Το τελευταίο διάστημα έχει ανάψει και έχει πάρει δυσανάλογα μεγάλη έκταση η συζήτηση περί των ενδεδειγμένων μετεκλογικών συνεργασιών της δημοκρατικής παράταξης. Η εύπεπτη αυτή πολιτική συζήτηση έχει καλύψει πλήρως κάθε συζήτηση για το πολιτικό πρόγραμμα της παράταξης. Μερικές φωνές που μιλούν επί της ουσίας καλύπτονται από τον θόρυβο της αδιέξοδης συζήτησης περί συνεργασιών και συμπαρομαρτούντων. Ο συνδυασμός των δύο δείχνει μια ανεπίτρεπτη αδυναμία της Παράταξης και κάνει την διαδικασία συγκρότησής της ακόμη πιο δύσκολη από ότι δικαιολογείται εκ των πραγμάτων. Επείγει να αρχίσει ένας ανοιχτός και γόνιμος διάλογος για την πολιτική πρόταση και να σταματήσει η διαλυτική κουβέντα των μελλοντικών συνεργασιών. Και αυτό για τους εξής λόγους:
Πρώτο, για λόγους εκλογικούς. Δηλώνοντας με ποιόν θα συνεργαστείς εκ των προτέρων ουσιαστικά δίνεις οδηγία σε πολλούς ψηφοφόρους να τον προτιμήσουν ακριβώς για τον ίδιο λόγο για τον οποίο λες ότι θέλεις να συνεργαστείς μαζί του. Άρα είναι μια πολύ κακή εκλογική τακτική. Προτάσσω αυτή την παρατήρηση όχι επειδή πιστεύω ότι είναι η ουσιαστικότερη, αλλά απλώς επειδή εκτιμώ ότι είναι πιο εύκολα κατανοήσιμη από τους περισσότερους πιθανούς αναγνώστες. Τα παρακάτω είναι πιο ουσιώδη.
Δεύτερο, όταν συζητάς για θέματα τακτικής χωρίς να αποκαλύπτεις τον στρατηγικό σου στόχο, στην ουσία υποτιμάς την νοημοσύνη των ψηφοφόρων σου τους οποίους καλείς σε ένα παιχνίδι ποδοσφαιρικού τύπου: Σημασία δίνεις σε ποια ομάδα ανήκεις και όχι τι αξία έχει η ομάδα σου. Κι ακόμη χειρότερα: Αν με την επιλογή σου αυτή αφήνεις να εννοηθεί ότι ο στρατηγικός σου στόχος είναι απλώς να κερδίσεις τις εκλογές, τότε κάνεις δεύτερο έγκλημα εις βάρος της δημοκρατίας. Οι εκλογές δεν είναι διαδικασία ανάδειξης του πιο υποσχόμενου μαγαζιού, αλλά η επιλογή των καλλίτερων λύσεων που τεκμηριωμένα το κάθε κόμμα προτείνει για τα πραγματικά προβλήματα. Και από την άποψη αυτή σημασία έχει ακόμη και τα ποια προβλήματα αναγνωρίζεις και τους δίνεις προτεραιότητα. Δηλαδή η ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ που προτείνεις. Είναι πολιτικό και ιστορικό έγκλημα αν η σοσιαλδημοκρατική παράταξη αποφύγει, ιδίως αυτή την ώρα, να προβάλει με σαφήνεια της ιδεολογική της ταυτότητα.
Τρίτο, και όχι λιγότερο σημαντικό, δίνεις αέρα στα πανιά των ιδεοληπτικών κομμάτων που στην ουσία υπονομεύουν με την δράση τους την ίδια την δημοκρατία που εσύ υποτίθεται ότι υπερασπίζεσαι. Η συριζαίικη αριστερά, η Χρυσή Αυγή, οι Ανεξάρτητοι Έλληνες και όλα τα εθνικολαϊκιστικά μορφώματα ξεπερνούν κάθε ορθολογικό πολιτικό σχήμα στην αερολογία των μεγάλων λόγων που συνεγείρουν τις μάζες «μαζοποιώντας» το πολιτικό σώμα. Με την πολιτική των συνεχών αναφορών στο εκλογικό παιχνίδι χωρίς συγκεκριμένη αναφορά σε πολιτικό πρόγραμμα ρίχνεις νερό στο μύλο της μαζοποίησης του εκλογικού σώματος και υπονομεύεις την ουσία της δημοκρατίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έπαιξε το παιχνίδι της πολιτικής εξαπάτησης με το περίφημο προεκλογικό του πρόγραμμα του ’15. Το χαρτί αυτό έχει πλέον καεί. Η αποκάλυψη της απάτης του υπήρξε τόσο κραυγαλέα ώστε αποτυπώθηκε ήδη στην φθίση της εκλογικής επιρροής του. Το δεδομένο αυτό είναι ευεργετικό για το πολιτικό σύστημα: Το προστατεύει τώρα από την επιρροή του εθνικολαϊκισμού σε κάποιο βαθμό. Ταυτόχρονα, όμως, περιορίζει τις δυνατότητες απλοϊκού παιχνιδιού της σοσιαλδημοκρατικής παράταξης και την αναγκάζει να μιλήσει πλέον επί της ουσίας των πολιτικών διακυβευμάτων. Αν το κάνει – και πρέπει να το κάνει- θα πετύχει ταυτόχρονα και μια σπουδαία αναβάθμιση της ποιότητας του πολιτικού μας συστήματος, αφού θα υποχρεώσει και τους εκλογικούς της αντιπάλους να ανοίξουν και εκείνοι τα χαρτιά τους. Αυτό επιτάσσει, άλλωστε, και ο σεβασμός που πρέπει να έχουμε για την νοημοσύνη και το ήθος των συμπολιτών μας.
Η αρχή της συζήτησης επί της πολιτικής αξίας ισχύει και για τις διαδικασίες που διαμορφώνονται κατά την πορεία συγκρότησης της ενιαίας σοσιαλδημοκρατικής παράταξης. Το κομμάτια που σήμερα απεικονίζουν τον θρυμματισμένο χώρο πρέπει επειγόντως να μεταφέρουν την διαβούλευση τους στον χώρο του λεπτομερούς, σαφούς και τεκμηριωμένου πολίτικου προγράμματος και να αφήσουν στο παρασκήνιο τις τακτικές συζητήσεις τους. Ο λαός πρέπει να ακούει τον ξεκάθαρο λόγο τους επί της ουσίας και να μη παρασύρεται σε μια πολυδιασπαστική συζήτηση του «ποιος και με ποιόν».
Ευτυχώς, η παράταξη, με τις πολλαπλές κινήσεις της, έχει σήμερα το υπόβαθρο να μιλήσει επί της ουσίας και έξω από τον παραδοσιακό ξύλινο κομματικό λόγο. Ηγετικές φυσιογνωμίες του χώρου έχουν δείξει σημαντικά δείγματα ουσιαστικού λόγου. Άρα το πλεονέκτημα το έχουμε. Ήλθε πια η ώρα να το αξιοποιήσουμε συστηματικά. Μην συμβάλλουμε στο σάπισμα του χώρου πριν ακόμη ανοίξει όλες τις παντιέρες του.