Η υποψηφιότητα του Γιώργου Καμίνη είναι πλέον δεδομένη. Ας υποθέσουμε δε ότι ο Γ. Καμίνης εκλέγεται αρχηγός ενός άγνωστου νέου φορέα, του οποίου αγνοούμε το όνομα, τα σύμβολα, την ιδεολογία, τις θέσεις, τις πολιτικές συμμαχιών και τους στόχους.
Ακόμη κι έτσι, η Φ. Γεννηματά θα συνεχίσει να είναι πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, αλλά και επικεφαλής της ΔΗΣΥ. Με δεδομένη δε τη θέση του για μεταρρυθμίσεις και αποφυγή των μεθόδων και πολιτικών του παρελθόντος, ο Γ. Καμίνης θα προσπαθήσει να στηρίξει τη δημιουργία ενός κόμματος μεταρρυθμιστικού, προοδευτικού, το οποίο θα συνεργαστεί με τις δυνάμεις του Δημοκρατικού Τόξου και θα στηρίξει φιλελεύθερες και προοδευτικές πολιτικές. Υποθέτω ότι θα πει ένα ξεκάθαρο ΟΧΙ στην κρατικοποίηση των συγκοινωνιών, ένα διαυγέστατο ΟΧΙ στην μονιμοποίηση των συμβασιούχων εργαζομένων στην καθαριότητα, ένα ΝΑΙ στη λειτουργία μη κρατικών Πανεπιστημίων και ένα δυνατό ΝΑΙ στην αξιολόγηση όλων των δομών του Δημοσίου. Το ερώτημα, που τίθεται είναι: θα του το επιτρέψουν οι μηχανισμοί, που έχουν μάθει εδώ και δεκαετίες να νέμονται και κατέχουν μέρος του Δημοσίου; Εδώ η απάντηση πρέπει να θεωρείται δεδομένη.
Όμως, όλα αυτά, προκειμένου να έχουν πιθανότητες να συμβούν, εξαρτώνται από το έκτακτο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, το οποίο θα ακολουθήσει της εκλογής. Στο συνέδριο αυτό θα διαγκωνισθούν οι ήδη εκφρασμένες τάσεις (α) διατήρησης και ενίσχυσης του ΠΑΣΟΚ με την προσχώρηση όλων των άλλων κινήσεων (την στηρίζουν οι Γερουλάνος, Σκανδαλίδης, Γκεγκέρογλου, Κρεμαστινός κ.α.) και (β) του σχηματισμού ομοσπονδίας κομμάτων και κινήσεων (την στηρίζουν η Γεννηματά, ο Λοβέρδος, ο Μανιάτης κ.α., ενώ τα όργανα του ΠΑΣΟΚ έχουν καταργηθεί από την πρόεδρο). Μέχρι πρότινος, θεωρούσα ως πιθανή και τρίτη επιλογή. Αυτήν της επανάληψης της απόφασης του Συνεδρίου 2015, το οποίο αποφάσισε την άμεση δημιουργία ενός νέου και ενιαίου κόμματος του προοδευτικού χώρου. Σήμερα τη θεωρώ απίθανη.
Σε κάθε περίπτωση μετά το συνέδριο του ΠΑΣΟΚ η κα Γεννηματά θα παραμείνει πρόεδρος ενός υπαρκτού κόμματος, ενώ ο κ. Καμίνης θα είναι πρόεδρος ενός ανύπαρκτου φορέα. Όλοι επενδύσαμε στη δημιουργία ενός ενιαίου κόμματος με νέο μητρώο μελών και νέα ηγεσία. Ενός κόμματος σύγχρονου, προοδευτικού, μεταρρυθμιστικού και καθαρά φιλοευρωπαϊκού. Σε αυτό στόχευαν και συνεχίζουν να στοχεύουν η πλειοψηφία όσων απέμειναν στις Κινήσεις Πολιτών για τη Σοσιαλδημοκρατία, η ΔΗΜΑΡ, Το Ποτάμι, η Ώρα Αποφάσεων, οι Μεταρρυθμιστές της Αριστεράς, αλλά και ένα μέρος του ΠΑΣΟΚ, το οποίο είτε έχει ήδη αποχωρήσει είτε ετοιμάζεται να αποχωρήσει. Ας μη λησμονούμε ότι προς αυτό το στόχο έχει συμφωνηθεί ο οδικός χάρτης. Συγκρότηση οργανωτικής επιτροπής κοινής αποδοχής, υιοθέτηση και συμπλήρωση των θέσεων της Επιτροπής Διαλόγου και δημόσια διαβούλευση, σύνταξη νέου μητρώου μελών, εκλογή συνέδρων, σύγκληση ιδρυτικού συνεδρίου, εκλογή οργάνων και εκλογή αρχηγού από τη βάση.
Το σημαντικότερο, όμως, όλων είναι η διαφορά απόψεων, που υπάρχει στον μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ χώρο. Ο Μεσαίος Χώρος ούτε ενιαίος είναι ούτε έχει τις ίδιες απόψεις, στόχους και πολιτική συμμαχιών για την μετά ΣΥΡΙΖΑ εποχή. Αυτός δε είναι ο λόγος, για τον οποίο η ηγεσία της ΔΗΣΥ προσπάθησε με κάθε τρόπο να αποτρέψει την υλοποίηση του ανωτέρω οδικού χάρτη.
Η πρώτη τάση (η συντηρητική) θεωρεί ότι η πολιτική, που ακολούθησε το ΠΑΣΟΚ από το 1981 έως το 2004 και η οποία ακολουθείτε από τον ΣΥΡΙΖΑ στον υπερθετικό βαθμό με την γιγάντωση του Δημοσίου Τομέα και τη χρήση του λαϊκισμού ως σημαντικού εργαλείου άσκησης πολιτικής, πρέπει να συνεχισθεί. Αντιθέτως, δεν παύουν να επαναλαμβάνουν την καταστροφή για το Κόμμα, που επήλθε από την κυβερνητική συνεργασία ΠΑΣΟΚ (με πρόεδρο τον Β. Βενιζέλο) και ΝΔ στο χρονικό διάστημα 2012-2014. Έχει δε αποφασίσει ότι «ιδεολογικός μας αντίπαλος είναι η ΝΔ του Κ. Μητσοτάκη», «εμείς είμαστε η Αριστερά», «κρατάμε ίσες αποστάσεις από ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ» και «δεν μπορεί να συγκροτηθεί κεντροαριστερά χωρίς τον ΣΥΡΙΖΑ ή ένα μεγάλο μέρος αυτού». Έτσι, δεν έχουν πάψει εκείνες οι φωνές, που πιστεύουν ότι μία συμμαχία με τον ηττημένο ΣΥΡΙΖΑ θα δώσει ένα γερό χτύπημα στη Δεξιά. Εξ άλλου, «ο Λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά», όπως μονότονα επαναλαμβάνουν στελέχη του ΠΑΣΟΚ και μας υπενθυμίζει ο Κώστας Λαλιώτης.
Η άλλη τάση (η προοδευτική) θεωρεί ότι η πολιτική του παρελθόντος (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ), αλλά και του παρόντος στον υπερθετικό βαθμό (ΣΥΡΙΖΑ), είναι άκρως ξεπερασμένη και καταδικασμένη από τους πολίτες. Είναι αυτή που μας έφερε σε αυτή την πολιτική, κοινωνική, πολιτισμική και οικονομική χρεοκοπία. Αυτή πιστεύει ότι στην μετά ΣΥΡΙΖΑ εποχή όλες οι καθαρά φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις, που πιστεύουν στις μεταρρυθμίσεις στο Σύνταγμα, στην Παιδεία, στην Υγεία, στο Δημόσιο Τομέα, στην ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και στη δημιουργία θέσεων εργασίας για τους νέους ανθρώπους και στην αριστεία, θα πρέπει να συνεργαστούν κυβερνητικά, βάσει προγραμματικής συμφωνίας. Και αυτό, προκειμένου να μπορέσει να ανορθωθεί η χώρα μετά την μεγάλη καταστροφή. Πάνω απ’ όλα το συμφέρον της χώρας και των πολιτών της και όχι το κομματικό συμφέρον.
Το μεγάλο ερώτημα, που τίθεται είναι: Μπορούν αυτές οι δύο τάσεις να βρουν ελάχιστο κοινό παρονομαστή, ο οποίος όμως θα είναι αρκούντος μεγάλος, ώστε να μπορέσουν να βρεθούν μαζί στις κρίσιμες αυτές ώρες; Οι τελευταίες κινήσεις, προτάσεις και διατυπωμένες απόψεις τόσο της ηγεσία όσο και της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της ΔΗΣΥ (από αυτήν εξαιρώ ορισμένους, όπως ο Μανιάτης, ο Λοβέρδος, η Κεφαλίδου και φυσικά πρώτος απ’ όλους ο Βενιζέλος) δείχνουν ότι οι ιδεολογικές διαφορές μεταξύ των δύο τάσεων είναι ουσιώδεις. Ποιος μπορεί να γεφυρώσει τις διαφορές αυτές; Ποιος θα κάνει το βήμα προσέγγισης; Προσωπική μου άποψη σε κάθε περίπτωση είναι ότι οι διαφορές δεν γεφυρώνονται, παρά μόνον εάν η παραδοσιακή τάση (ηγεσία ΠΑΣΟΚ, κομματικός μηχανισμός και παραδοσιακά στελέχη του καθώς και το ΚΙΔΗΣΟ) αντιληφθεί ότι η πολιτική, την οποία οραματίζεται να ακολουθήσει και πάλι στην μετά ΣΥΡΙΖΑ εποχή είναι αυτή που χρεοκόπησε την Ελλάδα και την οποία πρέπει να στείλουν στο πυρ το εξώτερο. Διότι εάν δεν συμβεί αυτό, τότε μοιραία οι δυνάμεις του μεσαίου χώρου θα εκφραστούν με διακριτούς τρόπους. Δηλαδή θα αποτελέσουν δύο διαφορετικές πολιτικές οντότητες, κάτι που θα αποδυναμώσει αμφότερες. Όμως, οι αίτιοι θα έχουν ονοματεπώνυμο και δεν θα είναι εκείνοι, που τα τελευταία χρόνια αγωνίζονται να πείσουν τους πολίτες για την αναγκαιότητα των μεγάλων μεταρρυθμίσεων και την μη επιστροφή στο παρελθόν και στις μεθόδους, που μας έφεραν στο χείλος του γκρεμνού.