Οι σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρωπαϊκής Ενωσης έχουν πολλές διακυμάνσεις. Στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο, οι ΗΠΑ υποστήριζαν θερμά την ενοποίηση της Ευρώπης και την ανοικοδόμηση της Γερμανίας, ως αντίπαλο δέος στην τότε Σοβιετική Ενωση.
Αργότερα, κατά την περίοδο της προόδου της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ιδίως στην πρώτη φάση του σχεδίου της νομισματικής ενοποίησης, η στάση των ΗΠΑ ήταν επιφυλακτική.
Σήμερα, στην περίοδο της κρίσης, οι ΗΠΑ ανησυχούν σοβαρά για την τύχη της Ευρωζώνης και γενικότερα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, καθώς θεωρούν ότι η οικονομική και πολιτική αποσταθεροποίηση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα και να αποσπάσει την προσοχή τους από τη Μέση Ανατολή και την Ασία.
Παρά το γεγονός ότι οι ΗΠΑ έχουν πολύ μεγαλύτερο δημόσιο χρέος και έλλειμμα από όσο έχει η Ευρωζώνη συνολικά, η οικονομική πολιτική που εφαρμόζει ο Ομπάμα μπορεί να θεωρηθεί νεοκεϊνσιανή, σε αντίθεση με τη νεοφιλελεύθερη πολιτική που ακολουθεί η Ευρωζώνη. Θεωρεί ότι σε περίοδο κρίσης, όπου η ύφεση και η ανεργία είναι τα μεγαλύτερα προβλήματα, η περιοριστική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, από φόβο του πληθωρισμού, δεν αποδίδει, όπως πιστεύει η Ευρωζώνη με γερμανική επιμονή.
Σε πρόσφατη συνάντηση, ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών διαφώνησε δημοσίως με τον κ. Σόιμπλε σχετικά με την εφαρμοζόμενη πολιτική στην Ευρωζώνη, υποστηρίζοντας ότι μία λιγότερο περιοριστική οικονομική πολιτική θα συνέβαλλε στο ξεπέρασμα της ύφεσης στην Ευρώπη.
Οι ΗΠΑ ανησυχούν για την οικονομική κατάσταση της Ευρωζώνης, καθώς διαπιστώνουν ότι η στασιμότητα και ύφεση ακόμη και στις χώρες του κέντρου της Ευρωζώνης διευρύνει τα δημοσιονομικά ελλείμματα, τα οποία πρέπει να χρηματοδοτηθούν τα επόμενα χρόνια. Διαπιστώνουν ότι η περιοριστική δημοσιονομική πολιτική δεν αποδίδει γιατί συρρικνώνει την οικονομική δραστηριότητα. Κατά συνέπεια μειώνονται τα φορολογικά έσοδα και αυξάνεται το έλλειμμα των προϋπολογισμών των χωρών της Ευρωζώνης, τόσο απόλυτα όσο και σε ποσοστό του ΑΕΠ.
Τα συσσωρευμένα ελλείμματα στη Γαλλία και στην Ισπανία, όπως υπολογίζονται τα επόμενα χρόνια, δεν θα μπορέσουν να χρηματοδοτηθούν από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό, και συνεπώς θα χρειαστεί χρηματοδότηση από τις διεθνείς αγορές. Οπως είναι επόμενο, θα ακολουθήσει αύξηση των επιτοκίων και η κρίση θα επιδεινωθεί.
Ταυτόχρονα, η νέα ιδέα της Ευρωζώνης (Γερμανίας) να πληρώνουν οι καταθέτες τη διάσωση των τραπεζών αντί των κρατικών προϋπολογισμών (φορολογουμένων), ώστε να μην αυξάνονται τα δημοσιονομικά ελλείμματα, δημιουργεί νέα προβλήματα στις τράπεζες καθώς απομακρύνει τις καταθέσεις και οδηγεί στην ανάγκη νέας ανακεφαλαιοποίησης. Με τον τρόπο αυτό ανοίγει ένας νέος φαύλος κύκλος, γιατί, καθώς περιορίζεται η ρευστότητα στην πραγματική οικονομία, βαθαίνει η ύφεση, δημιουργώντας νέα γενιά επισφαλών δανείων λόγω της δυσκολίας αποπληρωμής τους από τις επιχειρήσεις.
Το ερώτημα είναι γιατί η Ευρωζώνη (Γερμανία) επιμένει σε μια αδιέξοδη πολιτική, παρά τις ανησυχίες των ΗΠΑ και την αντίδραση μεγάλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως η Γαλλία, η οποία όμως δεν μπορεί μόνη της να ανατρέψει αυτή την πολιτική.
Είναι τόσο σημαντικό το βραχυπρόθεσμο όφελος των βορείων χωρών της Ευρωζώνης, δηλαδή της Γερμανίας και των βορείων συμμάχων της, ώστε να παραβλέπεται το μακροχρόνιο κόστος από τη διάλυση της Ευρωζώνης, αν συνεχιστεί η πολιτική αυτή;
Είναι τόσο αδύναμη μια αντικειμενική συμμαχία μεταξύ ΗΠΑ, Γαλλίας και νότιων χωρών της Ευρωζώνης ώστε να επιβάλουν χαλάρωση της πολιτικής αυτής, που δημιουργεί τόσο μεγάλα προβλήματα στην οικονομία και την κοινωνία των περισσότερων χωρών της Ευρωζώνης αλλά και του υπόλοιπου κόσμου;
Πόσο καιρό ακόμη μπορεί να συνεχιστεί η πολιτική λιτότητας χωρίς να προκληθούν μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές αναταράξεις, που θα κλονίσουν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και θα οδηγήσουν στην κατάρρευσή του;
Ο ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΜΑΡΑΒΕΓΙΑΣ είναι καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υπουργός