Λίγο πριν από τον ισπανικό εμφύλιο ένας διανοούμενος, ο Λόρκα αν δεν με απατά η μνήμη μου, ίσως όμως και όχι, περιέγραφε μια σκηνή σε λεωφορείο της Μαδρίτης. Σε μια στάση μπήκε μια νέα κοπέλα, πολύ όμορφη, καλοντυμένη, εμφανώς αστικής καταγωγής. Αντί του θαυμασμού ωστόσο εισέπραξε το γεμάτο μίσος βλέμμα του οδηγού. Τότε κατάλαβα, σχολίασε ο παρατηρητής, ότι τα πράγματα πάνε πολύ άσχημα: τα πολιτικά πάθη υπερισχύουν ακόμα και της ερωτικής έλξης μεταξύ δυο νέων ανθρώπων.
Ακόμα δεν έχουμε φτάσει σε τέτοιο σημείο. Oποιος παρακολουθεί ωστόσο τα σχόλια στα κοινωνικά δίκτυα γνωρίζει ότι είμαστε κοντά. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις το μίσος περισσεύει. Μίσος για συγκεκριμένα πρόσωπα. Oχι για κάποιες πράξεις τους αλλά για ό,τι αντιπροσωπεύουν ή νομίζουμε ότι αντιπροσωπεύουν. Πρόκειται για την κληρονομιά πέντε χρόνων εθνολαϊκιστικής προπαγάνδας. Δεν μας έχει φέρει στα πρόθυρα εμφυλίου, αλλά δηλητηριάζει την πολιτική ζωή και κάτω από προϋποθέσεις μπορεί στ’ αλήθεια να απειλήσει τη δημοκρατία.
Hδη υπάρχουν πολλά επιβαρυντικά χαρακτηριστικά. Η αντιμετώπιση των μέσων ενημέρωσης από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ασφαλώς ένα. Η στοχοποίηση δημοσιογράφων και οι αδιάκοπες καταγγελίες ήταν στην ημερήσια διάταξη όλα αυτά τα χρόνια. Oποιος διαφωνεί είναι εξ ορισμού παπαγαλάκι. Στην Κουμουνδούρου ωστόσο έχουν βάλει στόχο τον ολοκληρωτικό έλεγχο των ραδιοτηλεοπτικών μέσων καταθέτοντας έναν νόμο που δίνει πρωτοφανείς εξουσίες στον υπουργό. Την ίδια στιγμή η Ελλάδα θα είναι η πρώτη ίσως ευρωπαϊκή χώρα που θα αποκτήσει και κρατική εφημερίδα, επιδοτούμενη από τις εξίσου κρατικές τράπεζες, καθώς το επίσης κρατικό Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων σχεδιάζει την έκδοση δωρεάν φύλλου! Η νέα «Πράβδα».
Πρόκειται για την αποθέωση της προπαγάνδας, η οποία αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό κάθε αντιδημοκρατικού καθεστώτος και συνοδεύεται βέβαια από έναν στρεψόδικο πολιτικό λόγο που κάνει το άσπρο μαύρο: Υπογράφουμε νέο μνημόνιο με τη στήριξη της αντιπολίτευσης και την ίδια στιγμή καταγγέλλουμε τα μνημόνια και φυσικά την αντιπολίτευση. Ξεχωριστό κεφάλαιο φυσικά αποτελεί και ο λόγος της κ. Κωνσταντοπούλου, που επιχειρεί να ενοχοποιήσει πρόσωπα και πολιτικές διαστρεβλώνοντας κάθε όρο της νομικής και της πολιτικής επιστήμης. Λόγος με ιδιαίτερη βαρύτητα μόνο λόγω του θεσμικού της ρόλου και του πρωτοφανούς τρόπου με τον οποίο διευθύνει τις συζητήσεις στη Βουλή. Με τέτοιους όρους είναι βέβαια αδύνατον να υπάρξει σοβαρός διάλογος. Είμαστε καταδικασμένοι στη διατήρηση ενός πολεμικού κλίματος, παρά τη βαθιά οικονομική κρίση που δοκιμάζει την κοινωνική συνοχή.
Και πάλι όλα αυτά δεν συνιστούν εκτροπή. Oσο η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση διατηρεί εν ζωή τις τράπεζες και όσο οι (νέες) εισοδηματικές απώλειες παραμένουν διαχειρίσιμες, το πιθανότερο είναι ότι το πολιτικό σύστημα θα επιβιώσει. Βαριά τραυματισμένο, με ενίσχυση των πιο ακραίων αντιδημοκρατικών φωνών, με την πολιτική τάξη υπό διαρκή αμφισβήτηση, αλλά ζωντανό. Για όσους είχαν παρακολουθήσει τις συζητήσεις για την ένταξη της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ, το επιχείρημα για την προστασία της δημοκρατίας τώρα δικαιώνεται. Αυτό όμως θα αλλάξει αν οδηγηθούμε σε ρήξη με την Ευρώπη.
Ο κίνδυνος έχει υποχωρήσει, παραμένει όμως υπαρκτός. Η κυβέρνηση δείχνει αποφασισμένη να καταλήξει σε συμφωνία, αυτό όμως μένει να επιβεβαιωθεί όταν θα γίνει γνωστό όλο το πακέτο των δύσκολων μέτρων. Και βέβαια ο κ. Τσίπρας δεν έχει ακόμα ελέγξει τις εξελίξεις στο κόμμα του, όπου ένα μεγάλο μέρος επιδιώκει τη ρήξη και τη δραχμή. Αυτό το κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ συνιστά σήμερα και τη μεγαλύτερη, αλλά όχι τη μόνη, απειλή για τη δημοκρατία.
Οι αποκαλύψεις των τελευταίων εβδομάδων και οι προτάσεις του κ. Λαφαζάνη για πραξικοπηματικό ρεσάλτο στο ρευστό της Κεντρικής Τράπεζας απλώς ανέδειξαν την περιφρόνηση του Αριστερού Ρεύματος και των συναφών συνιστωσών στους θεσμούς της «αστικής δημοκρατίας». Ως γνήσιοι κομμουνιστές επιδιώκουν τη δημιουργία έκτακτων συνθηκών στην οικονομία, ακριβώς για να υπάρξει και δημοκρατία έκτακτων συνθηκών. Μέχρι σήμερα η πολιτική τους ήταν να κρατάνε χαμηλό προφίλ και να ορκίζονται υποκριτικά στην κομματική νομιμότητα, ακριβώς γιατί γνώριζαν ότι οι εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ οδηγούσαν με μαθηματική βεβαιότητα στη ρήξη. Η οποία αποφεύχθηκε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή όταν ο κ. Τσίπρας συνειδητοποίησε τι θα σημαίνει, πανικοβλήθηκε και έκανε πίσω.
Με τα σημερινά δεδομένα τόσο στην κοινωνία όσο και στη Βουλή υπάρχει ισχυρή ευρωπαϊκή πλειοψηφία. Eχουμε όμως μπροστά μας μια εξαιρετικά δύσκολη διετία, στη διάρκεια της οποίας κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ούτε τις κοινωνικές εντάσεις ούτε τις πολιτικές ανατροπές. Μέχρι στιγμής η αντιπολίτευση έχει τηρήσει στάση ευθύνης στηρίζοντας τον κ. Τσίπρα. Δυστυχώς χωρίς ανταπόκριση. Η ροπή του πολιτικού συστήματος άλλωστε προς τον τυφλό λαϊκισμό είναι ακατανίκητη. Ας έχουμε τουλάχιστον κατά νου ότι τώρα πια κρίνονται πολύ περισσότερα από το ευρώ και τη συμμετοχή μας στην Eυρωζώνη.