Στις 17 Νοεμβρίου του '73 βρισκόμουν σε ταξίδι μαζί με κάποιο φίλο που πήγαινε να δει την κοπέλα του στη Θεσαλονικη. Δεν είχα περάσει την προηγούμενη χρονιά κι έτσι είχα την δυνατότητα να λείπω από την Αθήνα. Δεν ήμουνα φοιτητής, ούτε μαθητής, ούτε λαϊκή καταγωγή είχα, τίποτα τέλος πάντων από αυτά που υποτίθεται σε τοποθετούν σε κάποιο κίνημα.
Στις 16 το απόγευμα φτάσαμε στο πίσω μέρος της Πολυτεχνικής Σχολής. Είδαμε τους φοιτητές μέσα Ακούσαμε τα συνθήματα. Γύρω μας κόσμος που χάζευε και μυστικοί. Ηταν μια περίεργη ατμόσφαιρα.
Καθώς στεκόμουν μπροστά στο πρανές προς στιγμή σκέφτηκα να δώσω μια τρεχάλα να μπω κι εγώ μέσα.
Δεν το έκανα. Δεν ξέρω αν ήταν φόβος ή πιο πολυ το οτι δεν ηξερα κανέναν. Δειλός και ντροπαλός εκ φύσης, μετά από χρόνια ξεμπλόκαρα, σκέφτηκα τι θα πω, σε ποιον θα μιλήσω. Για χρόνια δεν ένοιωθα καλά για την δειλία μου. Σιγά σιγά όμως είπα στον εαυτό μου, και να είχες μπει θα ήξερες ότι θα είχες συμμετάσχει από σπόντα. Σαν αυτούς που τρυπώνουν στο φωτογραφικό πλάνο μιας ξένης φωτογραφίας.
Η ζωή τα έφερε και γνώρισα κι έκανα φίλους πολλούς από αυτούς που ήσαν εκεί μέσα από επιλογή.
Εκτίμησα την σιωπή των περισσότερων. Κι η σιωπή τους αυτή μου επιτρεπει να ομολογήσω ότι δεν ανήκα ποτέ στην γενιά του Πολυτεχνείου. Και τουλάχιστον παρηγοριεμαι ότι δεν πήγαινα εκείνο το βράδυ σε ντίσκο όπως άλλοι φίλοι που ήσαν στην Αθήνα τις μέρες αυτές.
Σπατάλησα μια ζωή προσπαθώντας να δω αν χωράω σε κάποιο αφήγημα της Ιστορίας.
Δεν χωρουσα πουθενά Ίσως γιατί ακόμα και τα χρόνια της ακραίας στράτευσης ήξερα ότι η ουσία είναι αυτό που θα μείνει πίσω σαν ποιότητα και θα μπορούμε να το δουμε μετά από χρόνια.
Και πορευόμουν κρύβοντας αυτές τις σκέψεις.
Για πρώτη φορά βλέπω να ωριμάζει μια άλλη ματιά για το τι, το πως και πιο πολύ το γιατί καθενός και καθεμιάς ξεχωριστά.
Ελπίζω να απαλλάξουμε τις νεώτερες γενιές από το βάρος των ψευδαισθήσεων.
Βαθιά ευγνώμων για τους λίγους συνειδητους και εκλεκτούς , ξέρουν αυτοί ότι τους σκέφτομαι,
σας χαιρετώ