Οι επιλογές της Ρωσίας

Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης 07 Αυγ 2014

Κι ενώ η Δύση συνεχίζει να επιβάλει αμφιβόλου αποτελεσματικότητας κυρώσεις στη Ρωσική Ομοσπονδία, το Κρεμλίνο έρχεται, ίσως για πρώτη φορά τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια, αντιμέτωπο με την υπαρξιακού χαρακτήρα ερώτηση: πού πάμε ή άλλως την πιο γνωστή φράση στην ιστορία της ρωσικής γραμματείας «Τί να κάνουμε»[1].

.

Είναι προφανές ακόμη και στον πιο απομακρυσμένο θεατή των γεγονότων, πως η ρωσική πολιτική, σε σχέση τόσο με τη Δύση όσο και με την Ανατολή, αυτή την περίοδο αντιμετωπίζει τα επίχειρα λανθασμένων πολιτικών και αστοχιών που πλήττουν όχι μόνο το σημερινή οικονομική και πολιτική ελίτ της χώρας, αλλά, κυρίως, τα σχέδια της για το μέλλον.

.

Τα τελευταία 25 χρόνια η Ρωσία προσπάθησε, άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με μικρότερη ειλικρίνεια να προσεγγίσει τη Δύση και, γιατί όχι, να γίνει μέλος της, τηρουμένων πάντα των ιδιορρυθμιών της ως γεωπολιτισμικός οργανισμός. Η πολιτική αυτή με ευθύνη και των δύο μερών απέτυχε και οι σχέσεις της Ρωσίας με τη Δύση, βρίσκονται στο χειρότερο σημείο μετά το 1980, χρονιά εισβολής των σοβιετικών στο Αφγανιστάν. Σήμερα, η ρωσική ηγεσία αντιμετωπίζει μια αναπόδραστη πραγματικότητα, όπου η Ρωσία απομονώνεται ολοένα και πιο πολύ από τη Δύση, ένα τμήμα της οποίας (οι ΗΠΑ) βρίσκεται στη διαδικασία «κατασκευής εχθρών» τόσο εξ Ανατολών όσο και εκ του Νότου (αυτή όμως είναι μια άλλη, μεγάλη κουβέντα).

.

Πέρσι το καλοκαίρι, η ρωσική Κρατική Δούμα (Βουλή) ενέκρινε ένα μεγάλο ποσό για τη «δημιουργία του ενιαίου ρωσικού πολιτιστικού χώρου».  Είναι κατανοητό ότι με το δημογραφικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα, σύμφωνα με το οποίο σε μερικές δεκαετίες και πάντως όχι αργότερα από το 2050, ο πληθυσμός της θα κυμαίνεται από 90 έως 120 εκατομμύρια (σήμερα είναι 140 εκατομμύρια), η αχανής αυτή χώρα θα παρουσιάζει εικόνα ερημωμένων περιοχών. Σήμερα, για παράδειγμα, στο γεωγραφικό χώρο από τα Ουράλια Όρη μέχρι τη ρωσική Άπω Ανατολή, κατοικούν συνολικά μόνο 14 εκατομμύρια άνθρωποι. Είναι προφανής η ανάγκη νέων πληθυσμών, πράγμα που δικαιολογεί τη μεταναστευτική πολιτική της Ρωσίας, η οποία «εισάγει» κυριολεκτικά εργατικά χέρια από τις χώρες της Κεντρικής Ασίας, όπως είναι το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν, η Κιργιζία κ.α.

.

Αυτή την περίοδο και παρά την εμφανή υποχώρηση της σχολής σκέψης της Ευρασίας (στο πρόσωπο της αμφιλεγόμενης προσωπικότητας του καθηγητή Αλεξάντρ Ντούγκιν), η Ρωσία επιχείρησε να δημιουργήσει το δικό της γεωπολιτικό χώρο με την ίδρυση της Ευρασιατικής Ένωσης, η οποία όμως παραμένει και θα παραμείνει επί μακρόν στο επίπεδο των πολιτικών διακηρύξεων και όχι σε εκείνο της οικονομικής ζώνης. Για να συμβεί αυτό, κάποιος θα πρέπει να βάλει τα χρήματα. Τα οποία προς το παρόν λείπουν από όλα τα μέλη της φιλόδοξης αυτής Ένωσης (Ρωσία – Λευκορωσία – Ουζμπεκιστάν).

.

Η Ρωσία στο αμέσως επόμενο διάστημα θα πρέπει να δαπανήσει – επενδύσει τεράστια ποσά από τον δοκιμαζόμενο κρατικό της προϋπολογισμό για την «αναστήλωση» της Κριμαίας. Η παραλιακή ζώνη αυτής της περιοχής θα είναι το μεγάλο στοίχημα του Κρεμλίνου, αφού από την αξιοποίησή της θα φανεί η ικανότητά του να αναζωογονεί περιοχές με έντονο ρωσικό στοιχείο. Η επιτυχής έκβαση αυτής της προσπάθειας, θα συμβάλει στις προσπάθειες της Ρωσίας να κρατήσει εκτός του ΝΑΤΟ τη γειτονική Ουκρανία και να χαλαρώσει, κατ? αυτόν τον τρόπο, την πίεση που δέχεται ως προς τη μείωση του στρατηγικού βάθους της άμυνάς της.

.

Η Ρωσία αυτή το διάστημα προβληματίζεται πολύ σχετικά με τις σχέσεις που πρέπει να αναπτύξει μακροχρόνια με την Ουκρανία. Η μέχρι σήμερα πολιτική της, κατάφερε να την αποξενώσει από την όμορο χώρα αλλά και το ουκρανικό έθνος, με παλιές και βαθιές ιστορικές σχέσεις με το αντίστοιχο ρωσικό. Η απροθυμία ευρωπαϊκών χωρών όπως η Μ. Βρετανία και η Γερμανία, να δεχτούν την Ουκρανία στους ευρωατλαντικούς θεσμούς και, κυρίως, στο ΝΑΤΟ, κάνουν πιο εύκολη την επιλογή πολιτικής για τη Ρωσία. Η διευθέτηση των προβλημάτων με την Ουκρανία είναι ζωτικής σημασίας για τη Ρωσία. Η δημιουργία ενός δίπολου Ρωσίας – Ουκρανίας, αλληλοεξαρτώμενου βαριά, σε σημείο όπου όταν ο ένας πόλος αποσταθεροποιείται, τότε συμβαίνει το ίδιο και στον άλλον, μπορεί μεν να ήταν ο στόχος των υπερατλαντικών εμπνευστών του, αυτό όμως δε σημαίνει πως η Ρωσία είναι υποχρεωμένη να κινηθεί με βάση αυτό το σενάριο. Πολλοί περιμένουν την «επιχείρηση γοητείας» της Ουκρανίας εκ μέρους του Κρεμλίνου, κάτι που δε φαντάζει απίθανο. Σε αυτή την περίπτωση το κέρδος για τη Ρωσία θα είναι μεγάλο, καθώς θα αυξηθεί, μεταξύ των άλλων,  και ο αριθμός των Ουκρανών που θα περάσουν τα σύνορα. Η Ρωσία έχει μεγάλη ανάγκη από «ενέσεις» σλαβικού αίματος, προκειμένου το ρωσικό έθνος να διατηρήσει τη δεσπόζουσα θέση του στην πολυεθνική κοινωνία της χώρας. Η Ουκρανία διαθέτει, επίσης, ένα σημαντικής προστιθέμενης αξίας εργατικό δυναμικό στο πρόσωπο μηχανικών, επιστημόνων κ.α. η μετεγκατάσταση των οποίων σε ρωσικά εδάφη θα δώσει ώθηση σε συγκεκριμένους τομείς υψηλής τεχνολογίας της ρωσικής οικονομίας. Την ίδια στιγμή όμως η Ρωσία, θα πρέπει να αποδεχτεί το γεγονός ότι η Ουκρανία θα αναπτύξει πιο στενές οικονομικές σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση και θα λειτουργήσει ως προπομπός για τη Μολδαβία και Γεωργία, χωρίς όμως οι τελευταίες να αποκτήσουν συγκριτικό πλεονέκτημα εντασσόμενες στο ΝΑΤΟ.

.

Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ξένοι αναλυτές, περιμένουν τα σημάδια της πολιτικής που θα σηματοδοτήσει την μετατροπή της Ρωσίας όχι σε αυτοκρατορία, όπως πολλοί ελπίζουν κι εύχονται στο εσωτερικό της, αλλά σε εθνικό κράτος με αναπτυγμένους θεσμούς της κοινωνίας των πολιτών. Αυτή τη στιγμή, οι δυνάμεις που θέλουν να κινηθεί η Ρωσία προς αυτή την κατεύθυνση βρίσκονται σε υποχώρηση, ενώ απεναντίας, δείχνει πως το «πάνω χέρι» το έχουν οι δυνάμεις εκείνες που νοσταλγούν την αίγλη του σοβιετικού – αυτοκρατορικού παρελθόντος. Από την έκβαση όμως της μάχης αυτής, θα κριθεί και η θέση της Ρωσίας στον πολυπολικό κόσμο που διαδέχτηκε τις βεβαιότητες και τις σταθερές του ψυχροπολεμικού κόσμου. Για να προχωρήσει προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει πρώτα απ? όλα να επαναπροσδιορίσει το περιεχόμενο της Ευρασιατικής Ένωσης. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που ισχυρίζονται πως θα πρέπει να κινηθεί στο πλαίσιο των ιδεών της Ευρωατλαντικής Ένωσης ελευθέρου εμπορίου και να αφήσει κατά μέρος τις «αυτοκρατορικές φιλοδοξίες», τις οποίες άλλωστε δεν μπορεί να χρηματοδοτήσει.

.

Η Ρωσία, παρά τις ιστορικές της ιδιομορφίες, αν θέλει να παραμείνει σημαντικός παίκτης στο παγκόσμιο σύστημα, θα πρέπει να προσαρμόσει την πολιτική της στις απαιτήσεις του 21ου αιώνα. Η νοσταλγία άλλων εποχών, μπορεί να έχει πρόσκαιρα οφέλη στο εσωτερικό της χώρας, μακροπρόθεσμα όμως θα προκαλέσει πολλά προβλήματα που δύσκολα θα επιλύονται και, κυρίως, θα έχουν προκαλέσει τέτοια ρήγματα στις σχέσεις της με το δυτικό κόσμο, η επούλωση των οποίων θα απαιτήσει πολλούς πόρους και προσπάθειες. Η Ρωσία θα πρέπει να προχωρήσει σε μια ριζική αναθεώρηση της θέσης της στο παγκόσμιο σύστημα ισχύος, ξεκινώντας από πολύ επώδυνες παραδοχές ως προς τις σημερινές αλλά και άμεσα μελλοντικές της δυνατότητες αλλά και προτεραιότητες.

.

.


.

.

[1] Πρόκειται για τον τίτλο του βιβλίου του Ν. Τσερνισέφσκι (1828 – 1889), που είδε το φως της δημοσιότητας το 1862 – 1863, τον οποίο «δανείστηκε» μερικές δεκαετίες αργότερα ο Β. Ι. Λένιν, για να τιτλοφορήσει το δικό του βιβλίο, το 1901, όπου περιγράφει τους στόχους του νεαρού τότε κομμουνιστικού κινήματος της Ρωσίας. Με αυτό τον τρόπο ο Β. Ι. Λένιν θέλησε να τιμήσει το μνήμη τόσο του Τσερνισέφσκι όσο και του μυθιστορήματος του, επειδή θεωρούσε πως χάρη σε αυτό ο ίδιος αλλά και χιλιάδες άλλοι Ρώσοι έγιναν επαναστάτες (σ.σ.)

.

.