Η φιλικά διακείμενη προς του σοσιαλδημοκράτες “Ζουντντόιτσε Τσάιτουνγκ” του Μονάχου έγραφε το Σάββατο το βράδυ, ότι η Κεντροαριστερά διαχειρίστηκε με απίστευτη αδεξιότητα το ζήτημα της κατανομής των κορυφαίων θέσεων της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αν κοιτάξει κανείς τα όσα συνέβησαν από την περίοδο πριν τις ευρωεκλογές και μετά στην Ευρώπη θα δει ότι δεν έχει και πολύ άδικο. Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία κατέβηκε με στόχο να αναδειχτεί πρώτη δύναμη στην εκλογική μάχη της 25ης Μαΐου, να επιβάλει τον Μάρτιν Σουλτς ως πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και να “αλλάξει την ατζέντα” στην Ευρώπη, η οποία ακόμα και κατά τον “Εconomist” φαίνεται να οδηγείται οριστικά στα βράχια δεμένη πίσω από το γερμανικό καράβι της τυφλής λιτότητας, που εδώ και μια πενταετία μοιάζει να έχει κλειδώσει το πηδάλιο και δε μπορεί να στρίψει.
Ποιό ήταν το αποτέλεσμα; Η “Κεντροαριστερά” ψήφισε τελικά “με το κεφάλι ψηλά” τον Γιούνκερ, ο Σουλτς επέστρεψε με ελαφρά πηδηματάκια στο αξίωμα, που υποτίθεται ότι είχε εγκαταλείψει και η γερμανική κυβέρνηση έχει την ευχέρεια όχι μόνο να μην συζητά καν για αλλαγή πορείας του νεοφιλελεύθερου Επιβατηγού/Οχηματαγωγού αλλά και να κάνει ανασχηματισμό ακόμα και στη Γαλλία…
Από το Σάββατο το βράδυ η ΕΕ έχει πρόεδρο της Κομμισιόν Χριστιανοδημοκράτη και πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου επίσης. Ο Ντόναλντ Τουσκ είναι σίγουρα ένας ικανός πολιτικός. Αλλά είναι συντηρητικός. Με πολύ πιο “καθαρές” απόψεις σχετικά και από τον προκάτοχό του Χέρμαν φαν Ρομπάι. Και το γεγονός ότι η μόνη γλώσσα, που ουσιαστικά μιλάει είναι γερμανικά δεν αποτελεί απλά ζήτημα συμβολισμού. Οσο για τη “λεπτομέρεια” ότι θα προεδρεύει στις πιθανές έκτακτες συνόδους των μελών της Ευρωζώνης, στην οποία η χώρα του δεν συμμετέχει, σημαίνει ότι πολύ δύσκολα θα μπορεί να προτείνει “δικά του” πράγματα στους ισχυρούς αυτού του κλειστού κλαμπ. Είναι προφανές ποιός θα συνεχίσει να έχει την “πρωτοβουλία κινήσεων και προτάσεων” τη στιγμή μιας ενδεχόμενης μεγάλης κρίσης. Και δεν είναι τυχαίο, ότι ο μόνος Ευρωπαίος ηγέτης που βγήκε το Σαββατόβραδο να πανηγυρίσει για την εκλογή του ήταν η Ανγκέλα Μέρκελ.
Αν και εδώ στην Ελλάδα το ξεχνάμε, η Πολωνία είναι μια από τις πιο μεγάλες πληθυσμιακά χώρες της ΕΕ. Και διεκδικεί εδώ και καιρό και το αντίστοιχο πολιτικό βάρος, που της αναλογεί. Κουβαλώντας φυσικά όλες τις προκαταλήψεις και καχυποψίες, που ιστορικά έχουν προκύψει αλλά και έχουν διαχρονικά καθορίσει τη σχέση της με τη Ρωσία. Η επιλογή λοιπόν ενός Πολωνού για την επάνδρωση αυτού του αξιώματος, σε μια τόσο ευαίσθητη φάση στις ευρωρωσικές σχέσεις αφήνει να διαφανούν και οι γεωπολιτικοί σχεδιασμοί του Βερολίνου, την ώρα που στην Ουκρανία διεξάγεται ένας ακήρυχτος πόλεμος-αποτέλεσμα σε μεγάλο βαθμό και της προηγούμενης ανεύθυνης γερμανικής πολιτικής.
Θα αντιτείνει κανείς ότι με την επιλογή της Φεντερίκα Μογκερίνι οι σοσιαλδημοκράτες πήραν και αυτοί κάτι από την μοιρασιά. Μόνο που αυτή τη θέση, της Υπατης Εκπροσώπου Εξωτερικής Πολιτικής, την είχαν ήδη “κερδίσει” την περασμένη πενταετία για χάρην της Βρετανίδας Λαίδης Αστον. Η παρέμβαση της τελευταίας στην εξωτερική πολιτική ήταν τόσο μεγάλη όσο και αυτή ενός κηπουρού στο περίπλοκο μενού ενός πανάκριβου εστιατορίου… με κήπο. Και όσο και αν θέλει να ελπίζει κανείς ότι η 40χρονη Ιταλίδα υπουργός Εξωτερικών θα είναι πιο δραστήρια και θα επιδιώξει μεγαλύτερη επιρροή, όλα τα στοιχεία συνηγορούν για το αντίθετο. Από τη δική της έλλειψη εμπειρίας μέχρι τους θεσμικούς περιορισμούς του αξιώματός της, που θυμίζει περισσότερο ένα “διπλωμάτη πολυτελείας” παρά ένα “δημιουργό πολιτικής”. Προφανώς και σε αυτή την περίπτωση ο Ματέο Ρέντσι έδωσε μεγαλύτερη σημασία στην εικόνα και όχι στην ουσία.
Αλλωστε μην ξεχνιόμαστε. Ο Μάρτιν Σουλτς έλεγε και ξαναέλεγε, ότι από τη στιγμή που ο πρόεδρος της Κομισιόν θα είναι κεντροδεξιός, η θέση που θα έπρεπε να διεκδικήσει η “Κεντροδεξιά” ήταν αυτή του Προέδρου του Συμβουλίου. Αλλά προφανώς δεν είχε ούτε τα κότσια, ούτε τη συνοχή, ούτε το σχέδιο για να την απαιτήσει.
Καλές και άγιες λοιπόν οι κατά καιρούς “παλικαρίσιες” διαφοροποιήσεις των Ολάντ, Ρέντσι ή Γκάμπριελ από τον “Μερκελισμό” και οι υποσχέσεις τους για “ανάπτυξη” αλλά το καλαθάκι της σοσιαλδημοκρατίας είναι σήμερα ακόμα πιο άδειο από ότι πριν τις ευρωεκλογές. Γιατί ο Μερκελισμός δεν είναι κάποια ασαφής, θεωρητική ιδεολογία αλλά μια κυνική, καθημερινή, πρακτική άσκηση πολιτικής, βασισμένη απόλυτα στον υπολογισμό κόστους-κέρδους. Σε αυτή την λογική έχει εγκλωβιστεί εδώ και χρόνια και η ευρωπαϊκή Κεντροαριστερά, στο όνομα της προσπάθειας της να παραμείνει “υπέυθυνη και κυβερνώσα”. Δεν είναι λοιπόν απλά ζήτημα αδεξιότητας. Δεν κέρδισαν απλά οι Κεντροδεξιοί απέναντι στους Κεντρο-αδέξιους.Το αποτέλεσμα ήταν προβλέψιμο. Αμφίβολο είναι αν προβλέψιμα μπορούν να χαρακτηριστούν και τα όσα θα συντελεστούν την ερχόμενη πενταετία στις ευρωπαϊκές κοινωνίες.