Οι κοινωνίες συχνά αυτοκτονούν αλλά διαθέτουν και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης

Φώτης Γεωργελές 03 Οκτ 2013

Το πρώτο κάλεσμα για την Πλατεία Συντάγματος έγινε μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα. Οι διαμαρτυρίες θα ήταν σιωπηλές, χωρίς πανό και κομματικά συνθήματα. Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι, και επιβεβαιώθηκε άλλη μια φορά ότι το Μέσον δεν είναι το μήνυμα. Ο παλιός κόσμος πήρε πάλι την κατάσταση στα χέρια του. Συνήθιζα κάθε απόγευμα μετά τη δουλειά να ανεβαίνω τη Σταδίου μέχρι την πλατεία. Έβλεπα τι συνέβαινε αλλά δεν ήθελα ακόμα να το παραδεχτώ. Είχα γράψει μάλιστα ένα άρθρο για να δικαιολογήσω την κατάσταση, περισσότερο στον εαυτό μου: Κάπως έτσι, έλεγα, πολιτικοποιείται ο κόσμος, σιγά σιγά, στο δρόμο. Μέχρι να βρει το δρόμο του.

Ο δρόμος που βρήκε ήταν κάπου ανάμεσα στις αρχές και τα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Πρώτα εμφανίστηκαν κάποιοι συνδικαλιστές με πορτοκαλί γιλέκα. Το πρωί είχαν απολογηθεί στον εισαγγελέα για τις παράνομες επιχορηγήσεις από τη ΔΕΚΟ στην οποία εργάζονταν. Μετά ήρθαν επίσημα τα συνδικάτα, μετά οι πολιτικές οργανώσεις και κάποια κόμματα. Μετά ήρθαν κάτι μαραθωνοδρόμοι από τη Σπάρτη με χλαμύδες, μετά οι μητροπολίτες Πελοποννήσου με τα ιερά λάβαρα και τα άμφια, οι παλαιοημερολογίτες, κάτι εχθροί του 666, οι σύλλογοι αποστράτων, κάτι φρικιά από την Ανάφη, που έστησαν τις σκηνές τους στο γκαζόν, οι χούλιγκαν και, τέλος, τα παιδιά με τα μαύρα μπλουζάκια.

Μετά άρχισαν τα βίαια επεισόδια, τα μάρμαρα, οι συγκρούσεις, έσπαζαν οι βιτρίνες των ξενοδοχείων, έφευγαν οι τουρίστες από την Αθήνα. Όταν επιτέθηκαν σε ένα δημοσιογράφο και τον έστειλαν στο νοσοκομείο, όσοι ήταν εκεί τις πρώτες μέρες είχαν ήδη φύγει. Άλλοι πια αποτελούσαν αυτό το ηρωικό κίνημα των Αγανακτισμένων.

Την προηγούμενη Τετάρτη, στο Θέμιδος Μέλαθρον, η δικαιοσύνη ήταν σε εγρήγορση. Πληροφορίες και αναρτήσεις στο διαδίκτυο μιλούσαν για κίνηση αποστράτων και ένστολων με στόχο την εκτροπή με την εγγύηση του στρατού. Οι σκέψεις για πραξικόπημα στην εποχή μας ανήκουν μάλλον στη σφαίρα του γελοίου, όμως οι προθέσεις είναι καθαρές. Είχε προηγηθεί άλλωστε το ντου στο Πεντάγωνο από «αγανακτισμένους» απόστρατους. Όταν όμως στην παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου, πριν από 2 χρόνια, κάτι περίεργοι με ρούχα παραλλαγής είχαν στραφεί εναντίον του προέδρου της Δημοκρατίας και είχαν προκαλέσει βίαια επεισόδια, εμείς δεν μιλούσαμε για κινδύνους της δημοκρατίας. Λέγαμε για την ηρωική αντίδραση λαού και στρατού απέναντι στα μνημόνια και την «οικονομική κατοχή».

Πριν από λίγες μέρες, ο μεγάλος μας συνθέτης ανακοίνωσε, ξανά, ότι αποχωρεί από την πολιτική καταγγέλλοντας, ξανά, τους συντρόφους του ότι δεν τόλμησαν να τον ακολουθήσουν στην κατάληψη της εξουσίας με εξωκοινοβουλευτικά μέσα. Θυμάμαι την ιστορική εκείνη ημέρα, όταν η συγκέντρωση στα Προπύλαια, μετά τις ομιλίες του συνθέτη και του πρύτανη, κατευθύνθηκε στο Σύνταγμα, ενώθηκε με τους υπόλοιπους αγανακτισμένους και επιχείρησε να μπει στη Βουλή. Έκτοτε, κάθε μέρα οι διαδηλωτές προσπαθούσαν να μπουν στη Βουλή, να διασπάσουν το φράγμα της αστυνομικής φρουράς, να σπάσουν το φράκτη που μπήκε μετά. Με αποτέλεσμα βίαιες συγκρούσεις.

Μπαίνουν πουθενά, σε κανένα άλλο κράτος του κόσμου, οι διαδηλώσεις στη Βουλή; Κάνει ντου ποτέ κανένας άλλος στη Βουλή μιας δημοκρατίας εκτός από τους πραξικοπηματίες με τα τανκς; Τότε δεν λέγαμε όμως τα αυτονόητα, καταγγέλλαμε το φράκτη. Έτσι σιγά σιγά και μεθοδικά στηνόταν το σκηνικό της βίας. Μεθοδευόταν η στρατηγική της σύγκρουσης. Μπουκάλια, πέτρες, αυγά, ξύλο με ομπρέλες εναντίον των βουλευτών. Πολιτικοί αρχηγοί έλεγαν να τους φοβίσουμε, να μην τολμήσουν να ψηφίσουν τα μνημόνια. Αλλά τους βουλευτές τους ψηφίζουμε ακριβώς γι’ αυτό, για να μπορούν να αποφασίζουν ελεύθερα, σύμφωνα με τη συνείδησή τους. Άρα τι άλλο εκτός από ολοκληρωτισμός είναι ο εκφοβισμός, η προσπάθεια φίμωσης των δημοκρατικά εκλεγμένων πολιτικών κομμάτων;

Τότε, όμως, μας φαινόταν απόλυτα φυσικό – οι προδότες, οι δοσίλογοι δεν θα μπορούν να βγουν από το σπίτι τους. Η «δικαιολογημένη οργή» ήταν το εφεύρημα που αθώωνε κάθε αντιδημοκρατική, κάθε φασιστική ενέργεια. Αυτό που κυριαρχούσε κι αυτό που έμεινε παρακαταθήκη από την Πλατεία, δεν ήταν οι εφηβικοί λυρισμοί της κάτω πλατείας για «άμεση δημοκρατία». Τα λένε καλύτερα τα 13χρονα στα μαθητικά συμβούλια. Αυτό που εμφυτεύτηκε στη συνείδηση της κοινωνίας ήταν οι κρεμάλες, τα «ψόφα», το θάνατος στους προδότες, οι εκτελέσεις στο Γουδί. Ότι όσοι έχουν αντίθετη πολιτική άποψη είναι εχθροί, δοσίλογοι, προδότες, δυνάμεις κατοχής. Ότι η βία είναι ο τρόπος επίλυσης των διαφορών, ότι τα προβλήματα τα λύνεις με ρόπαλα.

Το σύνθημα «να καεί το μπουρδέλο η Βουλή» ήταν ένα φασιστικό σύνθημα. Αλλά δονούσε τις πλατείες. Το ρεπερτόριο της ΧΑ το είχαν αναπτύξει πολλοί άλλοι πριν καταλήξουν να την ψηφίσουν 425.000 άνθρωποι. Τότε μου φαινόταν αδιανόητο. Πώς είναι δυνατόν άνθρωποι που ισχυρίζονται ότι είναι προοδευτικοί να διαδηλώνουν μαζί με τους φασίστες; Τα «παιδιά της πάνω πλατείας», έλεγαν χαϊδευτικά. Ήταν πολύτιμοι, ήταν σύμμαχοι στον «αντιμνημονιακό αγώνα».

Πολλοί ήταν αντίθετοι σ’ αυτό το πολιτικό σύστημα, που μας οδήγησε στη χρεοκοπία. Κάποιοι όμως δεν ήθελαν να προχωρήσουμε, να κάνουμε κάτι καλύτερο. Αλλά να το αντικαταστήσουμε με κάτι χειρότερο, με τις ολοκληρωτικές θεωρίες του Μεσοπολέμου.

Δίπλα στα συνθήματα «Viva la muerte» στους τοίχους, προστέθηκαν τα συνθήματα «Πόλη που καίγεται, λουλούδι που ανθίζει». Το μόνο λουλούδι που ανθίζει στις καμένες πόλεις, είναι ο φόβος και η μιζέρια. Είναι ο φασισμός. Ο ανορθολογισμός, οι θεωρίες συνωμοσίας, ο ελληνικός αναδελφισμός και η υπεροχή του ελληνικού DNA δεν εμφανίστηκαν με τη ΧΑ. Ο εθνολαϊκισμός είναι η κυρίαρχη ιδεολογία όλου του πολιτικού συστήματος και όχι μόνο τώρα, αλλά και πριν από την κρίση. Το ποιοτικά διαφορετικό που επέτρεψε σε εκατοντάδες χιλιάδες συμπολίτες μας να πλησιάσουν μια φασιστική οργάνωση με εγκληματικές μεθόδους, ήταν η κατάρριψη του μεγαλύτερου ταμπού μιας πολιτισμένης κοινωνίας. Η απενοχοποίηση, η δικαιολόγηση, η νομιμοποίηση της βίας. Η μετατροπή της σε καθημερινό, κοινότοπο φαινόμενο. Έτσι γίνεται, έτσι κάνουν όλοι. Αν έτσι κάνουν όλοι, αν όσοι έχουν αντίθετη πολιτική άποψη είναι δοσίλογοι, προδότες που θα τους κρεμάσουμε στο Γουδί, γιατί να μην αναθέσουμε στη ΧΑ να στήσει τις κρεμάλες;

Αυτά τα 4 χρόνια στην ελληνική κοινωνία διεξάγεται ένας υπόγειος σκληρός πόλεμος. Οι δυνάμεις της καθυστέρησης, με διαφορετικές σημαίες ευκαιρίας, αλλά με τους ίδιους στόχους, προσπαθούν να κρατήσουν τη χώρα πίσω, στον προηγούμενο αιώνα, εκτός Ευρώπης, εκτός Δύσης, εκτός δημοκρατικής πορείας. Κάποιοι αυτές τις μέρες ξαφνιάστηκαν δυσάρεστα όταν προοδευτικοί συγγραφείς, αριστεροί συνταγματολόγοι, υποψήφιοι βουλευτές δημοσιογράφοι ανέλαβαν τη νομική και πολιτική υποστήριξη της Χ. Αυγής. Οι ενέργειες της δικαιοσύνης έχουν οριακή νομιμότητα, ο ένας, προβοκάτσια η δολοφονία του Παύλου Φύσσα για να κοπάσουν οι απεργίες και οι μαζικές αντιδράσεις απέναντι στην κυβερνητική πολιτική, ο άλλος. Τα ίδια έλεγαν και στη Μαρφίν. Ο τρίτος προχωράει πιο πέρα, ανακαλύπτει αυτόν που έδωσε την εντολή κάπου εκτός της ΧΑ, στους κυβερνητικούς κύκλους. Δεν ξαφνιάζομαι. Η όσμωση έχει συντελεστεί καιρό τώρα. Ο ανορθολογισμός, ο αυταρχικός ολοκληρωτικός λόγος, η ρητορική του μίσους δεν έχουν ιδεολογικά πρόσημα, δεξιά κι αριστερά. Το μέτωπο της καθυστέρησης έχει κυρίως συμφέροντα. Θα είναι αντίθετο σε κάθε προσπάθεια επαναφοράς στην ομαλή, δημοκρατική ζωή.

Όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ από το 2011. Από το 7% των εκλογών, από το 12-15% που έδιναν οι δημοσκοπήσεις, 100 άτομα ήταν στο πεζοδρόμιο απέναντι στη Σχολή Ευελπίδων, όταν οι βουλευτές της οργάνωσης έφταναν στον εισαγγελέα. Θέλω να είμαι αισιόδοξος. Ίσως αυτή η διολίσθηση της χώρας στον τυφλό παροξυσμό, αυτή η εύκολη, δεκτική απορρόφηση κάθε ολοκληρωτικής, βίαιης, αντιδημοκρατικής ιδέας, να οφείλεται στο σοκ, στο πρώτο στάδιο αντίδρασης, στην άρνηση και την οργή. Δεν μπορεί να μου συμβαίνει αυτό εμένα, βρείτε μου το φταίχτη να τον σκοτώσω.

Καθώς η κοινωνία συνειδητοποιεί τι της συνέβη και προσπαθεί να αντιδράσει, όσοι τυχοδιωκτικά ακόμα προσπαθούν να συντηρήσουν μια ατμόσφαιρα έντασης, βίας, στρατοπέδων και διχαστικών διαχωρισμών, θα βρεθούν προ εκπλήξεων. Οι κοινωνίες συχνά αυτοκτονούν αλλά διαθέτουν και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης.