Το τελευταίο Συμβούλιο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (25 Ιουνίου) επρόκειτο να έχει ως κύριο θέμα τις σχέσεις με την Τουρκία. Εξελίχθηκε τελικά με κύριο θέμα την Ρωσία. Παρ όλα αυτά, οι σχέσεις με την Τουρκία προχώρησαν κατά ένα βήμα.
Η ΕΕ ενέκρινε ένα νέο πακέτο χρηματοδότησης για την συντήρηση του τεράστιου αριθμού των 4 εκατομμυρίων προσφύγων και μεταναστών, που βρίσκονται στο έδαφος της Τουρκίας. Αυτό ανέρχεται σε 3,5 δις ευρώ μέχρι το 2024. Πρόκειται για 2 επιπλέον δις, συν 1,5 δις που χρωστάει η ΕΕ στην Τουρκία από την προηγούμενη συμφωνία τους. Η καθυστέρηση της καταβολής αυτού του ποσού από την ΕΕ ήταν ο κύριος λόγος, για τον οποίο ο κ. Ερντογάν είχε ανοίξει πέρυσι τα σύνορα της Τουρκίας με την Ελλάδα για πρόσφυγες και μετανάστες πέρυσι, στην λεγόμενη "κρίση του Έβρου".
Η ΕΕ αναγνωρίζει τον σημαντικό ρόλο ανάσχεσης των προσφυγικών-μεταναστευτικών ροών προς τις χώρες-μέλη της, που παίζει η Τουρκία. Ο αριθμός του προσφυγικού-μεταναστευτικού πληθυσμού που βρίσκεται σε τουρκικό έδαφος, είναι ο μεγαλύτερος παγκοσμίως. Αποτελείται περίπου από 3 εκατομμύρια πρόσφυγες από την Συρία, και κάτι λιγότερο από 1 εκατομμύριο πρόσφυγες και μετανάστες από άλλες χώρες, κυρίως της Ασίας.
Όμως, μέχρι αυτήν την στιγμή δεν έχει διευκρινιστεί αν τα ποσά αυτά θα δοθούν σε ΜΚΟ που εργάζονται εκεί (όπως γίνεται μέχρι σήμερα) ή απευθείας στο τουρκικό κράτος (όπως ζητά η κυβέρνηση της Τουρκίας). Επίσης, η απόφαση αυτή δεν συνοδεύτηκε με μια νέα Κοινή Δήλωση ΕΕ-Τουρκίας για το Προσφυγικό, που θα αντικαθιστούσε την σήμερα ισχύουσα, που κρίνεται μάλλον ανεπαρκής πλέον.
Δύο άλλα θέματα της "θετικής ατζέντας" στις ευρω-τουρκικές σχέσεις παραπέμφθηκαν στο μέλλον. Ο εκσυγχρονισμός της Τελωνειακής Ένωσης ΕΕ-Τουρκίας (αναβάθμιση των εμπορικών σχέσεων τους, δηλαδή) και η κατάργηση της βίζας για τους Τούρκους πολίτες που ταξιδεύουν προς τις χώρες-μέλη της ΕΕ.
Παρόλα αυτά, στα Συμπεράσματα αναφέρεται ότι η διαδικασία για τον εκσυγχρονισμό της Τελωνειακής Ένωσης, σε τεχνικό επίπεδο, έχει αρχίσει. Όπως επίσης και προπαρασκευαστικές ενέργειες σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος (δημόσια υγεία, κλιματική αλλαγή, τρομοκρατία, περιφερειακά ζητήματα).
Η ελληνική πλευρά (ορθώς) συναίνεσε σε αυτά, ακολουθώντας το γενικό κλίμα, αλλά και επιδιώκοντας τα "ήρεμα νερά" που αποφασίστηκαν στην συνάντηση Ερντογάν-Μητσοτάκη. Επιδίωξε να επαναληφθούν οι διατυπώσεις του Συμβουλίου Κορυφής του Μαρτίου (περί "σταδιακής", "αναλογικής" και "αντιστρέψιμης" διαδικασίας). Πρέπει όμως να αντιληφθεί πως αυτές οι διατυπώσεις δεν έχουν τόση σημασία, αν δεν αξιοποιηθεί ο χρόνος για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών.
Ο φόβος του λεγόμενου πολιτικού κόστους για τους αναγκαίους συμβιβασμούς, δεν μπορεί να είναι κριτήριο. Ούτε τα εσωκομματικά προβλήματα στο κυβερνών κόμμα, με τις αντιρρήσεις των πρώην πρωθυπουργών Κ. Καραμανλή και Α. Σαμαρά, μπορούν να είναι πυξίδα για την χώρα. Το "μορατόριουμ" αποφυγής προκλητικών ενεργειών από τις δύο χώρες, που έχει συμφωνηθεί, είναι θετικό. Πρέπει όμως να αξιοποιηθεί για συνολική επίλυση των εκκρεμοτήτων στα ελληνοτουρκικά.
Η Τουρκία πλέον προσαρμόζεται στα νέα γεωπολιτικά δεδομένα. Ειδικά σε όσα διαμορφώνονται με την επιστροφή των ΗΠΑ στο διεθνές προσκήνιο, με την προεδρία Τζο Μπάϊντεν. Ο συντονισμός ΗΠΑ-ΕΕ για το θέμα Τουρκία, επιτεύχθηκε. Στο ανακοινωθέν της Συνόδου ΗΠΑ-ΕΕ αναφέρεται ότι "αποβλέπουμε σε μια αμοιβαία επωφελή σχέση συνεργασίας με μια δημοκρατική Τουρκία".
Οι ΗΠΑ είναι πρόθυμες να βρουν ένα modus vivendi με την σημερινή Τουρκία, όπως προέκυψε από την συνάντηση Μπάϊντεν- Ερντογάν. Και η ΕΕ με την σειρά της, να προωθήσει με σταδιακό τρόπο την "θετική ατζέντα", στοχεύοντας σε επιτάχυνση των αλλαγών στην Τουρκία (κράτος δικαίου, ανθρώπινα και μειονοτικά δικαιώματα, σεβασμός Διεθνούς Δικαίου κλπ.)
Η φιλολογία ότι αυτό που κάνει τελευταία ο κ. Ερντογάν "συνιστά απλά και μόνο τακτική αναδίπλωση", είναι εκτός πραγματικότητας. Εδώ και πολλούς μήνες, από το φθινόπωρο του 2020, ο πρόεδρος της Τουρκίας έχει αρχίσει την "στροφή" προς την Δύση. Η "Δύση", δηλαδή ΗΠΑ και ΕΕ, την δέχονται αφήνοντας του κάποια περιθώρια αυτονομίας (μικρότερα βέβαια από όσα είχε επί Τραμπ).
Το ζήτημα είναι να εντάξουμε εμείς, σε αυτές τις νέες σχέσεις, την επίλυση των ελληνοτουρκικών και του Κυπριακού. Η θεωρία ότι "ο χρόνος λειτουργεί υπέρ μας" δεν ισχύει. Η αναμονή δεν ωφελεί. Αδιαλλαξίες, αυταπάτες, εθνικιστικές θεωρήσεις, και μαξιμαλιστικές διεκδικήσεις από ελλαδική και ελληνοκυπριακή πλευρά, πρέπει να μπουν στο περιθώριο.