Ελπίδες ότι η γερμανική πολιτική μπορεί να μετατοπισθεί προς κατευθύνσεις πιο ευνοϊκές για την υπέρβαση της ευρωπαϊκής κρίσης γεννούν οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους Χριστιανοδημοκράτες της κυρίας Μέρκελ και στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα με στόχο τη διαμόρφωση κυβερνητικού συνασπισμού. Η κριτική στο οικονομικό μοντέλο που ακολουθεί η Γερμανία επικεντρώνεται σε δύο βασικούς άξονες: τη μονομερή του προσήλωση στη δημοσιονομική λιτότητα, προκειμένου το χρέος να κατέβει πάλι σε ασφαλή επίπεδα σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες (της Γερμανίας συμπεριλαμβανομένης), και τη στήριξη της γερμανικής ευημερίας κατά πρώτο λόγο στις αυξανόμενες εξαγωγές. Οπως έχουν επισημάνει διεθνείς αναλυτές, ευρωπαίοι πολιτικοί, αλλά και κάποιοι γερμανοί οικονομολόγοι (χαρακτηριστικά ο Πέτερ Μπόφινγκερ), η γραμμή αυτή βαθαίνει το χάσμα Βορρά – Νότου στην Ευρώπη, θέτοντας σε πραγματικό κίνδυνο την επιβίωση της Ενωσης, ενώ εν τέλει απειλεί την ίδια τη γερμανική οικονομία: χωρίς το ευρώ των 18, το νόμισμά της θα ανατιμώνταν τόσο που θα κατέστρεφε τις εξαγωγές. Η εμμονή των Σοσιαλδημοκρατών σε μέτρα που πρακτικά θα ενισχύσουν εκεί την εσωτερική ζήτηση (καθιέρωση κατώτατου ωρομισθίου, αύξηση κοινωνικών επιδομάτων και δημοσίων επενδύσεων σε υποδομές, στην εκπαίδευση κ.λπ.) ίσως αλλάξει τις μακροοικονομικές ισορροπίες στην Ευρώπη, συμβάλλοντας σε μια γενικευμένη ανάκαμψη, ακόμα και τις πολιτικές, αναβαθμίζοντας την κοινωνική διάσταση, τον ρόλο της εργασίας.
Ενας τέτοιος αναπροσανατολισμός δεν είναι πάντως απλή υπόθεση. Με τον τίτλο «Ο μεγάλος συνασπισμός που θα ξοδεύει» χαιρέτισε την έναρξη των συνομιλιών η «Φρανκφούρτερ Αλγκεμάινε Τσάιτουνγκ». Δεν απηχούσε μόνο τις συντηρητικές απόψεις της εφημερίδας ή την οργή των – εκτός Βουλής πλέον – Φιλελευθέρων. Σφόδρα επικριτικοί ήσαν οι εκπρόσωποι των Πρασίνων: «CDU, CSU και SPD κινδυνεύουν να θαμπωθούν από τις καλές προβλέψεις και να χρηματοδοτήσουν τις ακριβές προεκλογικές τους υποσχέσεις με πλεονάσματα που ακόμα δεν δημιουργήθηκαν». Αλλά και της Αριστεράς (Λίνκε): «»Τι μας νοιάζουν οι χθεσινές μας φλυαρίες» φαίνεται να γίνεται ο λογότυπος της νέας κυβέρνησης. Προεκλογική δέσμευση ήταν να μειωθεί το χρέος στην τρέχουσα τετραετία. Το ξεχάσατε κιόλας;». (Είχε προηγηθεί δήλωση του γενικού γραμματέα των Χριστιανοδημοκρατών ότι η απόσβεση χρέους δεν συνιστά όρο αδιαπραγμάτευτο.)
Οι αντιδράσεις είναι διδακτικές. Δείχνουν ότι η εύκολη εκμετάλλευση του λαϊκού αισθήματος αντί ουσιαστικής στρατηγικής αντιπαράθεσης δεν αποτελεί ελληνικό μονοπώλιο. Κυρίως όμως μας ωθούν να συνειδητοποιήσουμε ότι στο γερμανικό «λαϊκό αίσθημα» η συγκράτηση του δημοσίου χρέους σε βιώσιμο επίπεδο συνιστά ζωτική προτεραιότητα. Και αυτό, ενόσω συζητούν ακόμα μόνο για τις εσωτερικές τους δαπάνες/έσοδα, προτού τεθεί οποιοδήποτε ζήτημα αμοιβαιοποίησης χρεών στην ευρωζώνη ή καν ελάφρυνσης του δικού μας χρέους.
Για την Ευρώπη οι συνομιλίες Χριστιανοδημοκρατών – Σοσιαλδημοκρατών θα ξεκινήσουν στις 30 Οκτωβρίου. Πριν καταλήξουν, με δεδομένο το βάρος της Γερμανίας στην ευρωζώνη, ας μην αναμένουμε εξελίξεις, ιδίως στα θέματα που ενδιαφέρουν τη χώρα μας. Ο θόρυβος που αναπτύσσεται σχετικά τις τελευταίες ημέρες είναι παραπλανητικός, μάλλον εγχώριες πολιτικές σκοπιμότητες εξυπηρετεί. Οπωσδήποτε χρειάζεται να προετοιμασθεί σοβαρά η Ελλάδα για την εποχή μετά τη λήξη των δανειακών δόσεων και Μνημονίων, για να διαπραγματευθεί τους καλύτερους δυνατούς όρους χρηματοδότησης της εθνικής οικονομίας στο μέλλον, επίσης νέες ρυθμίσεις αναχρηματοδότησης του χρέους. Για τις τελευταίες ισχύει η δέσμευση του Eurogroup του Νοεμβρίου 2012, εντελώς άσκοπο είναι να κινδυνολογούμε περί αναίρεσής της. Πόροι για να έχουμε πραγματική ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια παραμένουν ωστόσο το μέγα ζητούμενο. Ιδιωτικά κεφάλαια μπορεί να έρθουν να επενδυθούν σε κάποιες δραστηριότητες, για να αρχίσουν όμως να αποκαθίστανται οι τεράστιες καταστροφές των χρόνων της κρίσης σε θέσεις απασχόλησης, παραγωγή και εισοδήματα θα απαιτηθούν σημαντικοί πόροι από ευρωπαϊκές πολιτικές, πιθανώς και από ευρωπαϊκά κράτη σαν τη Γερμανία. Οσοι ήδη εισρέουν και αξιοποιούνται, όπως καταγράφονται στην τελευταία έκθεση της Task Force, χρειάζεται να πολλαπλασιαστούν.
Σε μια τέτοια διαπραγμάτευση τα ελληνικά αιτήματα θα έβρισκαν πολύ καλύτερη υποδοχή από την άγονη εμμονή στα «κουρέματα». Αλλά η αποτελεσματική διεκδίκησή τους προϋποθέτει επεξεργασμένα σχέδια. Πρώτιστα αποτελούν ευθύνη της κυβέρνησης, μακάρι να συμπράξει και η αντιπολίτευση, παράλληλα επιβάλλεται ευρύτερη κοινωνική κινητοποίηση, των παραγωγικών φορέων, του επιστημονικού δυναμικού. Με τόσο επιτακτική αυτήν την ανάγκη εξαιρετικά επικίνδυνη είναι μια εντύπωση που καλλιεργείται, μεταξύ άλλων και από κυβερνητικούς παράγοντες, ότι τώρα που εξασφαλίσαμε πρωτογενές πλεόνασμα, υποχρεώσεις στους «ξένους δανειστές» δεν έχουμε, δεν τους χρειαζόμαστε πια.