Γίνεται πλέον φανερό, ακόμη και στους πλέον αδαείς και καλόπιστους, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας βάλει ως στόχο την επάνοδό του στην εξουσία, δεν φείδεται καταγγελιών κατά της κυβέρνησης, ακόμη και αν αυτές είναι ψευδείς και θίγουν ευθέως την χώρα μας. Βλέπουμε τις καταγγελίες και την αρνητική ψήφο κατά της Αμυντικής Συμφωνίας Ελλάδας – Γαλλίας εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ να γίνονται πανηγυρικά πρωτοσέλιδα σε τουρκικές εφημερίδες (π.χ. Hyrriyet, Akit, AKSAM, GUNDEM) και να ταυτίζονται με τις αιτιάσεις της Άγκυρας. Διαβάζουμε τις δηλώσεις στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ (π.χ. Γιώργος Ψυχογιός και Κώστας Αρβανίτης), οι οποίες ταυτίζονται με τις καταγγελίες της Άγκυρας για δήθεν βίαιες επαναπροωθήσεις και πνιγμούς αλλοδαπών, οι οποίοι προσπαθούν παρανόμως να εισέλθουν στην Ελληνική Επικράτεια. Για να μην αναφερθούμε στις προ έτους καταγγελίες του Δημήτρη Παπαδημούλη στην Ευρωβουλή για διοχέτευση ψευδών στοιχείων στις Βρυξέλλες εκ μέρους της σημερινής κυβέρνησης.
Δεν μπορούμε να αποβάλουμε από τη μνήμη μας την προσπάθεια της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα για χειραγώγηση της Δικαιοσύνης και των ΜΜΕ, αλλά και τη βούλησή του να εκδιώξει «έστω και με τις κλωτσιές» (δική του έκφραση) το διοικητή της ΤτΕ Γιάννη Στουρνάρα. Όλα αυτά, ως ένα μικρό δείγμα των πεπραγμένων του ΣΥΡΙΖΑ τόσο ως κυβέρνηση 2015-2019 όσο και ως αξιωματική αντιπολίτευση 2019-2021. Όταν ο Παύλος Πολάκης μας προειδοποιεί ότι «την επομένη φορά θα είναι αλλιώς», δείχνει ότι τα συνθήματα του Αλέξη Τσίπρα «ή εμείς ή αυτοί», «ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν», αλλά και της τότε υπουργού Όλγας Γεροβασίλη «όσοι βάλουν κατά της κυβέρνησης βάλουν κατά του λαού» έχουν συνέχεια και συνέπεια.
Διαβάζοντας αυτές τις μέρες το εξαιρετικό πόνημα του Γιώργου Σιακαντάρη «Το πρωτείο της Δημοκρατίας, η σοσιαλδημοκρατία μετά την σοσιαλδημοκρατία» (εκδ. Αλεξάνδρεια 2019), στο κεφάλαιο 4, Ολοκληρωτισμός, ο στρατηγικός αντίπαλος της σοσιαλδημοκρατίας, περιγράφει τις μεθοδεύσεις του Βλαντιμίρ Λένιν γα την πλήρη κατάργηση της δημοκρατίας, αφού με την ανάληψη της εξουσίας τον Οκτώβριο 1917 κατήργησε την εκλεγμένη Συντακτική Συνέλευση, στην οποία μειοψηφούσαν οι μπολσεβίκοι, κατήργησε τα κόμματα και επέβαλε δικτατορία του κόμματος, δηλαδή του ίδιου του γενικού γραμματέα. Δεν γνωρίζω ούτε μπορώ να προβλέψω ποια θα ήταν η κατάληξη της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, εάν ήλεγχαν τις Ένοπλες Δυνάμεις και επιτύγχανε ο στόχος τους να χειραγωγήσουν Δικαιοσύνη και ΜΜΕ. Ένα, όμως, γνωρίζουμε, αναλύοντας την πολιτική, που ασκούν από το 2015 έως και σήμερα και η οποία επεκτείνεται από την παιδεία, την υγεία, την εξωτερική πολιτική (η Συμφωνία των Πρεσπών δεν μπορεί να γίνει κολυμβήθρα του Συλωάμ), το ασφαλιστικό, την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, την αξιολόγηση δομών και προσώπων και το υπόλοιπο φάσμα της πολιτικής. ¨Ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ (όργανα και Κ.Ο.) είναι όχι μόνον συντηρητική, αλλά και οπισθοδρομική, υπονομεύοντας κάθε μεταρρύθμιση, κάθε προοδευτικό εκσυγχρονισμό, αλλά και την Παιδεία, που αποτελεί την βάση της Δημοκρατίας, πάνω στην οποία στηρίζονται οι κατά τον Αριστοτέλη πυλώνες της, δηλαδή η Ηθική και η Δικαιοσύνη. Τέλος, αντιγράφοντας από το βιβλίο του Γ. Σιακαντάρη, σελ. 187, ο Tzvetan Todorov (βούλγαρος κοινωνιολόγος) αναφέρει ότι «οι οπαδοί του ολοκληρωτισμού (φασισμός, ναζισμός κομμουνισμός) υποστηρίζουν πως η αλήθεια για τον κόσμο είναι ότι αυτός χωρίζεται ανάμεσα σε εμάς και τους άλλους, σε φίλους και εχθρούς: δύο τάξεις, δύο φυλές, στρατευμένες σε έναν ανελέητο αγώνα . . . Ο διαχωρισμός της ανθρωπότητας σε δύο αλληλοαποκλειόμενα μέρη είναι ουσιώδης για τα ολοκληρωτικά δόγματα. Δεν υπάρχει σε αυτά περιθώριο ουδετερότητας. Κάθε άτομο με χαλαρή πίστη είναι αντίπαλος και κάθε αντίπαλος είναι εχθρός». Οποία ταύτιση με την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ.
Εν κατακλείδι, όλα τα ανωτέρω υποδηλώνουν, εμμέσως μεν πλην σαφώς, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανήκει στο Δημοκρατικό και Προοδευτικό Χώρο. Δεν αντιλαμβάνομαι, επομένως, πώς είναι δυνατόν να μην αντικρούονται με επιχειρήματα από την ηγεσία του ΚΙΝ.ΑΛ. οι προσκλήσεις εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ για συγκρότηση του «Προοδευτικού Χώρου με προοπτική την επαναφορά στην εξουσία των προοδευτικών δυνάμεων και την εκδίωξη της . . . νεοφιλελεύθερης δεξιάς». Ενός δήθεν προοδευτικού μετώπου, που θα περιλαμβάνει τους νοσταλγούς του σταλινικού ολοκληρωτισμού (ΚΚΕ) και τους αποδεδειγμένα εχθρούς των δημοκρατικών θεσμών (ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ). Οι πολίτες, όμως, έχουν κριτήριο και αντιλαμβάνονται ποιο είναι το όφελος της κοινωνίας και των ιδίων. Όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το 75% των ψηφοφόρων του ΚΙΝ.ΑΛ. συμφωνούν με την πολιτική της κυβέρνησης, ενώ το 80% των πολιτών θεωρούν την συμφωνία Ελλάδας - Γαλλίας επωφελή για τη χώρα μας.
Και επειδή σε δύο μήνες από σήμερα θα έχουμε εκλογές για την ηγεσία του ΚΙΝ.ΑΛ., η διακύβευση είναι μία και μοναδική. Όσο το κόμμα αυτό δεν απαντά αρνητικά στην πρόσκληση συνεργασίας εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ, όσο στελέχη του πρώτης γραμμής (π.χ. Γ. Παπανδρέου) αφήνουν ανοικτό το ενδεχόμενο μετεκλογικής συνεργασίας ή όσο κάποιοι (Φ. Γεννηματά) θεωρούν ότι με την ΝΔ τους χωρίζει το χάος, ενώ την ίδια στιγμή κάποιοι άλλοι (π.χ. Π. Γερουλάνος το 2019) δηλώνουν ότι βρίσκονται εγγύτερα ιδεολογικά με τον ΣΥΡΙΖΑ και καλλιεργούν ελπίδες επανόδου του τελευταίου στην κυβέρνηση, τόσο θα δυναμώνει ο ΣΥΡΙΖΑ και θα μένει στάσιμο το ΚΙΝ.ΑΛ. Είναι προφανές ότι οι μετακινηθέντες πρώην ψηφοφόροι του ΚΙΝ.ΑΛ. θα παραμένουν στον ΣΥΡΙΖΑ, αναμένοντας την επάνοδο του νέου κόμματός τους στην εξουσία. Εάν το ΚΙΝ.ΑΛ. επιθυμεί να ανακάμψει και να γίνει και πάλι κόμμα εξουσίας, πρέπει να ξεκαθαρίσει οριστικώς ότι δεν θεωρεί τον ΣΥΡΙΖΑ προοδευτικό και μεταρρυθμιστικό κόμμα (θα έλεγα ότι είναι αντιδημοκρατικό, αλλά αυτό είναι προσωπική μου άποψη), αλλά αντιθέτως οπισθοδρομικό και συντηρητικό, και ότι δεν έχουν κοινά σημεία σύγκλισης για συνεργασία. Αυτό θα έχει ως συνέπεια να απελευθερωθούν δυνάμεις από τον ΣΥΡΙΖΑ και να επανέλθουν στο ΚΙΝ.ΑΛ. – ΠΑΣΟΚ, εφ’ όσον θα διαπιστώσουν ότι η προοπτική εξουσίας απομακρύνεται πολύ. Και κάτι ακόμη. Η εκλογή κάποιου υποψηφίου, που αφήνει να αιωρείται η προοπτική μετεκλογικής συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ, θα ωθήσει και άλλους ψηφοφόρους προς τη σημερινή κυβερνώσα παράταξη, ενώ όλοι εκείνοι που μετακινήθηκαν στον ΣΥΡΙΖΑ θα παραμείνουν με την ελπίδα της επανόδου στην εξουσία.
Όσον αφορά στην ΝΔ του σημερινού πρωθυπουργού, έχει δείξει στο διάστημα αυτό ότι σέβεται τους δημοκρατικούς θεσμούς και προβαίνει σε μεταρρυθμίσεις, ακόμη και εάν κάποιες από αυτές είναι αποσπασματικές. Έχει αποδείξει ότι μπορεί να υπερπηδήσει τις δυσκολίες, που έχουν προκύψει, και ότι το κοινωνικό κράτος είναι μέλημά της. Οι ακραίες φωνές μέσα στο κόμμα της ΝΔ δεν εκλείπουν. Όμως, ο πρωθυπουργός τις απομονώνει και διακηρύσσει ότι στόχος του είναι να κλείσουν οι πληγές του εμφυλίου και του εθνικού διχασμού. Για όλους αυτούς τους λόγους, υπαρξιακός αντίπαλος του ΚΙΝΑΛ – ΠΑΣΟΚ είναι πράγματι ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως λέει ο Ανδρέας Λοβέρδος. Στρατηγικοί – ιδεολογικοί δε πολιτικοί αντίπαλοι είναι εκείνα τα κόμματα, που δείχνουν απέχθεια στους δημοκρατικούς θεσμούς, στην αξιολόγηση, στην αριστεία, στην αξιοκρατία και τίθενται απέναντι στην ελευθερία του λόγου και στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και όχι η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη. Όπως αναφέρει και ο Γιώργος Σιακαντάρης, στρατηγικός αντίπαλος της δημοκρατίας είναι ο ολοκληρωτισμός. Θα προσέθετα ότι στρατηγικός - ιδεολογικός αντίπαλος είναι ο υμνητής του σταλινισμού και εκείνος, που σπέρνει μίσος και εθνικό διχασμό. Και όλοι οι υποψήφιοι για την ηγεσία του ΚΙΝΑΛ – ΠΑΣΟΚ πρέπει να τοποθετηθούν καθαρά και όχι με μισόλογα.