Το πρωτοποριακό θεατρικό ρεύμα, του Θεάτρου του Παραλόγου, εμφανίστηκε και κυριάρχησε στη δεκαετία του 1950. Κύρια χαρακτηριστικά του είναι η γλωσσική ασυναρτησία (τα λόγια και οι πράξεις δε συνδέονται λογικά) και η παρωδία καθιερωμένων αξιών. Ως πνευματικός καρπός του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου εκφράζει την έκπτωση των οραμάτων και το παράλογο της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα σε ένα μάταιο κόσμο.
Ο Ουγγρικής καταγωγής Άγγλος θεατρικός συγγραφέας και κριτικός, Μάρτιν Τζούλιους Έσλιν (Martin Julius Esslin, γνωστός για την επινόηση του όρου «Θέατρο του Παραλόγου» στο ομότιτλο έργο του (1962) γράφει:«Το θέατρο του παραλόγου αγωνίζεται να εκφράσει την λογική του για τον παραλογισμό της ανθρώπινης συνθήκης και την ανεπάρκεια της ορθολογικής προσέγγισης μέσω της ανοιχτής εγκατάλειψης των ορθολογικών τεχνασμάτων και της α-συνεχούς σκέψης».
Μετά το 1942 ο Αλμπέρ Καμύ έθετε απλά το ερώτημα: «Αφού η ζωή έχει χάσει πια κάθε νόημα, ύστερα από ένα πόλεμο που έχει σαρώσει όλες τις ανθρώπινες αξίες, τις ελπίδες, την πίστη, γιατί να μην αποζητά κανείς τη λύτρωση στην αυτοκτονία;» Ο άνθρωπος μόνος, προδομένος, μέσα σ’ έναν κόσμο «παράλογο και εχθρικό», κατά τον χαρακτηρισμό του συγγραφέα, με τις πληγές και τη βίωση των πληγών, συνειδητοποιεί τη γυμνότητά του, τον τρόμο του, τη μη δικαίωσή του, μπρος στις σαρωμένες αξίες και στην ποδοπατημένη του αξιοπρέπεια. Τη στιγμή αυτή αρχίζει η αναζήτηση σε όλους τους τομείς της ζωής. Γεννιούνται οι νέες τάσεις και οι νέες εκφραστικές μορφές. Γεννιέται το Θέατρο του Παραλόγου.
Το Θέατρο του Παραλόγου δεν το απασχολεί η παρουσίαση των προβλημάτων ή η μοίρα των ηρώων του, καθώς δεν εκφράζει μία θέση και δεν μεταφέρει κάποιο ηθικό η κοινωνικό δίδαγμα, ούτε φιλονικεί γύρω από τα ιδεολογικά επιχειρήματα. Είναι φυσικό, λοιπόν, να μην υπάρχει αναπαράσταση γεγονότων ή αφήγηση των περιπετειών του ήρωα ή τα ανθρώπινα πάθη, που θα έκαναν την ιστορία δραματική με τη συνηθισμένη έννοια του όρου. Στο Θέατρο του Παραλόγου η τραγικότητα έγκειται στη σκιαγράφηση των επιφανειακών και ανιαρών ανθρώπινων σχέσεων. Η πλοκή σχεδόν ποτέ δεν ενδιαφέρει τα κείμενα του. Συνήθως αποτυπώνεται μία παράλογη ροή ενώ, κάποιες φορές μπορεί να υπάρχει ένας χαρακτήρας φαινομενικά κεντρικός, που δεν εμφανίζεται και φορτίζει την πλοκή με μυστήριο. Αυτά τα πρόσωπα - φαντάσματα συμβολίζουν όλους τους εξωτερικούς, φαινομενικά κεντρικούς αλλά πρακτικά αόρατους παράγοντες που διαμορφώνουν την καθημερινότητα ενός ανθρώπου. Η απουσία, η κενότητα, η ανυπαρξία και τα άλυτα μυστήρια σε συνδυασμό με την αίσθηση του μεταφυσικού άγχους για το παράλογο της ανθρώπινης ύπαρξης είναι τα κεντρικά θέματα στην πραγματικότητα.
Οι κατά κανόνα στερεοτυπικοί και επίπεδοι χαρακτήρες, κινούνται σε ένα ακατανόητο σύμπαν χωρίς ορθολογικές σκέψεις. Στο θέατρο του παραλόγου, η πλοκή, η δομή και οι χαρακτήρες μοιάζουν σε πλήρη σύγχυση.
Ο Ionesco έγραψε το έργο Les Chaises (Καρέκλες) το 1952. Ήδη από τη Φαλακρή Τραγουδίστρια εφορμά εναντίον του μέχρι τότε γνωστού θεάτρου μέσα από μια γραφή που βάλει κατά της συμβατικότητας, της πραγματικότητας και του ορθολογισμού με όπλα τη φαντασία, τα όνειρα και το σκάλισμα της συνείδησης. Ο συγγραφέας με μοχλό την λεπτοκαμωμένη παρωδία σηκώνει ασύλληπτους τόνους σοβαροφάνειας, παίρνει θέματα που κατακλύζουν, ματώνουν, τρυπούν την ανθρώπινη ύπαρξη και με ανεστραμμένο ρεαλισμό λογχίζει την αδυναμία του ανθρώπου να βρει κάποια διέξοδο από τις ασφυκτικές κλειστές πόρτες του προορισμού του, διερευνά τον αγώνα μεταξύ του θετικού και του αρνητικού, τη γλίτσα που αφήνει στα δάχτυλα της σκέψης η έννοια του θανάτου, εξετάζει με πικρό χαμόγελο την αιώνια διαμάχη του καλού με το κακό. Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, (Ελένη Γερασιμίδου - Αντώνης Ξένος) κατοικούν σε έναν νησί απομονωμένοι από τους άλλους ανθρώπους. Το νησί μπορεί να είναι το σύμπαν, ο πλανήτης Γη, η μικρή τους πόλη, μπορεί και το καθιστικό του σπιτιού τους ή και ένας ευρύχωρος μαρμαρένιος τάφος που μπορεί να χωρέσει μια ολόκληρη ζωή γεμάτη από το κενό και το τίποτα. Όνειρό τους και μοναδικό τους σκοπός στα 90 τόσα χρόνια τους είναι να μεταφέρουν ένα μήνυμα μεσσιανικής εμβέλειας και παγκόσμιας απήχησης στη μουδιασμένη ανθρωπότητα. Προετοιμάζεται το ζευγάρι να υποδεχτεί τους προσκεκλημένους και μεταφέρει καρέκλες, πολλές καρέκλες, ατέλειωτες καρέκλες που θα μείνουν άδειες, πιο άδειες κι από τον λόγο που προσπαθούν να αρθρώσουν οι δυο υπερήλικες πιο κενές κι από το μεσσιανικό μήνυμα που προσπαθούν να μεταδώσουν. Αλλά μήπως και όλα τα μεσσιανικά μηνύματα τελικά δεν μένουν κενά περιεχομένου;
Ακόμα και ο μεσάζων που θα μεταφέρει το μήνυμα, το λαμπρό περιβόητο μήνυμα αποδεικνύεται, όχι μόνο διανοητικά, όχι μόνο ψυχικά αλλά και «τεχνικά» ανήμπορος. Ο αντιπρόσωπος που θα μεταφέρει τη θεόπεμπτη αλήθεια είναι μουγγός. Ο θάνατος έχει έλθει χρόνια τώρα να στραγγίσει τη ζωή του γέρικου ζευγαριού, απλώς τώρα τους φιλά γλυκά στο στόμα γιατί κάποιες φορές μέσα σε τόση κενότητα το επέκεινα είναι μια λύτρωση.
Ο Ιονέσκο χορεύει με την ποιητική του παραλόγου όπως οι ήρωες του με το κενό και το τίποτα. Οι ελπίδες διασταυρώνονται με στραμπουλιγμένους συμβολισμούς, οι απειλές με τη σαθρότητα της μοίρας, οι ανερμάτιστοι συνειρμοί ανατρέπουν κάθε τι που θα μπορούσε να σταθεί στα πόδια του από μόνο του. Η επόμενη φράση του συγγραφέα γεννιέται για να πνίξει την προηγούμενη και κάθε νόημα να παραβιάσει τη λογική και τα σύνορα της προηγούμενης. Έτσι σιγά - σιγά όλα λιπαίνονται από μια παχύρευστη γλίτσα της ασυναρτησίας, της ασυνεννοησίας και του θανάτου. Η επικοινωνία δεν είναι μέσο, πολλές φορές και για λόγους ανεξίτηλα ανθρώπινους, είναι σκοπός και μάλιστα ιερός.
Ο ρόλος του σκηνοθέτη - Κοραής Δαμάτης δεν είναι να τακτοποιήσει το σύμπαν που διέλυσε ο συγγραφέας, ούτε να βάλει σε τάξη το πάθος που ανακατεύεται με το γκροτέσκο χιούμορ και την πικρία που συναντά το γελοίο και το κενό. Ο ρόλος του σκηνοθέτη είναι να συναντηθεί με τους ηθοποιούς και με το κείμενο στο σημείο που η ανθρώπινη ύπαρξη λυγίζει από το βάρος της τραγικότητας, να φωτίσει τα υπαρξιακά σκοτάδια και με τρυφερότητα να συνοδεύει την παράσταση και τους θεατές σε κάποιου είδους λύτρωση.
Στην παράσταση μας αυτά τα στοιχεία λείπουν, όλα είναι χαλαρά και πλαδαρά. Χάνεται η ποίηση, χάνεται η ένταση, το στοιχείο της αγωνίας, ο παραλογισμός του ασυνάρτητου, γιατί δεν υπάρχει βάση, δεν υπάρχει όραμα πάνω στο οποίο να στηρίζεται το εγχείρημα. Η Ελένη Γερασιμίδου, τα διαισθάνεται αυτά και με την πείρα και την ικανότητα της, παίρνει το πράγμα λίγο πάνω της και μας κάνει με διάφορους δικούς της τρόπους, να χαμογελάσουμε ή πικραθούμε, να αναρωτηθούμε, να ανησυχήσουμε και κάποτε να ταραχτούμε. Η παράσταση προσπαθούσε, αγκομαχούσε να περιγράψει το παράλογο, όμως το παράλογο δεν περιγράφεται, ανασαίνει και αναδεικνύεται σιγά, σιγά μέσα από τον θρυμματισμένο λόγο, το αιχμηρό χιούμορ, τις αναίτιες παύσεις, τον σαρκασμό, τον αυτοσαρκασμό και την αγωνία, γιατί όπως άλλωστε πίστευε ο συγγραφέας «Όλα τα θεατρικά έργα που έχουν γραφτεί ποτέ, από την Αρχαία Ελλάδα μέχρι σήμερα, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά θρίλερ».