Κυριακές ή εργασία; Ιδού το ερώτημα. Αναφέρομαι στην κατάργηση της κυριακάτικης αργίας και στην ακόλουθη λειτουργία των καταστημάτων τις εργάσιμες πλέον Κυριακές, των οποίων η νομοθέτηση απασχολεί τόσο πολύ (και δικαίως) την ελληνική κοινωνία, ενώ παράλληλα αποκαλύπτει διαφορετικές και ποικίλες αφετηρίες αντίδρασης και αντίρρησης για το θέμα, τις οποίες δεν είχα σκεφτεί πριν προκύψει το ερώτημα… Ίσως, εάν αφαιρούσαμε την ιδιάζουσα οικονομική κατάσταση φτώχιας που διανύουμε, μια συζήτηση για την εργάσιμη Κυριακή να είχε διαφορετική βάση. Τώρα, με το μαχαίρι στο λαιμό, με την οξεία ανάγκη για είσπραξη χρήματος, έστω και με μεσαιωνικές συνθήκες εργασίας, είμαστε πρόθυμοι όχι μόνο να ανοίξει το θέμα, αλλά να νομοθετηθεί και να κλείσει μια εκκρεμότητα η οποία απασχολεί την κοινωνία μας εδώ και μερικά χρόνια…
«Μα στο εξωτερικό τα μαγαζιά είναι και τις Κυριακές ανοιχτά». Είναι και αυτό ένα επιχείρημα για όσους υποστηρίζουν τις εργάσιμες Κυριακές. Οι ίδιοι, με την στάση τους, ενισχύουν και την άποψη πως ο καπιταλισμός δεν αφήνει τίποτα ανεκμετάλλευτο, ακόμα και τον, παραδοσιακά ό ελεύθερο χρόνο τής Κυριακής. Σε μια κοινωνία, η οποία θεωρεί την Κυριακή «νεκρό χρόνο» και ευκαιρία για βόλτες, εκδρομές, κοινωνικές σχέσεις, ξεκούραση κλπ, είναι δύσκολο να της ζητήσεις να ακυρώσει μια παράδοση προσωπικής ιστορίας. Την δυνατότητα, δηλαδή, των εργαζομένων να διαχειρίζονται τον ελεύθερο χρόνο τους τις Κυριακές.
Μέσα σ’ αυτά, έρχεται και η εκκλησία. Πολλοί είναι εκείνοι που δηλώνουν πως τις Κυριακές «εκκλησιάζονται». Πως δεν είναι δυνατόν να χάσουν την σεβάσμια αναγκαιότητα του εκκλησιασμού! Διαβάζω πως ακόμα κι ο Αρχιεπίσκοπος παίρνει ενεργά μέρος στον… αγώνα κατά τής απελευθέρωσης λειτουργίας των καταστημάτων την Κυριακή, προτρέποντας χριστιανούς και κλήρο να αντιδράσουν σ’ αυτό το νέο απεχθές ενδεχόμενο…
Ωστόσο, οι Κυριακές εξελίσσονται, κατά μεγάλο μέρος, σε εργάσιμες, αφού πολλά μαγαζιά, ανοίγουν και αναγκάζουν τους υπαλλήλους να βρίσκονται στη δουλειά τους. Έτσι, η… καταναγκαστική εργασία με ανεξέλεγκτο ωράριο και αμοιβή, έχει ήδη μπει στη ζωή μας, αφαιρώντας ελεύθερο χρόνο, προσθέτοντας ώρες κούρασης, προσθέτοντας νέα αρνητικά στοιχεία στο αιώνιο παζάρι εργοδοσίας και εργαζόμενου… Ας μην ανοίξουμε τώρα τον… φάκελο των εργασιακών δικαιωμάτων και των συνεπακόλουθων συζητήσεων περί «εργασιακού Μεσαίωνα», ο οποίος δεν τελειώνει ποτέ! Εξ’ άλλου, πάντα αποφεύγω παρόμοιες συζητήσεις, οι οποίες έχουν καταντήσει βαρετές και τις περισσότερες φορές ατελέσφορες, γιατί παρεισφρέουν και μπερδεύονται ιδεολογικές, μέχρι και ιδεοληπτικές απόψεις, παρμένες από παλαιότερες κιτρινισμένες από τον χρόνο σελίδες τής εργατικής ιστορίας των κινημάτων. Τώρα, σήμερα, εν έτη 2017, στον 21ο αιώνα, στις εποχές τής πτώχευσης, με το ενάμιση εκατομμύριο ανέργους, τους άστεγους, τους φαλιρισμένους, τους πένητες, τους φτωχοποιημένους, με την κοινωνία καθηλωμένη, οι… «ομαλές συνθήκες εργασίας» είναι ένα άπιαστο όνειρο που, δυστυχώς, δεν χωράει πιά σε καμία παλιά θεωρία.
Είναι γεγονός πως, παράλληλα, ζούμε σε έναν ιδιότυπο «κλεφτοπόλεμο», με το μαύρο χρήμα να είναι στόχος όλων, αφού, με τα… νόμιμα, όλοι δυσκολεύονται, ανήμποροι να «σηκώσουν» τα τόσα βάρη και χρέη που έχουν να αντιμετωπίσουν, μέσα από τις αβάσταχτες φορολογικές επιβαρύνσεις των κυβερνήσεων των τελευταίων επτά χρόνων. Η χώρα μας, με το μαύρο χρήμα να επικρατεί ως αυτονόητη οικονομική διέξοδος, προσπαθεί, εις μάτην, να ξεπεράσει μέσω συνεχών μνημονίων, τα αξεπέραστα… Τώρα, η Κυριακή ως εργάσιμη μέρα, είναι ένα ανοιχτό θέμα, το οποίο η ελληνική κοινωνία θα ήθελε να το ξεπεράσει, αλλά ουδείς θα επιχειρήσει να νομοθετήσει οτιδήποτε, υπέρ ή κατά, που θα έρχεται σε σύγκρουση με τις ανάγκες της αγοράς και ας είμαστε βέβαιοι (και ο Αρχιεπίσκοπος μαζί) πως η α γ ο ρ ά είναι εκείνη που θα καθορίσει τη συνέχιση ή όχι του σύγχρονου εργασιακού Μεσαίωνα, ο οποίος έχει προ πολλού ριζώσει στον κοινωνικό εργασιακό ρεαλισμό…
Στάσεις εργασίας, απεργίες, πορείες, διαδηλώσεις, κλείσιμο των δρόμων βεβαίως-βεβαίως, θα οργανωθούν από τα Συνδικάτα, Σωματεία και Ενώσεις. Είναι και… υποχρέωσή τους, ώστε να μην βγουν έξω από το κάδρο των ηγετών και των μπροστάρηδων του εργατικού κινήματος, ωστόσο, αυτό που θα επικρατήσει, θα είναι κυρίως οτιδήποτε θα φέρει το χρήμα, που θα χρησιμεύσει στον καθένα. Και τώρα τι θα κάνουμε; Με ποιο τρόπο αντίδρασης θα μπορέσουμε να διατηρήσουμε την Κυριακή, όπως την «γνωρίζαμε» παλαιότερα; Να θυμηθούμε τραγούδια για τη φτώχια πάλι όπως: «Φτωχολογιά για σένα κάθε μου τραγούδι», «Φτώχια που με κουρέλιασες», «Εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί», «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» κλπ; Να ανακινήσουμε έναν τέτοιο προβληματισμό τής τέχνης περί «επιστροφής» σε θέματα του περασμένου αιώνα, όταν στο ξεκίνημα της αστυφιλίας και των ισχυρών ρευμάτων μετανάστευσης του ντόπιου πληθυσμού, όλες οι τέχνες στράφηκαν, όπως ήταν φυσικό, προς τα αδύναμα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, που πάσχιζαν να παλέψουν με τις τότε δυσκολίες τής ζωής; Μια τέτοιου είδους αναστροφή, θα ήταν πνευματικό πισωγύρισμα. Θα ήταν μια ατελέσφορη νοσταλγία δίχως ουσία. Θα ήταν μια άρνηση των, ως τώρα, κατακτήσεων. Εξ’ άλλου, η «καταγραφή» τού ρεαλισμού τής εποχής μας, πραγματοποιείται ούτως ή άλλως από τους συγγραφείς και τους δημιουργούς, μέσα στο έργο τους και αυτό είναι αναμφισβήτητο…
Ομολογώ πως δεν γνωρίζω με ποιο μέρος να σταθώ και τί να υποστηρίξω. Γέρνω προς το μέρος εκείνου που αναζητάει περισσότερο χρόνο, για περισσότερη ποιότητα ζωής, αλλά, παράλληλα, λυγίζω μπροστά και σε όποιον έχει ανάγκη ακόμα και τα ψίχουλα της αμοιβής των υπερωριών τού εργασιακού Μεσαίωνα, που μάς υποτάσσει και μάς καθορίζει.
Οι εποχές μάς αλλάζουν συνεχώς…