Τον τελευταίο καιρό, τα ευρωπαϊκά κόμματα επιλέγουν τα πρόσωπα που θα προτείνουν για τη θέση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σε μια προσπάθεια να πεισθεί το εκλογικό σώμα, οι Ευρωπαίοι πολίτες δηλαδή, ότι περιορίζεται το έλλειμμα της δημοκρατικής διακυβέρνησης στην Ε.Ε.
Στόχος είναι να μην υπάρξουν και πάλι φαινόμενα, όπως σε προηγούμενες ευρωεκλογές, όπου υποψήφιος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προερχόμενος από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα υποστηριζόταν και από ευρωβουλευτές του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος, με αποτέλεσμα να νοθεύεται η «λαϊκή εντολή».
Στις επικείμενες ευρωεκλογές έχουν ήδη προταθεί από τα μεγάλα ευρωπαϊκά κόμματα σημαντικά πρόσωπα για τη θέση του προέδρου της Επιτροπής. Από το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα ο κ. Σουλτς, από το Ευρωπαϊκό Κόμμα των Φιλελευθέρων ο κ. Φέρχοφσταντ και από το Ευρωπαϊκό Κόμμα της Αριστεράς ο κ. Τσίπρας. Σύντομα θα αποφασίσει και το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα μεταξύ των κ.κ. Γιουνκέρ, Μπαρνιέ και Κατάινεν.
Η υπόδειξη σημαντικών πολιτικών προσωπικοτήτων από όλα τα μεγάλα ευρωπαϊκά κόμματα για τη θέση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι ένα γεγονός μεγάλης σημασίας και δείχνει το ενδιαφέρον της ευρωπαϊκής πολιτικής ελίτ για τις επερχόμενες ευρωεκλογές. Η ανησυχία, ότι στο νέο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα ενισχυθούν σημαντικά τα ευρωσκεπτικιστικά, ακροδεξιά ή/και καθαρά αντιευρωπαϊκά κόμματα, έχει δημιουργήσει τις προϋποθέσεις να εκφρασθεί περισσότερο καθαρά η δημοκρατική λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Βέβαια, η προσπάθεια αυτή έχει περισσότερο συμβολική παρά πραγματική σημασία, γιατί η Συνθήκη της Λισαβόνας αφήνει το δικαίωμα της πρότασης του προέδρου της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, δηλαδή στις κυβερνήσεις των χωρών-μελών, τους επιβάλλει όμως να λάβουν υπόψη τους τη θέληση του πλειοψηφούντος ευρωπαϊκού κόμματος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Είναι γνωστό ότι οι συμβολισμοί στην πολιτική έχουν μεγάλο βάρος. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα επιλέξει για πρόεδρο της Επιτροπής το πρόσωπο που έχει υποδείξει το ευρωπαϊκό κόμμα που θα έχει πλειοψηφία στο νέο Ευρωκοινοβούλιο. Για το λόγο αυτό, εξάλλου, οι υποψήφιοι πρόεδροι για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τουλάχιστον από τα δύο μεγαλύτερα ευρωπαϊκά κόμματα (του Λαϊκού και του Σοσιαλιστικού), είναι όχι μόνο ήδη αποδεκτοί, αλλά και υποστηριζόμενοι από τις κυβερνήσεις των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης και ειδικότερα από τη γερμανική κυβέρνηση συνασπισμού.
Στο σημείο που βρίσκεται η πολιτική ενοποίηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η λειτουργία του ευρωπαϊκού συστήματος διακυβέρνησης δεν έχει αποκτήσει πλήρη δημοκρατικά χαρακτηριστικά.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν αναδεικνύει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (ευρωπαϊκή κυβέρνηση) με βάση την αρχή της πλειοψηφίας, όπως συμβαίνει στις χώρες-μέλη, όπου κάθε εθνικό Κοινοβούλιο αναδεικνύει την κυβέρνηση της χώρας του με βάση την αρχή του πλειοψηφούντος κόμματος ή του συνασπισμού κομμάτων.
Εξάλλου, τα ευρωπαϊκά κόμματα δεν έχουν ισχυρή πολιτική και ιδεολογική ενότητα, καθώς αποτελούν «πολιτικές ομάδες» ομοειδών εθνικών κομμάτων, που διαφέρουν όμως σημαντικά μεταξύ τους, ανάλογα με τις εθνικές ιδιαιτερότητες κάθε κράτους-μέλους. Στην πραγματικότητα τα ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα δεν προκύπτουν από το σύνολο των Ευρωπαίων πολιτών, από τον «ευρωπαϊκό λαό», αλλά, αντίθετα, εκφράζουν τους πολίτες κάθε χώρας-μέλους με τις κοινωνικές και ιδεολογικές τους διαφοροποιήσεις, όπως αυτές αντανακλώνται στα εθνικά κόμματα.
Είναι προφανές ότι οι πολίτες των διαφορετικών χωρών-μελών της Ε.Ε. δεν έχουν τις ίδιες πολιτικές και ιδεολογικές προτιμήσεις ούτε τα ίδια συμφέροντα. Συνεπώς, τα εθνικά κόμματα που συγκροτούν τις «πολιτικές ομάδες» έχουν συχνά σημαντικά διαφορετικά πολιτικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά.
Για το λόγο αυτό, δεν είναι σπάνιο στις ψηφοφορίες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να προτάσσονται όχι οι πολιτικές και ιδεολογικές συγγένειες, αλλά οι εθνικές προτιμήσεις. Ετσι, συχνά σχηματίζονται ιδεολογικά και πολιτικά ετερόκλιτες πλειοψηφίες, προκειμένου να εξυπηρετηθούν εθνικά συμφέροντα.
Εξάλλου, οι σημαντικότερες δημόσιες πολιτικές, δηλαδή η δημοσιονομική πολιτική (είσπραξη φόρων – κατανομή δαπανών), η εξωτερική πολιτική και η πολιτική άμυνας, οι οποίες θα μπορούσαν να ομαδοποιήσουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο τα κοινά συμφέροντα των Ευρωπαίων πολιτών, χωρίς εθνικές αναφορές, και να δημιουργήσουν, έτσι, πραγματικά ευρωπαϊκά κόμματα, δεν ασκούνται σε ευρωπαϊκό, αλλά σε εθνικό επίπεδο.