Ο σκληρότερος πυρήνας του Διαφωτισμού αλώνεται. Οι τρομοκρατικές ενέργειες είναι περιττές, η Γαλλία πέφτει χωρίς να ασκηθεί βία, κοσμογονικές αλλαγές επιτελούνται με δημοκρατικές διαδικασίες χάρη στη ζωτική δημογραφία ενός δυναμικά ανερχόμενου 20%, που απλώς με την έντονη παρουσία του, μαζί με τον συνήθη καιροσκοπισμό κεντροαριστεράς και κεντροδεξιάς, κάνει τη Δύση να τελειώνει μπροστά στα μάτια μας.
Αντιπαθής, ασεβής, ωμός, άθεος, πεσσιμιστής, αποδιοπομπαίος αναρχικός της Δεξιάς, ο Μισέλ Ουελμπέκ περιγράφει με ψυχραιμία το τέλος του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Αναδεικνύει την αδυναμία του παρακμιακού διανοουμένου, στο παρακμιακό πανεπιστήμιο, σε μια παρακμιακή κοινωνία, στον παρακμιακό κόσμο της Δύσης. Στο τελευταίο του βιβλίο «Υποταγή» (έκδοση «Εστίας») εξιστορεί πώς δεν είναι το επιθετικό αλλά το μετριοπαθές ισλάμ, χωρίς τζιχαντιστές και τρομοκρατία, που κατακτά νόμιμα και μη αναστρέψιμα την πολιτική εξουσία. Ο Αγιατολάχ Χομεϊνί ελεγε ότι «αν το Ισλάμ δεν είναι πολιτικό, δεν είναι τίποτα».
Ένας φαλλοκράτης μισογύνης, με εκλεπτυσμένο λογοτεχνικό γούστο, ειδικός σε παρακμιακό καθολικό συγγραφέα του 19ου αιώνα, κυνικός καθηγητής της Σορβόνης, συνάπτει κατά καιρούς με φοιτήτριες επιφανειακές σχέσεις τις οποίες σύντομα διακόπτει, «περισσότερο από αποθάρρυνση, από ανία», επειδή «δεν ένοιωθα πια πραγματικά ότι ήμουν σε θέση να διατηρήσω μια ερωτική σχέση κι επιθυμούσα να αποφύγω τις απογοητεύσεις, τις διαψεύσεις», ενώ αποδέχεται ότι «το χάος τελικά θα μπορούσε να επέλθει πριν από τον δικό μου θάνατο».
Χωρίς ουσιαστικά ενδιαφέροντα, δεν περιμένει τίποτα ούτε από την πολιτική. «Δεν ήμουν, από τη μεριά μου, πεπεισμένος ότι η δημοκρατία και ο πατριωτισμός κατάφεραν να δώσουν κάτι, ει μη μόνο μια αδιάκοπη αλληλουχία ηλίθιων πολέμων». «Από μόνη της η ιδέα της πατρίδας δεν αρκεί, πρέπει να συνδεθεί με κάτι ισχυρότερο, με ένα μυστικισμό ανώτερης τάξης». Γιατί να μετανιώσει κάποιος που, «ξεπερνώντας την αποστροφή που του προκαλούσαν οι αστικές θρησκοληψίες, κατάφερνε τελικά να αφεθεί να τον παρασύρει η θεμελιώδης πίστη του πλήθους των προσκυνητών»; Μήπως δεν είναι αλήθεια ότι «στο όνομα αυτών των ερωτημάτων πεθαίνουν τα ανθρώπινα όντα και σκοτώνουν και διεξάγουν αιματηρούς πολέμους, αυτό συμβαίνει από τις απαρχές της ανθρωπότητας, γι’ αυτά τα μεταφυσικά ερωτήματα είναι που μάχονται οι άνθρωποι, ασφαλώς όχι για τους δείκτες ανάπτυξης». Αναπόφευκτα, «ο άθεος ανθρωπισμός στον οποίο εδράζεται η κοσμική συμβίωση είναι καταδικασμένος βραχυπρόθεσμα, το ποσοστό του πληθυσμού που είναι μονοθεϊστές μέλλει να αυξηθεί γοργά, και αυτό ισχύει ιδίως στην περίπτωση του μουσουλμανικού πληθυσμού». Είναι γεγονός ότι «ο φιλελεύθερος ατομικισμός θριάμβευε όσο αρκούνταν να διαλύει τις ενδιάμεσες δομές, τα κόμματα, τις συντεχνίες και τις κάστες, μόλις επιτέθηκε όμως στην υπέρτατη δομή της οικογένειας, άρα και στη δημογραφία, υπόγραψε την οριστική του αποτυχία, έτσι λογικά έφθανε η ώρα του ισλάμ».
«Με…τους επαίσχυντους ασπασμούς των προοδευτικών, η καθολική εκκλησία είχε καταστεί ανίκανη να αντιταχθεί στην κατάπτωση των ηθών. Να απορρίψει ξεκάθαρα, με σθένος, τον γάμο των ομοφυλοφίλων, το δικαίωμα στην έκτρωση και στην εργασία των γυναικών». «Ο αληθινός εχθρός των μουσουλμάνων, αυτός που φοβούνται και μισούν πάνω απ’ όλα δεν είναι ο καθολικισμός, είναι η εκκοσμίκευση, η ουδετεροθρησκία, ο άθεος υλισμός». Από την άλλη, «με τους Εβραίους είναι λίγο πιο πολύπλοκο…κατά βάθος ελπίζει…ότι θα αποφασίσουν από μόνοι τους να εγκαταλείψουν τη Γαλλία». «Η Ένωση Εβραίων Φοιτητών Γαλλίας δεν εκπροσωπούνταν πλέον…σε κανένα πανεπιστήμιο της περιοχής του Παρισιού, ενώ η νεολαία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας είχε σχεδόν παντού πολλαπλασιάσει τις οργανώσεις της». «Εδώ και μερικούς μήνες οι συναναστροφές τους έχουν αλλάξει, πλέον βλέπονται μόνο με άλλους Εβραίους…δεν είναι οι μόνοι που φεύγουν, τουλάχιστον τέσσερις ή πέντε φίλοι τους ρευστοποίησαν τα πάντα για να εγκατασταθούν στο Ισραήλ…Είναι πεπεισμένοι ότι θα γίνει κάτι κακό στη Γαλλία για τους Εβραίους…Όταν παίρνει την εξουσία ένα μουσουλμανικό κόμμα , ποτέ αυτό δεν είναι καλό για τους Εβραίους».
Έτσι λοιπόν, το τέλμα όπου επιβιώνουν οι «ακόμα δυτικές και σοσιαλδημοκρατικές μας κοινωνίες» αναταράσσεται, αφού «τα εκλογικά αποτελέσματα θα αποτελούσαν τεράστια έκπληξη, το γαλλικό πολιτικό τοπίο θα ανατρεπόταν». Για την πανίσχυρη θέση του προέδρου της δημοκρατίας, η υποψήφια του εθνικισμού έχει να αντιμετωπίσει στο δεύτερο γύρο όχι ένα ρεπουμπλικανό υποψήφιο αλλά έναν επιδέξιο πολιτικό της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. «Οι οπαδοί της αριστεράς παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις, με ύφος ολοένα και πιο απειλητικό στις ημερήσιες και εβδομαδιαίες εφημερίδες τους…διστάζουν να μεταφέρουν την ψήφο τους προς ένα μουσουλμάνο υποψήφιο, όλο και περισσότεροι οπαδοί της δεξιάς έμοιαζαν, παρά τις πολύ αυστηρές διακηρύξεις των ηγετών τους, έτοιμοι να περάσουν τη γραμμή και να ψηφίσουν στον δεύτερο γύρο την εθνική υποψήφια». Παίζοντας με αποτελεσματικότητα το πολιτικάντικο παιχνίδι, «οι μουσουλμάνοι είναι έτοιμοι να δώσουν πάνω από τα μισά υπουργεία στην αριστερά, συμπεριλαμβανομένων κρίσιμων υπουργείων όπως το Οικονομικών και το Εσωτερικών… δεν τοποθετούν την οικονομία στο κέντρο των πάντων. Γι’ αυτούς, το σημαντικό είναι η δημογραφία και η εκπαίδευση. Το κομμάτι του πληθυσμού που έχει το καλύτερο ποσοστό γεννητικότητας και καταφέρνει να μεταδώσει τις αξίες του είναι αυτό που θριαμβεύει…Το μόνο σημείο στο οποίο θέλουν οπωσδήποτε να ικανοποιηθούν είναι αυτό της εκπαίδευσης των παιδιών».
«Η εκπαίδευση δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι μεικτή, μόνο ορισμένοι τομείς θα είναι ανοικτοί στις γυναίκες….Να κατευθυνθούν οι περισσότερες γυναίκες, μετά το δημοτικό, προς σχολές οικιακής οικονομίας και να παντρεύονται όσο το δυνατόν γρηγορότερα, μια μικρή μειονότητα μόνο να ακολουθεί, πριν παντρευτεί, σπουδές…Το ρεπουμπλικανικό σχολείο να μείνει ως έχει, ανοιχτό για όλους , με πολύ λιγότερα χρήματα όμως…Θα οργανωθεί παράλληλα ένα σύστημα ιδιωτικών μουσουλμανικών σχολείων, τα οποία θα δίνουν ισότιμα πτυχία και θα μπορούν να προσελκύουν ιδιωτικές επιδοτήσεις».
«Ντυμένες με μαύρη μπούρκα, τα μάτια καλυμμένα πίσω από μια γρίλια… η περπατησιά… πιο βέβαιη και πιο αργή από το συνηθισμένο, προχωρούσαν κατά μέτωπο ανά τρεις στους διαδρόμους, όχι πια σύρριζα στον τοίχο, σαν να ήταν ήδη αφέντρες του τόπου». «Το γυναικείο ντύσιμο είχε μεταμορφωθεί, το ένοιωσα αμέσως χωρίς να μπορώ να αναλύσω αυτή τη μεταμόρφωση, οι ισλαμικές μαντήλες είχαν αυξηθεί ελάχιστα σε αριθμό, δεν ήταν αυτό, μου πήρε σχεδόν μια ώρα να περιφέρομαι για να καταλάβω, ξαφνικά, τί ήταν αυτό που είχε αλλάξει: όλες οι γυναίκες φορούσαν παντελόνι».
«Η πιο άμεση συνέπεια της εκλογής του ήταν ότι έπεσε η εγκληματικότητα και μάλιστα κατά τεράστιο ποσοστό στις δυσκολότερες γειτονιές…Άλλη άμεση επιτυχία ήταν η ανεργία, της οποίας η καμπύλη ήταν σε ελεύθερη πτώση. Χωρίς καμιά αμφιβολία αυτό οφειλόταν στη μαζική έξοδο των γυναικών από την αγορά εργασίας».
«Υπό ισλαμικό καθεστώς οι γυναίκες-τουλάχιστον εκείνες που ήταν επαρκώς όμορφες ώστε να εξάψουν την επιθυμία ενός πλούσιου συζύγου-είχαν κατά βάθος τη δυνατότητα να μείνουν παιδιά ουσιαστικά σε όλη τους τη ζωή. Λίγο αφότου εγκατέλειπαν την παιδική ηλικία, γίνονταν οι ίδιες μητέρες». «Μπορούμε…με την κατάλληλη εκπαίδευση…να τις κάνουμε να ελκύονται από τους πλούσιους άντρες…μπορούμε ακόμα, μέχρις ενός βαθμού, να τις πείσουμε σχετικά με την υψηλή ερωτική αξία των καθηγητών πανεπιστημίου». «Παντρεύτηκα μια φοιτήτρια….Θα πάρω και δεύτερη σύζυγο τον ερχόμενο μήνα». «…Υπάρχει μια σχέση μεταξύ της απόλυτης υποταγής της γυναίκας στον άντρα, όπως την περιγράφει η Ιστορία της Ο και της υποταγής του ανθρώπου στο Θεό, όπως την θεωρεί το ισλάμ».
Ο κουρασμένος δημοκρατικός ψηφοφόρος έχει ανατραφεί κυρίως με το φόβο της ακροδεξιάς και σε κάθε περίπτωση θα την καταψηφίσει, η δυστοπία του Ουελμπέκ δεν έχει τίποτα το ακραίο, αντίθετα, ένα μετριοπαθές δημοκρατικό ισλάμ θα οδηγήσει με αυτοπεποίθηση στο φυσιολογικό τέλος την ελευθερία όπως την ξέρουμε, την ισότητα, την ανοικτή κοινωνία, την κοσμικότητα με την έννοια της ανεξαρτησίας από το θείο, την χαρά της αμαρτίας, την ζωή που περιέχει και αναίδεια, δηλαδή έλλειψη αιδούς.