Με πιθανότερη πλέον την επικράτηση Ανδρουλάκη στις εκλογές του ΚΙΝΑΛ, οι περισσότερες αναλύσεις γίνονται για το πώς θα πορευτεί το κόμμα μετά: από το ποιες θα είναι οι κρίσιμες πολιτικές επιλογές που θα κάνει για την Ελλάδα και την Ευρώπη έως τον τρόπο και την έκταση της ανανέωσης που θα γίνει, και από το πώς θα διευθύνεται η κοινοβουλευτική του δράση έως το νέο του όνομα του, την ανασύσταση των οργανώσεων, κ.ο.κ.
Όμως εάν σε αυτά τα ζητήματα επιδείξει σοβαρότητα και συνέπεια με τις τωρινές επαγγελίες, οι πολιτικές αναλύσεις σύντομα θα βρεθούν να εστιάζουν όχι πλέον στις εξελίξεις του ΚΙΝΑΛ αλλά στις επενέργειες που αυτές θα έχουν στα δύο άλλα κόμματα εκ δεξιών και εξ αριστερών. Γιατί τέτοιες θα υπάρξουν σύντομα και θα είναι σημαντικές.
Ο λόγος είναι ότι τόσο η Νέα Δημοκρατία όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ έκαναν υπεράντληση κομματικών υδάτων μετά την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ το 2011-2012 και πότισαν έτσι τόσο την αποξηραμένη και άγονη πεδιάδα της Δεξιάς, όσο και το μικρό αριστερό θερμοκήπιο που μέχρι τότε έκανε πολιτικές καλλιέργειες μόνο για το σπίτι.
Και οι δύο χώροι κατάφεραν να μεγαλώσουν την πολιτική τους επιρροή να αξιοποιήσουν στελέχη και να αναλάβουν την διακυβέρνηση της χώρας επί μια πενταετία έκαστος: η μεν ΝΔ σε δύο περιόδους 2012-2014 και 2019-2021, και ο ΣΥΡΙΖΑ σε δύο συνεχόμενες δόσεις 2015-2019. Αμφότερα θα ήταν απίθανο να συμβούν χωρίς την αθρόα πρόσμειξη με τους πάλαι ποτέ ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ.
Δεν πρόλαβαν όμως να εδραιώσουν ακόμα αυτή την σημαντική και μαζική πολιτική επέκταση παρά μόνο σε επίπεδο ψήφων. Οργανική ενσωμάτωση δεν υπάρχει ακόμα σε επίπεδο στελεχών ούτε και στο πεδίο διαμόρφωσης καθημερινής πολιτικής.
Το ενδιαφέρον πάντως είναι ότι και στους δύο πολιτικούς χώρους οι επικεφαλής τους θα ήθελαν αυτή την ενσωμάτωση, κατά καιρούς την επαγγέλλονται δημόσια και διακηρύσσουν μάλιστα την πρόθεση τους να την διευκολύνουν, χαλαρώνοντας τους ιδεολογικούς σφιγκτήρες των κομματικών μηχανισμών. Χωρίς πάντως μέχρι στιγμής να το έχουν καταφέρει για τους εξής – διαφορετικούς για το κάθε κόμμα – λόγους:
Στην μεν ΝΔ, η αντίσταση από τοπικά και κλαδικά στελέχη είναι δριμύτατη διότι τυχόν διεύρυνση με τις δυνάμεις του παλαιού ΠΑΣΟΚ θα υποσκάψει τα δικά τους προνόμια πελατειακής διαχείρισης που έχουν κατοχυρώσει επί δεκαετίες. (Άσε δε που αν τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ αποφασίσουν να μπουν σε μια τέτοια διαδικασία, ποιος τα πιάνει …).
Ούτε και πολιτικά όμως έχει αποτολμηθεί κάποια συστηματική όσμωση μεταξύ ΝΔ και πολιτικών μεταγραφών, παρά την αισθητή συμβολή που έχουν σε θέματα πολιτικής διαχείρισης και ανάλυσης. Αυτό γίνεται γιατί φαίνεται να είναι ανέφικτη η ομαλή μετάβαση από ένα ξεπερασμένο ιδεολογικό και κοινωνικό πλαίσιο της εγχώριας Δεξιάς σε ένα πιο εξελιγμένο ευρωπαϊκό λόγο, παρά τις ευάριθμες εξαιρέσεις στελεχών που πασχίζουν για το αντίθετο. Ακόμα και για το τυποποιημένο Συνέδριο που θα γινόταν πριν μια εβδομάδα, βρέθηκε αφορμή να αναβληθεί επ’ αόριστον.
Έτσι η άντληση ψηφοφόρων από το ΠΑΣΟΚ χρησιμοποιήθηκε μέχρι σήμερα μόνο για την στήριξη της κυβέρνησης έναντι μιας δυνητικής παλιννόστησης του ΣΥΡΙΖΑ, όχι όμως και για να θεμελιώσει ένα νέο μοντέλο διακυβέρνησης και αξιακού επαναπροσανατολισμού της κοινωνίας, όπως για παράδειγμα με κάποια επιτυχία επιχειρεί να κάνει ο Μακρόν στη Γαλλία. Όμως στην ΝΔ δεν πρέπει να ξεχνούν τον κανόνα «fast-in, fast-out» και όσο εύκολα της έδωσαν ψήφο, άλλο τόσο εύκολα μπορεί να την αφήσουν στο πρώτο γύρισμα του πολιτικού χάρτη.
Ανάλογα φαινόμενα παρατηρούνται και στον χώρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αν και οι λόγοι που προβάλλονται είναι διαφορετικοί. Είναι πλέον φανερό ότι τα διάφορα προγεφυρώματα για την είσοδο στον εσώτερο πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ στελεχών προερχόμενων από το θρυμματισμένο ΠΑΣΟΚ έχουν εν πολλοίς αποτύχει και έχουν διακριτικά αποσυρθεί. Κύριος λόγος αυτή την φορά προβάλλεται η ανάγκη διατήρησης της ιδεολογικής και πολιτικής καθαρότητας του αριστερού χώρου, ένας εκφραστικός όρος που πολλές φορές στο παρελθόν είχε χρησιμοποιηθεί για να διαχωρίσει τους ακραιφνείς πιστούς από όσους διατύπωναν ενοχλητικές ερωτήσεις και εναλλακτικές ιδέες.
Κυρίως όμως είχε χρησιμοποιηθεί κατά κόρον για να δικαιολογήσει την άρνηση συμμετοχής (ή ακόμα και απλής ανοχής) σε ευρύτερα κυβερνητικά σχήματα που στόχο είχαν να αντικρούσουν την άνοδο ή την απειλή επικράτησης αντιδραστικών πολιτικών οργανισμών.
Τώρα όμως μία τέτοια επίκληση ιδεολογικής ακρότητας δεν θα ήταν πιστευτή γιατί απλούστατα η παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνησε ήδη επί μία πενταετία και μάλιστα με εταίρο που θα τον έβλεπε απαξιωτικά ακόμα και ένας παραδοσιακός συντηρητικός! Για αυτό επινοήθηκε μια νέα τακτική οργανωτικού αποκλεισμού για τους πολιτικούς μετανάστες του ΠΑΣΟΚ που επιχειρείται να θεμελιωθεί σε ιδεολογικές αρχές!
Η νέα θεωρία αποκλεισμού προσπαθεί να μοιάζει με τις παλιές λενινιστικές συνταγές της ιδεολογικής καθαρότητας. Επειδή αρκετοί στον ΣΥΡΙΖΑ θεωρούν ότι η αντίπαλη πολιτική παράταξη γίνεται όλο και πιο ακραία (π.χ. νεοφιλελεύθερη στα οικονομικά, αυταρχική στα κοινωνικά, εθνικιστική στα διακρατικά, κλπ) πρέπει και το αντίπαλο δέος που εκπροσωπεί η αριστερά να ενδυθεί μια πανοπλία παρόμοιας ακρότητας για να την αντιμετωπίσει. Αυτό φυσικά δεν θα μπορέσουν ούτε καν να το αντιληφθούν οι «πασόκοι», οπότε καλό θα είναι να παραμείνουν αβάπτιστοι στον Νάρθηκα της Εκκλησίας και πολύ τους πάει. Πολλώ δε μάλλον να χειροτονηθούν επίσκοποι.
Δύο χρόνια μετά τις εκλογές του 2019, τα χαρακτηριστικά αυτά έμειναν σχεδόν αναλλοίωτα στις κυρίαρχες συμπεριφορές των δύο μεγάλων κομμάτων, ακόμα και όταν χρειάστηκε να έλθουν σε αντίθεση με την βούληση των επικεφαλής τους. Και τα δύο υποτίμησαν ανεπίτρεπτα την υποχρέωση που έχει ένας πολιτικός οργανισμός να ενσωματώνει (έστω και σταδιακά) όσους τον υποστηρίζουν και του δίνουν προοπτικές.
Αν δεν γίνει, τότε και αυτοί θα μετανιώσουν που μετάνιωσαν και θα αναζητήσουν πάλι την αρχική κοιτίδα του ποταμού, όπως βλέπουμε τώρα να γίνεται. Όπως και άλλες φορές συνέβη στα πασοκικά πεπραγμένα, η κατάσταση μεταστράφηκε πρωτίστως συγκινησιακά με την αδόκητη απώλεια της Γεννηματά και τώρα διαμορφώνεται πολιτικά με την προοπτική Ανδρουλάκη. Μέχρι την άνοιξη του 2022, πολλά πράγματα θα είναι διαφορετικά.
Πηγή: news247.gr