.
Η Ελλάδα πέρασε μια πολύ μεγάλη κρίση. Το βάρος έπεσε σχεδόν αποκλειστικά στην οικονομική διάστασή της και ανέδειξε τις στρεβλώσεις και τις παθογένειες του οικονομικού μοντέλου που ακολουθήσαμε.
Ωστόσο, διαβάζοντας πίσω από τους οικονομικούς δείκτες θα διαπιστώσει κανείς ότι το αίτιο της παρακμής και το εμπόδιο της αλλαγής ήταν ακριβώς αυτό που κατονόμαζε ο Λεωνίδας Κύρκος ήδη από τη δεκαετία του ΄90: το πολιτικό μας σύστημα. Δηλαδή, η κομματοκρατία και οι πελατειακές λογικές- πρακτικές, έτσι όπως καλλιεργήθηκαν και παγιώθηκαν στη μεταπολιτευτική περίοδο.
Όλα αυτά οδήγησαν στη δυσλειτουργία και την παρακμή των θεσμών, στην εργαλειακή τους σχέση με την εκάστοτε εξουσία και στην απαξίωση της πολιτικής στη συνείδηση των πολιτών.
.
Έγραφε, λοιπόν, ο Λ. Κύρκος το 1995 στο βιβλίο του «Ανατρεπτικά, Απέναντι στο χθες και στο αύριο»:
.
«……σε κάθε ευκαιρία που παρουσιαζόταν, επαναλάμβανα μονότονα: «Το οικονομικό πρόβλημα είναι βαθύτατα πολιτικό. Έχει άμεση σχέση με τις επιλογές των δυνάμεων που ασκούν την εξουσία. Η χώρα θα κατρακυλάει στον κατήφορο της παρακμής, όσο οι πιο ζωηρές δυνάμεις της εργασίας και του πολιτισμού είναι στο περιθώριο, όσο οι δυνάμεις της Αριστεράς σπρώχνονται με χίλιους τρόπους έξω από την κεντρική πολιτική σκηνή».
.
Όταν υποστήριζα αυτή τη θέση
δεν έκρυβα τις ευθύνες της ίδιας της Αριστεράς για τη βαθμιαία περιθωριοποίησή της. Η διάσπασή της, η επικράτηση του ρεύματος που έβλεπε προς τα πίσω στους κόλπους του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος, είχε αποφασιστική επίδραση στην πορεία της Αριστεράς. Εμπόδισε την Αριστερά, που έδειξε τέτοιο εκπληκτικό δυναμισμό στα χρόνια μετά τον Εμφύλιο, ώστε να φτάσει να κερδίσει το 25% του λαού στις εκλογές του 1958, να εμπνεύσει ιδέες, προγράμματα, πάθος για την υπόθεση της ελληνικής αναγέννησης.
Στέρησε όλη την κοινωνία από το στήριγμα και την ανάπτυξη ενός μεγάλου κινήματος δημοκρατικού εκσυγχρονισμού και ριζικής ανανέωσης. Αυτό όμως δεν πρέπει να κρύψει το κομβικό σημείο της ελληνικής πορείας. Πρόκειται για τη λειτουργία του πολιτικού μας συστήματος, που αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο στην ανάπτυξη της πατρίδας μας.»
.
Ούτε μια λέξη δεν χρειάζεται να προσθέσει κανείς στα όσα έλεγε ο ιστορικός ηγέτης της αριστεράς χαρακτηρίζοντας το πολιτικό μας σύστημα και αποτιμώντας την ευθύνη της Αριστεράς. Τα 20 χρόνια που πέρασαν τον επιβεβαίωσαν.
.
Το ερώτημα σήμερα είναι: Πώς θα αναμορφώσουμε το κράτος, την πολιτεία και τους θεσμούς μας, ώστε να είναι παράγοντες αναγέννησης της δημοκρατίας, της δίκαιης και βιώσιμης ανάπτυξης και της ευρωπαϊκής ταυτότητας της Ελλάδας.
.
Παρακάτω 3 μόνο πεδία που θεωρώ βασικούς σταθμούς στο δρομολόγιο αλλαγής του πολιτικού μας συστήματος:
.
α) Πρωθυπουργοκεντρικό μοντέλο
.
Ο ρόλος του Πρωθυπουργού και του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος στη διακυβέρνηση της χώρας είναι καταλυτικός και κυρίαρχος. Ατυχώς, όμως, όταν λέμε πρωθυπουργικό περιβάλλον εννοούμε ανθρώπους με τους οποίους αισθάνεται άνετα-οικεία ο Πρωθυπουργός. Φταίει η δυσπιστία και η καχυποψία που περισσεύει στο πολιτικό μας σύστημα, φταίει που λείπει η παράδοση της αξιολόγησης των προσώπων, το Μαξίμου πάντως στελεχώνεται από φίλους.
.
Από τις τελευταίες κυβερνήσεις μόνο η κυβέρνηση Παπαδήμου (δεν αναφέρομαι στον κ. Πικραμένο διότι έμεινε πολύ λίγο ως υπηρεσιακός) εξαιρείται από τον κανόνα, δεν στελεχώθηκε με προσωπικούς φίλους του Πρωθυπουργού. Αν δούμε π.χ. σήμερα τα πρόσωπα που ασκούν επιρροή στον Πρωθυπουργό με θεσμικές ιδιότητες και εξουσίες στο Μαξίμου, θα διαπιστώσουμε πως πρόκειται για μια πολιτική παρέα που διαμορφώθηκε από τα χρόνια της ΠΟΛ.ΑΝ .
.
Είναι εύλογη αυτή πραγματικότητα; Όχι βέβαια! Ο Πρωθυπουργός, με την εκλογή του, (πρέπει να) αφήνει πίσω του την κομματική του ταυτότητα. Είναι Πρωθυπουργός όλων των Ελλήνων. Καθοδηγεί την κοινωνία και συνιστά παράδειγμα αξιοκρατίας και αφοσίωσης στους θεσμούς.
.
Ούτε είναι τυχαίο ότι σταδιακά αυτό το μοντέλο, της αρχής ενός προσώπου και του περιβάλλοντός του επεκτάθηκε στα κόμματα και αναπαράχθηκε στα Υπουργεία, όπου μάλιστα παγιώθηκε ως τρόπος διοίκησης.
.
β) Κομματικές και κοινωνικές συναινέσεις
.
Οι πολίτες έδειξαν ήδη το δρόμο διαλύοντας την αυταπάτη των αυτοδυναμιών. Δεν καλλιεργήθηκαν όμως –εδώ έχουν βαρύνοντα ρόλο και τα πρόσωπα και η κομματική αδράνεια- κλίμα, πνεύμα και λειτουργικοί τρόποι συνεργασίας μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, ακόμα και αν συγκυβερνούν. Το διαπιστώσαμε στην περίοδο της τρικομματικής κυβέρνησης, το διαπιστώνουμε και σήμερα καθημερινά σχεδόν.
.
Χρειάζονται και θεσμικά εργαλεία και αλλαγή πολιτικής νοοτροπίας . Η συνεννόηση και η συνεργασία των πολιτικών δυνάμεων, η συνεργασία με το συνδικαλιστικό κίνημα και ο εξευρωπαϊσμός των θεσμικών εργαλείων διακυβέρνησης δεν είναι απλώς συνθήκες αναγκαίες για την έξοδο από την κρίση. Είναι ο δύσβατος, λογικός, λειτουργικός και πατριωτικός δρόμος. Τώρα τον κρύβουν τα μικροκομματικά συμφέροντα και οι παλαιοκομματικές νοοτροπίες, τον δυσκολεύει η έλλειψη κουλτούρας συνεργασίας και επίλυσης προβλημάτων, αλλά τον επιβάλει η πραγματικότητα, το εύρος και το βάθος της κρίσης. Τον απαιτεί από όλους μας η κοινωνική πρόοδος.
.
.
γ) Σαρωτικές αλλαγές στον τρόπο νομοθέτησης
.
Δεν νομίζω ότι μπορούμε να υπερηφανευτούμε για τον τρόπο που νομοθετούμε. Ο εξευρωπαϊσμός κι εδώ είναι απολύτως αναγκαίος. Ας ρίξουμε μια ματιά σε συγκεκριμένες τακτικές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου: προγραμματισμός σε ετήσια βάση, θεσμοθετημένη διαβούλευση με όλες τις άμεσα ή έμμεσα εμπλεκόμενες επαγγελματικές και κοινωνικές ομάδες, αλλά και με φορείς της κοινωνίας των πολιτών, έλεγχος εφαρμογής στη συνέχεια, ενθάρρυνση της οριζόντιας συνεννόησης μεταξύ βουλευτών από διαφορετικά ευρωπαϊκά κόμματα.
.
Και τέλος η δύναμη της διαπραγμάτευσης είναι ο προωθητικός συμβιβασμός μεταξύ ομάδων, κρατών μελών και συμφερόντων. Γιατί μόνο έτσι φτάνουμε από το φανατισμό των αποκλίσεων στη σύνθεση της συνεργασίας.
.
Παράλληλα χρειαζόμαστε γενναίες τομές, όπως η κωδικοποίηση των νόμων, η μετατροπή του Ελεγκτικού συνεδρίου σε ex post ελεγκτικό όργανο και πλήθος παρεμβάσεων προς μια λειτουργική και γρήγορη απονομή δικαιοσύνης.
.