Οι εργασιακές σχέσεις στην Ελλάδα δεν αποτελούν μια μοναδική ενότητα ρυθμίσεων που αφορά και καλύπτει το σύνολο της αγοράς εργασίας. Για κάποιον που έχει σχέση με την πραγματική οικονομία, είναι ευθέως διακριτή η τυπική και η άτυπη αγορά εργασίας. Η άτυπη αγορά εργασίας σχετίζεται με κάθε παραοικονομική δραστηριότητα και πιο συγκεκριμένα, καλύπτει τις θέσεις και τις σχέσεις εργασίας που αφορούν οικονομικές δραστηριότητες που εκφεύγουν της επίσημης οικονομίας και λειτουργούν υπό καθεστώς πλήρους ή μερικής φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής. Η τυπική αγορά εργασίας, από την άλλη, μπορεί επίσης να διακριθεί στους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα και αυτούς που εργάζονται στο δημόσιο τομέα, καθώς οι εργασιακές σχέσεις στους δύο αυτούς τομείς είναι τελείως διαφορετικές – όπως για παράδειγμα το προνόμιο της μη απόλυσης στο δημόσιο τομέα και η μη συσχέτιση των αμοιβών με την παραγωγικότητα. Η πολυσχιδικότητα της αγοράς εργασίας, περιπλέκεται ακόμα περισσότερο εάν λάβουμε υπόψη τους ανέργους, καθώς γι’ αυτούς δεν ισχύουν ρυθμίσεις εργασιακών σχέσεων και βρίσκονται αποκλεισμένοι.
Υπό αυτά τα δεδομένα, όσο το κράτος επιβάλλει ρυθμίσεις που προσδιορίζονται από τα προστατευμένα και προνομιούχα τμήματα της αγοράς, τόσο θα αφήνει εκτός ρυθμίσεων όσους δεν μετέχουν σε αυτά. Επιπλέον, όσο λιγότεροι μετέχουν στα προνομιούχα τμήματα της αγοράς εργασίας, τόσο περισσότεροι θα βρίσκονται απροστάτευτοι, με μόνη διέξοδο τις άτυπες μορφές εργασίας, εργαζόμενοι (όποτε και εάν), χωρίς κοινωνική ασφάλιση και δικαιώματα, στο έλεος των αποφάσεων της εκάστοτε παρανομούσας εργοδοσίας. Αντίθετα, σε μια ευνομούμενη πολιτεία, η ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων πρέπει να αφορά στα ελάχιστα, καλύπτοντας το σύνολο της αγοράς, ομού και τους ευρισκόμενους εκτός αυτής, λόγω ανεργίας. Έτσι, η διευθέτηση των σχέσεων εργασίας που υπερβαίνουν τα ελάχιστα θεσπισμένα, επαφίεται στις διμερείς σχέσεις των αντισυμβαλλομένων. Δηλαδή στη σχέση μεταξύ εργαζόμενου και εργοδότη και τον επικουρικό ρόλο κάθε νόμιμα κατοχυρωμένου ενδιάμεσου φορέα, όπως οι συνδικαλιστικοί οργανισμοί που τυχόν έχουν συσταθεί από τα δύο μέρη. Αυτή η οργάνωση της αγοράς εργασίας, σέβεται τις αρχές των ίσων ευκαιριών και είναι συμβατή τόσο με τον αυτοπροσδιορισμό της εργασιακής πορείας των εργαζομένων, όσο και με την ανάδειξη της επιχειρηματικότητας και των επιχειρήσεων σε κύτταρο της οικονομικής δραστηριότητας και ανάπτυξης. Αντίθετα, το πρότυπο λειτουργίας των εργασιακών σχέσεων που καθορίζεται από τα προνομιούχα εργαζόμενα στρώματα της αγοράς και δη του δημόσιου τομέα, καταλήγει στην πολυσχιδικότητα της αγοράς εργασίας, με περιορισμένες και άνισα κατανεμημένες ευκαιρίες και υποχρεώσεις που προκύπτουν από την προνομιούχα σχέση των εργαζομένων με τους φορείς της κρατικής εξουσίας και το πολιτικό σύστημα. Οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, στις άτυπες μορφές εργασίας και οι άνεργοι, απλώς παρακολουθούν τις «κατακτήσεις» των κρατικοδίαιτων «πελατών» των κομμάτων και «απολαμβάνουν» το κόστος χρηματοδότησης αυτών των «κατακτήσεων». Σε ένα καθεστώς διευθέτησης των ελαχίστων που καλύπτουν το σύνολο των πολιτών που προσέρχονται προς εργασία, σε μια κοινωνική οργάνωση ελεύθερης σύμπραξης εργαζομένων και εργοδοτών και πλήρους σεβασμού του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού των πολιτών με ίσες ευκαιρίες, η τεράστια ευθύνη του κράτους για κοινωνική προστασία και η μέριμνα για την καλύτερη δυνατή οργάνωση της αγοράς εργασίας, μετατίθεται στην καλύτερη δυνατή προετοιμασία των εργαζομένων στην πορεία διεκδίκησης και κατάκτησης της προσωπικής τους καριέρας. Με συνεχή προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης. Με μέριμνα για την ταχύτερη δυνατή πρόσληψη και τον περιορισμό της διάρκειας των περιόδων αναζήτησης εργασίας και ανεργίας. Με εξασφάλιση του ελάχιστου βιοτικού επιπέδου για κάθε πολίτη, όσο διάστημα βρίσκεται εκτός εργασίας.
Σε ένα κοινωνικό-οικονομικό και πολιτικό σχηματισμό που οικοδομείται στις αρχές των ίσων ευκαιριών και του αυτοπροσδιορισμού των πολιτών, με στόχο την ανάδειξη της δημιουργικότητας και της επιχειρηματικότητας, εκεί μετατίθεται το βάρος ευθυνών του δημοσίου τομέα. Στο μέτρο που έχουμε κατακτήσει την απαίτηση ανατροπής του πελατειακού πολιτικού και οικονομικού στρεβλώματος του κατακερματισμού της αγοράς εργασίας, εκεί μετατίθεται πλέον η ουσία της πολιτικής διεκπεραίωσης της ιδεολογικής φυσιογνωμίας των κομμάτων.
.
Ο Γιάννης Τσαμουργκέλης είναι Διδάκτωρ της Οξφόρδης και Επίκουρος Καθηγητής της Διεθνούς Οικονομικής στο Παν/μιο του Αιγαίου. Έχει διατελέσει ανώτερο διευθυντικό στέλεχος στο χρηματοπιστωτικό τομέα. Email:i.tsam@aegean.gr