Από τις αρχές Ιουνίου του 2015, η ατμόσφαιρα μύριζε μπαρούτι. Οι φήμες για δημοψήφισμα και για κλείσιμο των τραπεζών έδιναν και έπαιρναν. Οι αναλήψεις καταθέσεων γιγαντώνονταν. Το χρηματιστήριο κατέρρεε. Όλοι περίμεναν δραματικές εξελίξεις. Η ελληνική κοινωνία, που υπερπολιτικοποιήθηκε στη διάρκεια της κρίσης, βρισκόταν αντιμέτωπη με τις συνέπειες των επιλογών της. Η ηγεμονεύουσα ιδεολογία του αντιμνημονίου δοκιμαζόταν στα γκισέ των τραπεζών.
Άνθρωποι που δεν είχαν ποτέ ασχοληθεί με τα πολιτικά, άρχισαν ξαφνικά να ενδιαφέρονται, αγωνιώντας, όπως όλοι μας, για τα μελλούμενα. Όμως, ενώ προσπαθούσαν, παραζαλισμένοι, να κατανοήσουν την κατάσταση, τους προσέγγισαν, μέσα από πολλαπλές υπόγειες διαδρομές, οι λαθρέμποροι των ψευδαισθήσεων. Επαγγελματίες του είδους. Αδίστακτοι δημαγωγοί, που επαγγέλθηκαν τον επίγειο παράδεισο και υποσχέθηκαν στους πάντες τα πάντα. Διέσπειραν το μίσος. Εξαγρίωσαν τους ανθρώπους. Μέσα σε ένα μήνα συμπυκνώθηκε όλη η ιδεολογική αυταπάτη της Μεταπολίτευσης. Αξίζει τον κόπο, δύο χρόνια μετά, να τεκμηριώσουμε αυτή τη διαπίστωση με ονοματεπώνυμα.
Εκστρατεία ψεύδους
Παραμονές του δημοψηφίσματος και λίγο πριν επιβληθούν τα capital control, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ είχαν αποδυθεί σε μια εκστρατεία ψεύδους, καθησυχάζοντας και διαβεβαιώνοντας ότι όλα θα πάνε καλά. Ο Νίκος Φίλης κατακεραύνωνε, σε εκπομπή στο MEGA, στις 10 Ιουνίου, την Ντόρα Μπακογιάννη που είχε τολμήσει να μιλήσει για κλείσιμο τραπεζών και capital control και την καλούσε να ζητήσει συγγνώμη. Ο ίδιος, λίγες ημέρες αργότερα, στις 22 Ιουνίου, δήλωνε ότι «το Μνημόνιο ξηλώνεται νόμο-νόμο». Ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης διαβεβαίωνε στις 18 Ιουνίου ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση για capital control, ενώ μια ημέρα πριν ο Δημήτρης Μάρδας δήλωνε ότι είναι διασφαλισμένες οι καταθέσεις και ότι δεν θα υπάρξουν capital control. Μόλις 3 ημέρες πριν από την αναγγελία του δημοψηφίσματος, στις 24 Ιουνίου, ο Γιώργος Σταθάκης έλεγε ότι «θα κλείσει σήμερα η συμφωνία και θα είναι ισορροπημένη υπό τις δεδομένες συνθήκες». Ακόμα και όταν επιβλήθηκαν capital control, στις 27 Ιουνίου, ο Νίκος Παππάς δήλωνε «είναι μια πολύ καλή νύχτα, θα ξημερώσει μια πολύ καλή ημέρα». Ακόμα και μετά την προκήρυξη του δημοψηφίσματος, ο Βαρουφάκης έλεγε, στις 3 Ιουλίου, ότι «βρισκόμαστε κοντά σε συμφωνία».Ένα τοξικό νέφος ψεύδους είχε σκεπάσει τη χώρα. Οι ψευδαισθήσεις είχαν αντικαταστήσει την πραγματικότητα.
Παράλληλα, όποιος αμφισβητούσε την «παραδεδεγμένη σοφία», ήταν αποσυνάγωγος. Όσοι επισημαίναμε ότι η ουτοπία που υπόσχονταν θα γίνει δυστοπία, με τραγικά αποτελέσματα, λοιδορούμασταν. Ήμασταν οι Εχθροί της Πατρίδας, οι Προδότες, οι Γερμανοτσολιάδες. Ο Γιάνης Βαρουφάκης, σε ομιλία του στη γιορτή της ΕΡΤ στις 16 Ιουνίου, βροντοφώναζε ότι «σαν μαυραγορίτες της κατοχής που τότε φώναζαν “βάστα Ρόμελ”, σήμερα φωνάζουν “βάστα τρόικα”». Την ημέρα του δημοψηφίσματος, η Ζωή Κωνσταντοπούλου δεν δίστασε να δηλώσει ότι όσοι ψήφισαν ΝΑΙ ήταν δωσίλογοι.
Το «Μένουμε Ευρώπη» και τα ΜΜΕ
Εκεί που εκδηλώθηκε όλο το μίσος του καθεστώτος ΣΥΡΙΖΑ ήταν στις αντιδράσεις τους στις συγκεντρώσεις «Μένουμε Ευρώπη». Ο Βασίλης Μουλόπουλος έγραψε περισπούδαστο άρθρο στην «Αυγή», στις 18 Ιουνίου, με τίτλο «Το Tea Party πάει Σύνταγμα» όπου υποστήριζε ότι «σήμερα στο Σύνταγμα ξεκινάει η νέα πάλη των τάξεων: οι πλούσιοι εναντίον των φτωχών. Το ελληνικό παράρτημα του Tea Party κατεβαίνει στους δρόμους ντυμένο με τα τελευταία μοντελάκια της υψηλής ραπτικής για να διεκδικήσει έναν κόσμο χωρίς φτωχούς. Έναν κόσμο όπου οι φτωχοί πρέπει να εξοντωθούν». Την επόμενη ημέρα η «Εφημερίδα των Συντακτών» έγραφε ότι «το Κολωνάκι, η Φιλοθέη, η Κηφισιά, το Κεφαλάρι, η Βάρκιζα, η Βούλα, η Βουλιαγμένη έδωσαν δυναμικά το “παρών” χθες το απόγευμα στην πρώτη αντικυβερνητική διαδήλωση στην πλατεία Συντάγματος».
Ο Νίκος Φίλης αναρωτιόταν, στις 21 Ιουνίου, «με το πανό του Σόιμπλε θα πάτε στο Σύνταγμα;» και την επόμενη ημέρα ο Στρατούλης στον ΑΝΤ1 χαρακτήριζε τους διαδηλωτές του «Μένουμε Ευρώπη» «πεμπτοφαλαγγίτες και υποκινούμενους από σκοτεινά συμφέροντα».
Τα Μέσα Ενημέρωσης είχαν την τιμητική τους σε αυτή την εκστρατεία του μίσους. Η Ζωή Κωνσταντοπούλου, στις 20 Ιουνίου, χαρακτήριζε «τα ΜΜΕ της διαπλοκής, νέες ερπύστριες που καταδυναστεύουν το λαό». Λίγες ημέρες αργότερα, ο Δημήτρης Στρατούλης κατήγγειλε ότι «κόμματα, επιχειρηματίες και ΜΜΕ παίζουν το ρόλο πέμπτης φάλαγγας». Τη νύχτα του θριάμβου του ΟΧΙ, στις 5 Ιουλίου, ο ΣΥΡΙΖΑ δήλωσε ότι αναστέλλει τη συμμετοχή στελεχών του στις εκπομπές του ΣΚΑΪ, ενώ δύο ημέρες μετά το Πειθαρχικό της ΕΣΗΕΑ άσκησε διώξεις εναντίον 9 δημοσιογράφων για τη στάση που κράτησαν στο δημοψήφισμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι το Σάββατο πριν το δημοψήφισμα η κυβέρνηση επεδίωξε την έκδοση ενταλμάτων σύλληψης για εννέα δημοσιογράφους που εξέφραζαν άποψη αντίθετη με του «καθεστώτος».
Τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στα ΜΜΕ συμπύκνωσε ο Νίκος Φίλης, μιλώντας στο ΣΚΑΪ, στις 9 Ιουνίου: «Αυτός ο σταθμός είναι σφηκοφωλιά κατά της Δημοκρατίας».
Ο βαθύς εθνικολαϊκισμός και αντιευρωπαϊσμός
Την περίοδο πριν από το δημοψήφισμα παρατηρήθηκε ένα κρεσέντο εθνικολαϊκισμού και αντιευρωπαϊσμού. Το σύνθημα έδωσε ο Αλέξης Τσίπρας από την Αγία Πετρούπολη, στις 19 Ιουνίου δηλώνοντας ότι «είμαστε λαός της θάλασσας, δεν φοβόμαστε να ανοιχτούμε σε καινούργιες θάλασσες για να φθάσουμε σε ασφαλέστερα λιμάνια». Τρεις ημέρες νωρίτερα, μιλώντας στη Βουλή, απέδωσε στους εταίρους «πολιτικό σχέδιο για την ταπείνωση του ελληνικού λαού».
Ήταν μια κυβερνητική συγχορδία. Ο Πάνος Σκουρλέτης υποστήριζε, στις 26 Ιουνίου, ότι «εμείς δεν έχουμε έλλειμμα δημοκρατίας όπως η Ευρώπη» και την ίδια ημέρα η Σία Αναγνωστοπούλου δήλωνε «δεν θέλω πια αυτή την Ευρώπη». Ο Νίκος Ξυδάκης, έλεγε, στις 20 Ιουνίου, ότι «η Ελλάδα ήταν διακόσια χρόνια με δραχμή και μεγαλούργησε. Με το ευρώ δεν νομίζω ότι είχαμε μεγάλα βήματα προόδου… Η Ευρώπη υπήρχε πολύ πριν από το ευρώ και θα υπάρχει και μετά». Ο Μάκης Μπαλαούρας αποφαινόταν ότι «το ευρώ είναι νόμισμα μπάσταρδο», ο Δημήτρης Στρατούλης διαβεβαίωνε, στις 25 Ιουνίου, ότι «ούτε μία στο εκατομμύριο δεν θα υποκύψει η κυβέρνηση» και την ίδια ημέρα η Θεοδώρα Τζάκρη έλεγε ότι «δεν μιλάμε πια με θεσμούς, αλλά με μια ομάδα λύκων», για να μας διαβεβαιώσει ο Νίκος Ξυδάκης ότι «κάποιοι απεργάζονται πολιτικό πραξικόπημα στη χώρα».
Μια κρίση μεγαλείου ότι αλλάζει η Ευρώπη με μπροστάρη τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ διαχεόταν παντού. Ο Αλέξης Τσίπρας δήλωνε, στις 26 Ιουνίου, ότι «θα συνεχίσουμε τον αγώνα μας εκ μέρους των λαών της Ευρώπης», την επόμενη ημέρα ο Βαρουφάκης δήλωνε, σε μια ακόμα έξαρση μεγαλομανίας, ότι «η δημοκρατία στην Ευρωζώνη χρειαζόταν τονωτική ένεση – Μόλις τη δώσαμε», και ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης συμπλήρωνε ότι «το ΟΧΙ θα είναι ένα μήνυμα ελπίδας για όλη την Ευρώπη». Ακόμα και μετά την προκήρυξη του δημοψηφίσματος, ο Τσίπρας, στις 28 Ιουνίου, υποστήριζε ότι η πρόταση των δανειστών, (η οποία παρεμπιπτόντως είχε αποσυρθεί) είναι ενάντια στις αξίες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης, ενώ ο Νίκος Παππάς αποκαλούσε εκβιαστές όλη την ευρωπαϊκή ηγεσία.
Ο πνευματικός και καλλιτεχνικός κόσμος ήταν μαζί με την κυβέρνηση, στη συντριπτική του πλειονότητα. Εκατοντάδες επώνυμοι των γραμμάτων και των τεχνών υπέγραφαν διακηρύξεις υπέρ του ΟΧΙ, η Τάνια Τσανακλίδου δήλωνε ότι «μετά το 1967 ζω για δεύτερη φορά επιβολή δικτατορίας από εγχώρια και ξένα κέντρα. Με όλη μου την καρδιά ψηφίζω Όχι», και ο Βασίλης Βασιλικός, δύο ημέρες μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, δήλωνε ότι «το 61% απεικονίζει μέρος μόνο της πραγματικής ασφυξίας των Ελλήνων. Αν δεν ήταν η ντόπια και η διεθνής παραμόρφωση του δημοψηφίσματος ως δημοψήφισμα, τάχα μου, για εντός και εκτός του ευρώ και η συνακόλουθη τρομολαγνία των ΜΜΕ, ντόπιων και ξένων, θα έφτανε στο 90%».
Η φαιοκόκκινη διεθνής του ριζοσπαστισμού και του εξτρεμισμού ήταν στο πλευρό του Τσίπρα. Ο Μπέπε Γκρίλο δήλωνε ότι «την Κυριακή θα είμαι στην Αθήνα για να στηρίξω το “όχι”» και ο Μαδούρο έστελνε μήνυμα στήριξης στον Τσίπρα, υπενθυμίζοντας ότι «ο λαός μας έτρωγε ζωοτροφές αλλά διώξαμε το ΔΝΤ». Μόλις ανακοινώθηκε η επικράτηση του ΟΧΙ, συγχαρητήρια μηνύματα έστειλαν οι Φιντέλ και Ραούλ Κάστρο, ο Μοράλες της Βολιβίας, ο Μαδούρο, ο Φάρατζ, η Λεπέν, ενώ ο Μπέπε Γκρίλο δήλωνε ότι «Ελλάδα και Ιταλία πρέπει να φύγουν από το ευρώ».
Το τέλος της γιορτής των τσαρλατάνων
Με μια τέτοια ιδεολογική ομοβροντία, η «λαϊκή ψυχή» αγαλλίασε. Έπραξε κατ’ εικόνα αυτού και καθ’ ομοίωσιν. Ιδίως οι νεότερες γενιές, αφού από δημοσκόπηση της Public Issue προκύπτει ότι οι ηλικίες 18-24 στήριζαν το «όχι» σε ποσοστό 71% και το «ναι» σε ποσοστό 20% ενώ στις ηλικίες 25-34, το «όχι» είχε 59% και το «ναι» 26%. Η ιδεολογική ηγεμονία του Αντιμνημονίου των ψευδαισθήσεων μετασχηματίστηκε σε απόλυτη πολιτική κυριαρχία με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.
Ο «λαός» θριάμβευσε. Χόρεψε στο Σύνταγμα, παραλήρησε, μέθυσε από χαρά. Αποθέωσε τους ηγέτες του, δεδομένου ότι στο τέλος της ομιλίας του Αλέξη Τσίπρα ανέβηκε στην εξέδρα ο Πάνος Καμμένος, αγκαλιάστηκαν και χαιρέτησαν το πλήθος.
Άλλωστε, πριν από το δημοψήφισμα ο Αλέκος Φλαμπουράρης είχε υποσχεθεί 13ο μισθό, η κυβέρνηση είχε διορίσει μερικές χιλιάδες στο δημόσιο και η ΑΔΕΔΥ διεκδικούσε επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού-σύνταξης, ψήφιση νέου μισθολογίου, κατάργηση των μνημονίων και των εφαρμοστικών νόμων, διαγραφή του χρέους, επαναφορά των εργατικών, κοινωνικών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, που καταργήθηκαν στη μνημονιακή περίοδο και πέρασμα των τραπεζών υπό δημόσια ιδιοκτησία και κοινωνικό έλεγχο.
Η γιορτή των τσαρλατάνων κράτησε 5 ημέρες.
Στις 10 Ιουλίου, στις 8.00 το πρωί, ο Αλέξης Τσίπρας, πανικόβλητος, ζητώντας την ψήφιση του Τρίτου Μνημονίου, είπε στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ ότι «εδώ κινδυνεύει να ανατιναχτεί το κράτος δεν μιλάμε για Grexit, αλλά για άτακτη χρεοκοπία με ό,τι αυτό συνεπάγεται». Οι ψευδαισθήσεις κατέρρευσαν με πάταγο, παρά την προσπάθεια του Νίκου Φίλη που υποστήριξε ότι «η πρόταση της κυβέρνησης είναι σε πλήρη αρμονία με το όχι του ελληνικού λαού».
Στις 10 Ιουλίου 2015 συνέβη ακριβώς ό,τι είχε γίνει την 24η Ιουλίου του 1974, τη νύχτα της πτώσης της δικτατορίας και της έναρξης της Μεταπολίτευσης. Σε μια βραδιά, συντελέστηκε η κατάρρευση των ιδεολογιών που ηγεμόνευαν. Οι αυταπάτες εξαερώθηκαν.
Έκτοτε η χώρα πορεύεται σε ιδεολογικό κενό. Οι τσαρλατάνοι συνεχίζουν να είναι στο προσκήνιο, αλλά πλέον ελάχιστοι, πλην των νεοδιορισθέντων, τους δίνουν σημασία. Η αυτογνωσία είναι είδος σε ανεπάρκεια και υπάρχει ένα «μαύρο κουτί» στην κοινωνία, που καταγγέλλει τους τσαρλατάνους επειδή δεν τήρησαν τις υποσχέσεις τους. Η χώρα πορεύεται παραζαλισμένη και ακυβέρνητη. Οι μεταρρυθμιστικές δυνάμεις είναι διάσπαρτες και ανοργάνωτες. Το κεντρικό ερώτημα είναι εάν η ζημιά που προκάλεσαν οι λαθρέμποροι των ψευδαισθήσεων μπορεί να επιδιορθωθεί.
Προσωπικά, έχω μεγάλες αμφιβολίες.
* Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Ελευθερία του Τύπου, στις 9 Ιουλίου 2017.