Στη χώρα μας, στη σημερινή περίοδο της βαθιάς κρίσης, ο τουρισμός αναδεικνύεται σε «σανίδα σωτηρίας», προκειμένου να περιοριστούν η ύφεση και η ανεργία, καθώς, σύμφωνα με εκτιμήσεις, φέτος η τουριστική δραστηριότητα μπορεί να πλησιάσει το 20% του ΑΕΠ με 17 εκατ. αναμενόμενους τουρίστες.
Βεβαίως, το μοναδικό τοπίο, ο πολιτισμός (υλικός και άυλος), η γαστρονομία, τα τοπικά προϊόντα, το ήπιο κλίμα, και άλλα, με κατάλληλες υποδομές, θα μπορούσαν να προσελκύουν όχι μόνο καλοκαιρινό τουρισμό, αλλά και περισσότερο χειμερινό και κάθε άλλης μορφής τουρισμό, όπως συμβαίνει σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Με τον τρόπο αυτό, η τουριστική δραστηριότητα θα είχε μονιμότερα χαρακτηριστικά και δεν θα επηρεαζόταν από την πολιτική και κοινωνική κατάσταση άλλων μεσογειακών χωρών. Επίσης, δεν θα χρειαζόταν να μειώνουμε τόσο πολύ τις τιμές στα «πακέτα» των μεγάλων τουριστικών συγκροτημάτων για τον οργανωμένο τουρισμό και να λειτουργούμε «αρπακτικά» για τον ανοργάνωτο και τον εσωτερικό τουρισμό, κυρίως για τους Ελληνες τουρίστες.
Πράγματι, για τους «ανοργάνωτους» τουρίστες και βεβαίως για τους Ελληνες, το επίπεδο των τιμών είναι απαγορευτικό. Οι τιμές των εισιτηρίων των δύο ελληνικών αεροπορικών εταιρειών (οι οποίες δεν συγχωνεύθηκαν για να υπάρχει ανταγωνισμός), οι τιμές των εισιτηρίων των ακτοπλοϊκών γραμμών, το κόστος των εσωτερικών μετακινήσεων (ταξί και λεωφορεία), των τουριστικών καταλυμάτων κ.ά., σ? όλα σχεδόν τα νησιά μας, είναι εκτός της σημερινής πραγματικότητας της οικονομικής κρίσης. Μοναδικός κλάδος, όπου οι τιμές «μειώθηκαν», λόγω της μείωσης του ΦΠΑ από 23% σε 13%, είναι αυτός της εστίασης.
Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, φαίνεται ότι η φετινή αύξηση του αριθμού των ξένων τουριστών ευνοεί πολύ περισσότερο τα μεγάλα τουριστικά συγκροτήματα, αλλά δεν ωφελεί αναλόγως τα υπόλοιπα καταλύματα και τις κάθε μορφής τουριστικές επιχειρήσεις, οι οποίες προσπαθούν να επιβιώσουν με τους «ανοργάνωτους» τουρίστες κυρίως. Αυτοί είναι πολύ λιγότεροι και περιορίζουν το χρόνο των διακοπών τους στο ελάχιστο, λόγω της οικονομικής κρίσης και του υψηλού κόστους. Ειδικότερα, οι περισσότεροι Ελληνες ξαναγυρίζουν στα ξεχασμένα «πατρικά» ή/και ανακαλύπτουν συγγενείς στο χωριό για τις διακοπές τους, ενώ κατά 73% δηλώνουν ότι δεν θα πάνε καθόλου διακοπές.
Παρά τις δυσκολίες, η παρουσία κυρίως Ελλήνων τουριστών προκαλεί μια έντονη πολιτιστική δραστηριότητα μέσα στο καλοκαίρι, συχνά υψηλού επιπέδου, από τοπικές πολιτιστικές δυνάμεις σε αρκετά νησιά. Η πολιτιστική ανάταση του καλοκαιριού στους τουριστικούς προορισμούς της χώρας μας προσφέρει τη δυνατότητα έκφρασης σε σημαντικές καλλιτεχνικές δυνάμεις κάθε τόπου και δείχνει ότι σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός δεν υπάρχει μόνο στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη και ότι με κατάλληλες συνθήκες μπορεί να ανθήσει σ? ολόκληρο τον ελληνικό χώρο.
Δυστυχώς, μαζί με τις πολιτιστικές εκδηλώσεις, συνυπάρχουν ανεπανόρθωτες αλλοιώσεις του φυσικού τοπίου, αυθαίρετη δόμηση, κατασκευές πέρα από κάθε αισθητικό κριτήριο, επικίνδυνοι δρόμοι χωρίς συντήρηση, ηχορύπανση χωρίς έλεγχο και κυρίως μια ατελείωτη διασπορά πάσης φύσεως σκουπιδιών κατά μήκος των δρόμων και των πλατειών.
Συνολικά, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι στους ελληνικούς τουριστικούς προορισμούς υπάρχει ένας καταφανής δυϊσμός. Από τη μια πλευρά τουριστικές εγκαταστάσεις και καταστήματα υψηλής αισθητικής ενταγμένα στο απαράμιλλο ελληνικό τοπίο, που στελεχώνονται από άρτια εκπαιδευμένο προσωπικό και, μαζί με τις πολιτιστικές εκδηλώσεις υψηλού επιπέδου, προκαλούν ικανοποίηση για την Ελλάδα που προοδεύει. Από την άλλη πλευρά, οι αθλιότητες κάθε μορφής, από τις αυθαίρετες κατασκευές και τα σκουπίδια μέχρι τη λογική της «αρπαχτής» και της φοροδιαφυγής, μέχρι τις υψηλές τιμές των μετακινήσεων και τις μονοπωλιακές πρακτικές αεροπορικών και ακτοπλοϊκών εταιρειών, δείχνουν ότι στη χώρα μας επιβιώνουν ακόμη πρακτικές που δεν ταιριάζουν σε μια ευρωπαϊκή χώρα, στην οποία ο τουρισμός είναι η μεγαλύτερη βιομηχανία της.