσπαθώντας να ορθολογικοποιήσει την δομή των Ερευνητικών Κέντρων στα ΑΕΙ που είχε ιδρύσει. Στον νόμο δημιουργείται ένα ξεχωριστό παράλληλο ερευνητικό σύστημα, το οποίο είναι και τρικέφαλο (τριών διαφορετικών τύπων δομές στο ίδιο ίδρυμα).
Εντείνεται έτσι η πολυδιάσπαση με την δημιουργία ενός ακόμη θεσμικού πλαισίου για την έρευνα μέσα στα ΑΕΙ. Παράλληλο ανεξάρτητο και διαφορετικό από τον ισχύοντα νόμο για την έρευνα. Να τα εκατοστίσουμε! Μάλλον, όσο πιο πολλά διαφορετικά θεσμικά πλαίσια έχουμε, τόσο περισσότερη και καλύτερη έρευνα θα κάνουμε.
Το παρακάτω -μην ανησυχήσουν οι υποστηριχτές της- δεν είναι ανακοίνωση της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών (ΕΕΕ) για τον νόμο Κεραμέως. Είναι η ανακοίνωση της ΕΕΕ για τον νόμο Γαβρόγλου. Ταιριάζει γάντι όμως και εδώ:
«Οι προτεινόμενες νομοθετικές ρυθμίσεις ίδρυσης των νέων ΕΚ αντίκεινται και στο νομικό πλαίσιο για την έρευνα (Ν.4386/2016), αλλά και, ειδικότερα, στις προβλεπόμενες ειδικές διατάξεις για την ίδρυση νέων ΕΚ, συμπεριλαμβανόμενης και της έγκρισης από το Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΣΕΚ). Επίσης δημιουργείται ένα ακόμη νέο θεσμικό καθεστώς, σύμφωνα με το οποίο τα νέα Ε.Κ. θα λειτουργούν με νέους «ειδικούς» κανόνες: δεν θα έχουν εκλεγμένους Ερευνητές σύμφωνα με το θεσμικό πλαίσιο για την έρευνα, αλλά μόνο συμβασιούχους… δεν θα αξιολογούνται ανά πενταετία από διεθνείς επιτροπές, όπως τα ΕΚ του ερευνητικού ιστού που ακολουθούν το θεσμικό πλαίσιο για την έρευνα. …. Τα νέα ΕΚ με την προαναφερθείσα διαδικασία, ενισχύουν τον κατακερματισμό, προωθούν τις αλληλοεπικαλύψεις στον ερευνητικό χώρο και υπονομεύει την εδραίωση του ενιαίου χώρου ΑΕ&Ε" …"Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις αποτελούν ένα ακόμη «πισωγύρισμα» του ΥΠΠΕΘ ... Εν κατακλείδι ως ΕΕΕ ζητούμε: την απόσυρση των άρθρων από τα σ/ν, που αναφέρονται στην ίδρυση ΕΚ στο Πανεπιστήμιο»
Μέχρι σήμερα οι διαμάχες γύρω από τις δομές της ΑΕ ήταν σκληρές και ιδεολογικές. Οφείλουμε όμως να αναγνωρίσουμε ότι όλες οι πλευρές οικοδομούσαν με τις ιδιαίτερες αντιλήψεις τους, το «άνοιγμα» των διαδικασιών και των θεσμών της Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας. Ο νέος νόμος αντιστρατεύεται και το θεμέλιο αυτών των μεταρρυθμίσεων «κλίνοντας» και στεγανοποιώντας τις διαδικασίες. Σε αντίθεση με την μέχρι σήμερα κατεύθυνση των αλλαγών, ο νόμος Κεραμέως δομεί ένα σύστημα γύρω από την αρχή «Κανείς που δεν ανήκει στο προσωπικό δεν μπορεί να βάλει υποψηφιότητα και να εκλεγεί» (εκτός αν επιλεχθεί από «εσωτερικούς» εκλεγμένους). Μόνο «εσωτερικές» υποψηφιότητες μπορούν να υπάρξουν. Πέρα όμως από τα θέματα διοίκησης (που ούτως ή άλλως έχουν δεχθεί ποικιλώνυμη κριτική) ο νόμος κάνει βήματα και στο «κλείσιμο» ενός τομέα που κανείς μέχρι σήμερα είχε διανοηθεί. Κλειστές διαδικασίες και για την ίδια την εκλογή καθηγητών: Αντιγράφω «Στη διαδικασία εξέλιξης μέλους ΔΕΠ στη βαθμίδα Αναπληρωτή Καθηγητή ή Καθηγητή δύναται να συμμετάσχουν αποκλειστικά μέλη ΔΕΠ του ίδιου ή άλλου ΑΕΙ» δεν μπορεί ένας π.χ. Διευθυντής Ερευνών από ένα Ερευνητικό κέντρο να βάλει υποψηφιότητα. Ενισχύεται και ενισχύεται ακόμη περισσότερο ο διαχωρισμός της Έρευνας από την Α.Ε. Μια διαδικασία πλήρους αντιστροφής του πνεύματος και της κατεύθυνσης των μέχρι σήμερα μεταρρυθμίσεων.
Προς επίρρωση προθέσεων για βαθμιαία πολιτική διαχωρισμού της Ανώτατης Εκπαίδευσης και του Ερευνητικού χώρου να σημειώσουμε ότι καταργείται η δυνατότητα
- σε Ερευνητές να επιβλέπουν διδακτορικά (που συχνά εκτελούνται στα Ερευνητικά Κέντρα) και
- των Ερευνητικών Κέντρων να συνιδρύουν μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών, υποβαθμιζόμενα σε έναν επικουρικό ρόλο.
Στο παραπάνω μωσαϊκό να προσθέσουμε ένα ακόμα κομμάτι. Άλλα χρήματα για την έρευνα από το ταμείο ανάκαμψης κατευθύνονται ΜΟΝΟ στα ΑΕΙ και άλλα για τους Ερευνητικούς Φορείς. Για κοινό σχεδιασμό και ανοιχτές προκηρύξεις προς όλους, χάραξη εθνικής ερευνητικής πολιτικής, ούτε σκέψη ούτε κουβέντα!
Φαίνεται, τελικά, ότι ο νόμος Γαβρόγλου δεν ήταν και τόσο κακός (sic). Προς τί όλο το προηγούμενο μίσος και ο αλληλοσπαραγμός? Λίγο άτεχνος ήταν, λίγο ρετουσάρισμα χρειαζόταν. Εκτός αν αναλισκόμαστε στο να αναγορεύουμε ως κύρια ζητήματα, τις ιδεολογικές και πολιτικές αποκλίσεις και επιλογές, (ποιος εκλέγει και ποιος διοικεί), την επιχειρηματολογία με την οποία ενδύεται μια πολιτική, ενώ "ο διάολος ΔΕΝ κρύβεται στις λεπτομέρειες" αλλά "οι λεπτομέρειες κρύβουν τον διάολο"
1. Θ. Μαχιάς. 2022. Η πολιτική για την έρευνα σε κρίσιμο σταυροδρόμι. The books’ Journal, Ιανουάριος 2022 σελ. 16-17