Η Μπεάτε, αφού συμμετείχε στον φόνο 10 μεταναστών της Γερμανίας, ρωτούσε τους αστυνομικούς που τη συνέλαβαν αν κάποιος τάισε τις γάτες της. Η Χάνιφε, δεύτερης γενιάς μετανάστρια απ΄ την Τουρκία, παίρνει αντικαταθλιπτικά για να βγάλει τη μέρα της, μετά που έμαθε απ΄ την αστυνομία ότι η οικογένειά της ήταν στις λίστες των ακροδεξιών δολοφόνων. Η Μπεάτε τηλεφώνησε στη μάνα των δύο συνεργών της για να την πληροφορήσει ότι οι δίδυμοι γιοι της αυτοκτόνησαν – «εγώ δεν είχα τη δύναμη να το κάνω» είπε. Η Χάνιφε χωρίζει τη ζωή της στο «πριν» και «μετά». «Πριν» ήταν όταν 15χρονη έφηβη ήρθε με τη μάνα της από ένα τουρκικό χωριό να ζήσει με τους γκασταρμπάιτερ γονείς της. Στη Γερμανία πήγε σχολείο, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά, άνοιξε το μανάβικό της και αργότερα τον φούρνο. «Μετά» ήταν όταν η αστυνομία τής έδειξε φωτογραφίες που βρέθηκαν στο κρησφύγετο της ακροδεξιάς ομάδας, όπου φιγουράριζε η ίδια μέσα στο μαγαζί της, ο άντρας της, τα παιδιά της. «Γιατί εγώ;», «γιατί όχι εγώ;» είναι τα ερωτήματα που διαδοχικά βασανίζουν το μυαλό της.
Δημοσιεύματα στο «Spiegel» ασχολούνται με αυτό το θέμα – τη δράση της ΝSU, την ψυχολογία των μελών της και την ψυχολογία του φόβου που άφησαν να πλανάται. Οι αστυνομικοί που συνέλαβαν την Μπεάτε, πρωταγωνίστρια της ομάδας των εκτελεστών, λένε ότι συνάντησαν ένα «παγόβουνο». Ζώντας στην παρανομία για μια δεκαετία, με ψεύτικο όνομα, αποκομμένη απ΄ την οικογένειά της και τους φίλους της από το 1998, είπε στους ανακριτές, ότι «τώρα» κοιμάται «καλύτερα» τα βράδια… Η ίδια ανέφερε ότι υπήρξε «παιδί της γιαγιάς» αφήνοντας να εννοηθεί ότι δεν είχε σχέσεις με τη μάνα της. Αντίθετα, αναφερόμενη στους δύο συνεργούς της σχολίασε πως αυτοί έζησαν μια «προστατευμένη ζωή» απ΄ τους γονείς τους και δεν μπορούσε πραγματικά να εξηγήσει γιατί επέλεξαν να βγουν στην παρανομία. Οι ανταποκρίσεις λένε ότι αναφερόταν σ΄ αυτούς αδιάφορα – ούτε ένα δάκρυ δεν κύλησε για τους συντρόφους της, που τίναξαν τα μυαλά τους για να μη συλληφθούν.
Στα αποκαϊδια του κρησφύγετου, όπου έβαλε φωτιά η Μπεάτε για να καταστρέψει ενοχοποιητικά στοιχεία, η γερμανική αστυνομία βρήκε φωτογραφίες και σημειώσεις – «καλός άνθρωπος, αλλά γέρος», «καλή περιουσία», «εύκολη διαφυγή» ήταν μερικά από τα σχόλια των σημειώσεων, όπου βρέθηκαν επίσης ονόματα, διευθύνσεις και φωτογραφίες εναλλακτικών στόχων που ήταν (όλοι τους) μετανάστες.
Η Χάνιφε πιστεύει ότι αυτή και η οικογένειά της εξακολουθούν να κινδυνεύουν – «αυτοί θα είχαν βοηθούς, συνεργούς, πιστούς ή οπαδούς. Ποτέ δεν μας είδαν σαν Γερμανούς, αφού έχουμε σκούρα μαλλιά» λέει και δηλώνει πως φοβάται και τη σκιά της. Στο μαγαζί δεν μένει κανείς μόνος του πια, η πόρτα ξεκλειδώνει όταν ανοίγουν τα μαγαζιά της γειτονιάς, έβαλαν κάμερες αλλά δεν είπαν κουβέντα στους Γερμανούς φίλους τους. «Δεν θέλουμε τον οίκτο τους» λένε. Τα παιδιά της ανέφεραν πως σκέφτονται να αλλάξουν το επώνυμό τους – «να φαίνεται πιο γερμανικό» – η Χάνιφε όμως αρνείται και βυθίζεται κάθε μέρα όλο και πιο πολύ μέσα στην καχυποψία και τον φόβο. «Η NSU άλλαξε τον κόσμο μας» λέει σήμερα η οικογένεια της Χάνιφε.
Κατεστραμμένοι άνθρωποι, διαλυμένες ζωές. Οι πρώτοι σκότωναν αδιάφορα, για να μη βαριούνται, απολάμβαναν με ένα διαστροφικό τρόπο την παρανομία και τη δυνατότητα επιλογής υποψήφιων θυμάτων από έναν κατάλογο φιλήσυχων μεροκαματιάρηδων. Οι δε νόμιζαν ότι είχαν πιάσει το όνειρο, ότι διένυσαν με προσωπικό μόχθο μια μεγάλη διαδρομή προκοπής και υποτίμησαν ότι έφεραν το στίγμα – του μετανάστη. Η Μπεάτε, πίσω απ΄ τα κάγκελα «κοιμάται ήσυχα τα βράδια». Η Χάνιφε ελεύθερη μένει άγρυπνη τα βράδια – ισόβιο θύμα ενός φόνου που δεν έγινε.