Για όγδοη χρονιά κυριαρχούν τα ερωτήματα για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, την εκταμίευση της δόσης, τη συμμετοχή του ΔΝΤ , τα κόκκινα δάνεια και κυρίως τα ερωτήματα για το πότε και υπό ποιες προϋποθέσεις θα γίνουν οι πρόσθετες παραμετρικές αλλαγές στο χρέος.
Πίσω από αυτά κρύβεται η αγωνία όχι για την έξοδο από το μνημόνιο και την επάνοδο στην κανονικότητα μιας χώρας μέλους της ευρωζώνης, αλλά για τους όρους που θα θέτει ένα τέταρτο μνημόνιο από τα μέσα του 2018 και μετά και μάλιστα για απροσδιόριστο χρόνο καθώς δεν θα συνδέεται με ένα δάνειο και τις εκταμιεύσεις του, αλλά με μακροπρόθεσμες παραμετρικές αλλαγές στο χρέος.
Αυτά συμβαίνουν το 2017, ενώ το 2014 η χώρα είχε φτάσει – παρά τις δυσκολίες – σε θετικό ρυθμό ανάπτυξης, πρωτογενές πλεόνασμα, κλίμα οικονομικής αισιοδοξίας, επιτυχή δοκιμαστική έξοδο στις αγορές, ισχυρό τραπεζικό χαρτοφυλάκιο του δημοσίου και στην απόφαση του Eurogroup για μετάβαση στο καθεστώς της προληπτικής πιστωτικής γραμμής.
Η μεγάλη οπισθοχώρηση του 2015 αλλά και του 2016, επανέφερε το φαύλο κύκλο. Η κυβερνητική θεωρία του ιστορικού αυτοματισμού και του συμπιεσμένου ελατηρίου της ανάπτυξης που θα εκτιναχθεί είναι η μετεξέλιξη της (αυτ)απάτης του εύκολου και ανώδυνου δρόμου της κατάργησης του μνημονίου και των μονομερών ενεργειών ως προς το χρέος. Ο κοινός παρονομαστής είναι μια παιδαριώδης πολιτική θεολογία που έχασε το βάρος της κομμουνιστικής εσχατολογίας και παραπαίει ανάμεσα στο ριζοσπαστισμό των κινημάτων και τον εθνικολαϊκισμό των ακροδεξιών συνεταίρων. Με συγκολλητική ουσία τον τυχοδιωκτισμό και τη νομή της εξουσίας.
Η χώρα ζει ήδη υπό συνθήκες στασιμοχρεοκοπίας, ενώ είναι ενεργός ο κίνδυνος κατάρρευσης, πρωτίστως λόγω της αδυναμίας του πιστωτικού συστήματος να στηρίξει την πραγματική οικονομία και λόγω της ανασφάλειας όλων όσοι κινούνται στην αγορά.
Η χώρα μπορεί να σπάσει τον φαύλο κύκλο στον οποίο επανεγκλωβίστηκε το 2015 εφόσον διαμορφωθούν οι αναγκαίες κοινωνικές και πολιτικές προϋποθέσεις.
Πρώτη κοινωνική προϋπόθεση, ιστορικού και εθνικού χαρακτήρα, είναι η συμφιλίωση με την αλήθεια. Η κατανόηση αυτού που συνέβη στη χώρα τα τελευταία οκτώ χρόνια. Η συνειδητοποίηση της βλάβης που προκλήθηκε την περίοδο 2015-2016. Μια χώρα που δεν έχει συμφιλιωθεί με το παρελθόν της δεν μπορεί να κατακτήσει το μέλλον.
Δεύτερη κοινωνική προϋπόθεση, στρατηγικού χαρακτήρα, είναι η υιοθέτηση του μεταρρυθμιστικού προτάγματος επειδή αυτό συμφέρει τα νοικοκυριά, τους ανέργους, τις δημιουργικές δυνάμεις του τόπου.
Το βασικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι το πολιτικό.Πιστεύουν κάποιοι ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ μπορεί ανέτως να υπεισέλθει στη στρατηγική των αντιπάλων της. Να διαμορφώσει, από το 2017 μέχρι το τέλος της τετραετίας, ένα οικονομικό success story που θα κεφαλαιοποιήσει πολιτικά.
Δυστυχώς για τη χώρα αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί γιατί προηγήθηκε η γιγαντιαία βλάβη της οικονομίας με τους χειρισμούς του πρώτου εξαμήνου του 2015 και κυρίως η βαθειά βλάβη της κοινωνικής νοοτροπίας που συντελέσθηκε μεταξύ 2010 – 2015.Γιατί βασική επιλογή της κυβέρνησης είναι η ισοπέδωση των μεσαίων στρωμάτων. Γιατί εξελίσσεται θεσμική εκτροπή μέσα από τον συμφυρμό με ακροδεξιούς κύκλους για τον έλεγχο του κράτους.
Θεμελιώδης πολιτική προϋπόθεση για την έξοδο από τον φαύλο κύκλο είναι να υπάρξει, μετά από εκλογές, μια άλλη κυβέρνηση με τη συνεργασία όλων των δημοκρατικών φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων. Ο ηττημένος ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να κληθεί να μετάσχει, εκτός και αν κάνει τη μικροκομματική επιλογή του αυτοαποκλεισμού. Η φενάκη μιας αριθμητικά αυτοδύναμης μονοκομματικής κυβέρνησης μπορεί να αποβεί επικίνδυνη για τον τόπο αλλά και για όσους την αποζητούν γιατί δείχνει μειωμένη επίγνωση των κινδύνων που ελλοχεύουν .
Μια άλλη κυβέρνηση οφείλει να προωθήσει μια Εθνική στρατηγική που εκκινεί από την επαναδιαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους εταίρους, με βασικό στόχο να διαμορφωθεί δημοσιονομικός χώρος έναντι μεταρρυθμίσεων.
Μόνο έτσι μπορεί να επιτευχθεί ο στόχος του μειωμένου ( πχ εως 2% ) πρωτογενούς πλεονάσματος που τον προβάλλω επίσημα και επιτακτικά από το 2013. Το πρωτογενές πλεόνασμα τίθεται σε υψηλό επίπεδο ( τώρα 3,5% του ΑΕΠ ) γιατί έτσι κλείνει αριθμητικά το σχήμα της κάλυψης των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας στους υπολογισμούς των εταίρων. Δίπλα στο δάνειο που περιλαμβάνει το πρόγραμμα υπάρχει μια εθνική συμμετοχή που συνίσταται στα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις και στο πρωτογενές πλεόνασμα. Η αύξηση των εσόδων από ιδιωτικοποιήσεις ή η άντληση δανεισμού με νέα κρατικά ομόλογα από την αγορά με τη βοήθεια του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, προσφέρει ένα σχήμα κάλυψης των χρηματοδοτικών αναγκών. Το καλύτερο όμως είναι να κρατηθούν χαμηλά οι χρηματοδοτικές ανάγκες με παραμετρικές επεμβάσεις στο χρέος που μειώνουν περαιτέρω την παρούσα αξία και το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του. Σε αυτό θα βοηθούσε η ορθή απεικόνιση του χρέους σε παρούσα αξία ώστε να καταδεικνύεται πόσο μικρότερο είναι σε σχέση με την ονομαστική τιμή του. Μόνο στην ελληνική περίπτωση υπάρχει τόσο μεγάλη διαφορά ( περίπου 80 % του ΑΕΠ) μεταξύ ονομαστικής και παρούσας αξίας.
Η Ελλάδα χρειάζεται επιπλέον δυο θεσμικές ενισχύσεις από τους εταίρους της. Πρώτον, ένα έστω έμμεσο σχήμα ευρωπαϊκής εγγύησης των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες, ανεξαρτήτως των μηχανισμών της τραπεζικής ένωσης που δεν προβλέπουν παρόμοια ευρωπαϊκή εγγύηση. Και, δεύτερον, μια θυγατρική της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεωνειδικά για την αξιοποίηση διαθεσίμων κοινοτικών κεφαλαίων σε συνεργασία με το ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
Η παρούσα κατάσταση τρώει απλώς πολύτιμο εθνικό χρόνο.