Πλούσια σε εντυπώσεις αλλά και νέα δεδομένα η πρώτη περίοδος προσαρμογής της νέας κυβέρνησης στο Ευρωπαϊκό πλαίσιο. Παρά το κλίμα ανακούφισης που προκάλεσε τελικά η συμφωνία στο Γιουρογκρούπ και η τελικά η διατύπωση της αίτησης για την παράταση του μνημονίου (επιστολή Βαρουφάκη) για να δοθεί χρόνος να συμφωνηθεί το τρίτο κατά σειρά, η προσωπική μου άποψη είναι ότι οι κίνδυνοι για την χώρα και την κοινωνία μας μεγάλωσαν μάλλον παρά περιορίστηκαν. Οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι αναπτύσσονται υπογείως, δηλαδή κάτω από την θεατρινίστικη ρητορεία που καθιερώθηκε πια ως χαρακτηριστικό ύφος της κουλτούρας των κυβερνητικών. Ένα ισοζύγιο ευμενών και δυσμενών δεδομένων που προέκυψαν μπορεί να τεκμηριώσει άνετα αυτή την απαισιόδοξη άποψη. Ας το επιχειρήσουμε.
Κατά την άποψή μου το εντυπωσιακότερο εύρημα της περιόδου αυτής είναι ότι το 80% της κοινής γνώμης υποστηρίζει μια διαπραγμάτευση που το κυριότερο χαρακτηριστικό της είναι η ασάφεια και το θέατρο. Αυτό που άρεσε προφανώς είναι το στυλ της διαπραγμάτευσης. Ένα στυλ ποδοσφαιρικού τσαμπουκά που εξ αντικειμένου κρύβει την ουσία των διακυβευμάτων επειδή αυτός ακριβώς είναι ο σκοπός του θεάτρου που στήθηκε. Εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι επίσης ότι σύσσωμη η αντιπολίτευση σιγόνταρε αυτήν την αντίληψη περί διαπραγμάτευσης προσχωρώντας θορυβωδώς στο απλοϊκό σύνθημα ότι όταν διαπραγματεύεται η πατρίς όλοι πρέπει να την στηρίζουμε. Βέβαια είναι φανερό ότι δεν διαπραγματεύθηκε η πατρίς αλλά η συγκεκριμένη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ που κάθε άλλο παρά φαντασιακή κοινότητας (κατά Άντερσον) είναι. Και η συγκεκριμένη κυβέρνηση είχε και έχει συγκεκριμένη (όσο γίνεται) ατζέντα, συγκεκριμένο ύφος και συγκεκριμένη διαπραγματευτική τακτική. Όλα αυτά δεν δικαιολογούν καμία αναστολή της κριτικής αντιπαράθεσης ούτε κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων. Στην πραγματικότητα η αυτολογοκρισία της αντιπολίτευσης έχει την ίδια έννοια που έχει και η αντίληψη του κρίσιμου 80%, δηλαδή η αξιολόγηση του ύφους πάνω από την ουσία. Όταν το ύφος κρύβει την ουσία είναι κλασσική περίπτωση εξαπάτησης του κοινού. Άρα το 80% του κοινού ηδονίζεται όταν το κοροϊδεύουν! Πρόκειται για σπουδαίο εύρημα πολιτισμικής έρευνας που πρέπει να μας απασχολήσει συστηματικά. Προσωπικά θεωρώ τραγικό να διαπιστώνω ότι σε μια περίοδο που κυριολεκτικά κινδυνεύει το μέλλον της κοινωνίας μας, η κοινωνία δεν προβάλλει σώμα ορθολογικής κινητοποίησης αλλά μένει βυθισμένη σε ψυχαναλυτικού τύπου καταστάσεις.
Αλλά, μήπως πράγματι οι διαπραγματεύσεις των ημερών δεν είχαν ουσιαστικό περιεχόμενο και αφορούσαν μόνο αναμέτρηση γοήτρων; Κάθε άλλο. Αν σε κάτι βοήθησε το θέατρο που έστησε η κυβέρνηση για να βλέπει το κοινό στο εσωτερικό της χώρας ωφέλησε σε κάτι, είναι ότι για πρώτη φορά εκτέθηκαν ανοιχτά όλα τα δεδομένα που στις σοβαρές διεθνείς διαπραγματεύσεις κατά κανόνα μένουν πίσω από κλειστές πόρτες. Μπορεί να εκτέθηκαν με στρεβλό τρόπο, υπακούοντας στις επικοινωνιακές ανάγκες της κυβέρνησης, αλλά οπωσδήποτε προσέφεραν υλικό για κάθε ευφυή πολίτη να καταλάβει πολλά. Παρά ταύτα, η σκηνοθεσία των διαπραγματεύσεων είχε και αυτή το ενδιαφέρον της επειδή αποτελεί καθεαυτή γεγονός και ως γνωστό τα γεγονότα επηρεάζουν την ροή των πραγμάτων. Πριν, λοιπόν, ασχοληθούμε με την ουσία των διαπραγματεύσεων και αξιολογήσουμε την έκβασή τους, ας σταθούμε για λίγο στις επιπτώσεις της σκηνοθεσίας.
Η σκηνοθεσία υπήρξε βάναυσα αντιευρωπαϊκή, εθνικιστική και λαϊκιστική. Αν λοιπόν αυτή η σκηνοθεσία κέρδισε την υποστήριξη του 80% του κοινού, αυτό σημαίνει ότι βάθυνε απειλητικά ό αντιευρωπαϊσμός, και ο εθνικολαϊκισμός στην άτυχη κοινωνία μας. Σε αυτό βοήθησε και η στάση κυρίως της Νέας Δημοκρατίας που εμμανώς προσπαθεί να προβάλει το υποθετικό επίτευγμά της ότι αυτή θα οδηγούσε τη χώρα εκτός μνημονίου (υποκρυπτόμενος αλλά προφανής αντιμνημονιακός λόγος) ενώ τώρα η κυβέρνηση οδηγεί την χώρα σε νέο μνημόνιο. Σάμπως αυτό να είναι το πρόβλημα και όχι ότι η χώρα εξακολουθεί να έχει ανάγκη εξωτερικής βοήθειας για να μη καταρρεύσει σε κατάσταση αποτυχημένου κράτους (failing state). Να το θυμηθεί ο αναγνώστης: Αυτή την ζύμωση και εμπέδωση αντιευρωπαϊκού πνεύματος θα την πληρώσουμε πολύ ακριβά στα άμεσο μέλλον, όταν θα είναι πλέον καταφανές ότι, χωρίς την ευρωπαϊκή τεχνογνωσία και τα ευρωπαϊκά πρότυπα δεν μπορούμε να λύσουμε σχεδόν κανένα από τα θεμελιώδη δομικά ή διαρθρωτικά μας προβλήματα. Θα την πάθουμε όπως οι πρόγονοί μας που για να αποτρέψουν «την βαυαροκρατία» έκλεισαν την πόρτα ερμητικά στον εκσυγχρονισμό του νεαρού μας κράτους.
Πάμε τώρα στην ουσία που έχει η έκβαση της «σκληρής» διαπραγμάτευσης. Η ουσία είναι ότι με την επιστολή Βαρουφάκη που εγκρίθηκε από το Eurogroup ως βάση για την διαμόρφωση του τελικού προγράμματος στήριξης στη διάρκεια των τεσσάρων μηνών της προθεσμίας που πήραμε, επιβεβαιώνεται το πλαίσιο πάνω στο οποίο στηρίζεται μέχρι τώρα η συμπαράσταση των εταίρων μας και του ΔΝΤ. Επισφραγίζεται το αδιαπραγμάτευτο της δημοσιονομικής εξισορρόπησης και εμπεδώνεται η αναγκαιότητα της εσωτερικής υποτίμησης. Όλα τα άλλα είναι λεπτομέρειες που εμπραγματώνουν τους δύο αυτούς στρατηγικούς στόχους. Ακόμη και η υποτιθέμενη «υποχώρηση» του Ε. στο να δεχτεί και τα μέτρα αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης, δεν είναι τίποτα το καινούργιο. Τέτοια μέτρα θα μπορούσε να πάρει η οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση, αρκεί να της το επέτρεπαν τα δημόσια οικονομικά της. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να ομολογήσει, ότι αν δεν είχε κληρονομήσει πλεονασματικό προϋπολογισμό από την προηγούμενη κυβέρνηση δεν θα μπορούσε ούτε αναφορά να κάνει σε τέτοια μέτρα. Το κρίσιμο είναι, τώρα, το πώς θα διαμορφώσει ένα πρόγραμμα σε αυτό το πεδίο που να μη αντιβαίνει στις αναγκαιότητες της αγοράς εργασίας που οφείλουν να συμβιβάζονται με την ανάπτυξη επενδύσεων, ώστε το πρόβλημα της φτώχιας να λυθεί με την απασχόληση και όχι με την οποιαδήποτε επιδοματική πολιτική κοινωνικής ελεημοσύνης. Είναι πέρα από κάθε φαντασία, ότι μια χώρα των δέκα εκατομμυρίων μπορεί για πολύ να αντιμετωπίζει την ανεργία του 1,5 εκατομμυρίου και των φτώχια των 2,5 εκατομμυρίων με μεταβιβαστικές πληρωμές από τον δημόσιο κορβανά.
Δεύτερο σημείο ουσίας είναι ότι αναγνωρίζεται η αναγκαιότητα διαρθρωτικών αλλαγών σε κρίσιμους τομείς της κοινωνικής μας ζωής, αλλά ταυτόχρονα αγνοούνται ορισμένοι τομείς με χαρακτηριστική παρασιώπηση. Είναι προφανές ότι χρειάζονται να γίνουν πολλά στη δημόσια διοίκηση, την κοινωνική ασφάλιση, τη φορολογία και την διαφθορά. Γιατί, όμως, δεν αναφέρεται το παραμικρό για την εκπαίδευση; Ξέρω ότι είναι θεσμικός όρος στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού κεκτημένου, ότι τα της παιδείας αποτελούν εθνικό μονοπώλιο πολιτικής. Παρά ταύτα, εφόσον η κυβέρνηση ρητά συνομολογεί ότι θα αξιοποιήσει την εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ, ποιος είναι ο λόγος που παραλείπει να αναφέρει ένα κεφαλαιώδες μέρος της εργαλειοθήκης είναι οι θέσεις του Οργανισμού για την αποτελεσματική Εκπαίδευση; Αυτή η παράλειψη μας φέρνει και στην ουσία των συμφωνηθέντων όπου εμφωλεύουν οι μεγάλοι κίνδυνοι. Ήδη τα πρώτα δείγματα της εκπαιδευτικής πολιτικής είναι τουλάχιστο αναχρονιστικά.
Τρίτο, εμπεδώνεται ως κύριος πυλώνας των πολιτικών ο εκσυγχρονισμός με μεταρρυθμίσεις. Οι μεταρρυθμίσεις, όμως, (επιτέλους ο όρος αρχίζει να γίνεται της μόδας) δεν έχουν αυτονόητο περιεχόμενο. Κάθε πρόταση μεταρρύθμισης έχει προσανατολισμό, σχετίζεται με κοινωνικές και πολιτικές αξίες και έχει τελικό στόχο από τον οποίο και κρίνεται. Για να μείνουμε στο ίδιο θέμα της προηγούμενης παραγράφου, για παράδειγμα, η μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης μπορεί να έχει τον προσανατολισμό του Μπαλτά (ερζάτς μαρξιστικός εξισωτισμός) ή των στρατηγικών που έχουν επιλεγεί από τον ΟΟΣΑ ως οι καλλίτερες πρακτικές (μεταρρυθμίσεις τύπου Φινλανδίας, Νέας Ζηλανδίας κ.ο.κ.). Στην πρώτη περίπτωση, η μεταρρύθμιση θα οδηγήσεις σε απερίγραπτη παρακμή του αναπαραγωγικού μηχανισμού του κοινωνικού και ανθρώπινου κεφαλαίου, στη δεύτερη έχουμε ελπίδα να δούμε το έθνος μας να στήνεται ξανά στα πόδια του. Κάτι ανάλογο ισχύει και με την μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης. Άλλο είναι να μιλήσουμε για διοίκηση με στόχους και έλεγχο αξιολόγησης, και άλλο να ξεκινήσουμε μια αναδιοργάνωση σύμφωνα με τα κελεύσματα των δημοσιοϋπαλληλικών συντεχνιών. Η πρώτη εικόνα, με τον κ. Τσουκαλά Γενικό Γραμματέα με τις αρμοδιότητες αυτές, είναι τουλάχιστο απελπιστική.
Όλες οι ενδείξεις μέχρι στιγμή είναι ότι η πρώτη επιλογή της κυβέρνησης είναι να ερμηνεύσει τις μεταρρυθμιστικές δεσμεύσεις που ανέλαβε μέσα από το πρίσμα του καταστροφικού λαϊκισμού της. Τον πολιτικό λόγο της σχεδόν μονοπωλεί το «κράτος» αλλά το πεδίο όπου «συμβαίνει» η ανάπτυξη, δηλαδή η ιδιωτική οικονομία, μένει πεισματικά έξω και από το πλαίσιο της συμφωνίας αλλά και έξω από τα συμφραζόμενα της πολιτικής ρητορείας. Ταυτόχρονα, τα δείγματα πολιτικής μέχρι στιγμή δείχνουν ότι προτάσσει το βραχυπρόθεσμο «συμφέρον» των συντεχνιών που είναι πελάτες της και αγνοεί τις στρατηγικές διαστάσεις των επιλογών που επιτάσσει το κοινωνικό και διαγενεακό συμφέρον. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η δραματική αλλαγή ύφους και ατμόσφαιρα στον πολιτικό λόγο για τα ασφαλιστικά. Ξαφνικά, από την αγωνία πως θα διαμορφωθεί ένα μακροπρόθεσμα βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα, που κυριαρχούσε την προηγούμενη περίοδο, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα μονότονο λόγο για το πώς θα πληρωθούν οι τρέχουσες συντάξεις με ταμειακά τεχνάσματα (ρέπος, επιχορηγήσεις του προϋπολογισμού κλπ.) για να μη κακοκαρδιστεί η εκλογική πελατεία.
Σε αυτή την εμπραγμάτωση των γενικολογιών της επιστολής Βαρουφάκη κρύβεται η ουσία του ζητήματος. Είναι φανερό, ότι το τετράμηνο που βρίσκεται μπροστά μας θα έχουμε αλλεπάλληλες συγκρούσεις μεταξύ εκσυγχρονιστικής μεταρρυθμιστικής στρατηγικής και λαϊκίστικης υπεκφυγής. Ο ρόλος, δε, της αντιπολίτευσης, προς τα εκεί πρέπει να κατατείνει και όχι να αναμασά την προφανή ακόμη και για τον κ. Γλέζο, δικαίωσή της από την κωλοτούμπα. Η κωλοτούμπα έγινε και το ρολλάρισμα θα συνεχίζεται επί τετράμηνο. Σημασία έχει, όμως, το που θα καταλήξει. Και αυτό δεν είναι καθόλου αυτονόητο. Οι κίνδυνοι είναι κρυφοί μεν αλλά μεγάλοι.
Στο μεταξύ, η απρονοησία της κυβέρνησης να διασφαλίσει πρώτα την ρευστότητα του δημοσίου με εξωτερική βοήθεια, έχει ήδη μεταβάλει το δημόσιο σε βδέλλα του τραπεζικού συστήματος και ανταγωνίζεται από θέση αυθαίρετης ισχύος τις επιχειρήσεις για την εξασφάλιση πιστώσεων. Αφού το τραπεζικό σύστημα υπέστη θανατερή αφαίμαξη από την φυγή καταθέσεων εξ αιτίας του πολιτικού ρίσκου που η ίδια η κυβέρνηση προκάλεσε, τώρα χάνει επίσης αίμα για να αιμοδοτήσει το παμφάγο δημόσιο. Αυτό πετυχαίνει η κυβέρνηση με την συνεχή έκδοση εντόκων γραμματίων, και με την μετακύλυση παλιότερων εκδόσεων, που τείνουν ήδη να μετατρέψουν ένα μέρος των εντόκων γραμματίων σε μεσοπρόθεσμα ομόλογα και επιπλέον με την απειλή ότι θα χρησιμοποιήσει τη μέθοδο των ρέπος για να μαζέψει ρευστότητα ακόμη και από τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες ποιος σοβαρός άνθρωπος μπορεί μιλήσει για αναπτυξιακή πολιτική; Πώς θα προκύψει ανάπτυξη – δηλαδή επενδύσεις και αύξηση παραγωγής- όταν το κράτος ρουφάει σαν πεινασμένη βδέλλα ακόμη και αυτή την ισχνή αποταμίευση που έχει παραμείνει στο τραπεζικό σύστημα; Είναι βέβαιο, ότι το ταμειακό πρόβλημα που προκάλεσε ή ίδια η κυβέρνηση θα αντιτίθεται για πολύ καιρό πλέον στις ανάγκες της αγοράς για ρευστότητα. Αλλά τι τον νοιάζει τον ΣΥΡΙΖΑ αφού γιαυτόν το Κράτος είναι το σύμπαν του; Όσο για καθαρές εισροές ιδιωτικών κεφαλαίων; Αρκεί να ακούσει κανείς τις πεισματικές δηλώσεις του κ. Λαφαζάνη για να πάρει τις αποστάσεις του.
Δεν είμαι καθόλου βέβαιος για το πόσο θα αντέξει η κυβέρνηση τον δρόμο που η ίδια διάλεξε για να συμφωνήσει με τους εταίρους μας. Είμαι όμως βέβαιος, ότι η χώρα θα αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα αν η κυβέρνηση επιμείνει να ερμηνεύσει στη πράξη τις υποχρεώσεις που ανέλαβε ως προσχήματα για να κάνει το δικό της. Οι τέσσερις μήνες που έχουμε μπροστά μας θα δείξουν χωρίς υπεκφυγές ολόκληρο το σενάριο που είχε γραμμένο ή τώρα γράφει ο ΣΥΡΙΖΑ.