Το ΠΑΣΟΚ ξεκίνησε με τον επιθετικό λαϊκισμό της δεκαετίας του’70. Ως κυβέρνηση, πέρασε εύκολα τις ένδοξες μέρες της πρώτης πενταετίας του ’80, όπου και συνδιαμόρφωσε, αυτό μεν περισσότερο πολιτικά, το ΚΚΕ περισσότερο ιδεολογικά, την «ασάλευτη» ταυτότητα της μεταπολίτευσης. Παράλληλα, «ενσωμάτωνε» σ’ αυτήν την ταυτότητα -παρά ενσωματώθηκε η χώρα- τις επιρροές από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ως κόμμα, κατάφερε να διαφύγει από τις συμπληγάδες του σκανδάλου Κοσκωτά στο τέλος της δεκαετίας του ’80, ενώ ο κόσμος άλλαζε με ορμή, και να βγει πάλι στο προσκήνιο. Κέρδισε τελικά, έστω στη δεύτερη τετραετία, και τη μάχη με τον εκσυγχρονισμό του Κώστα Σημίτη. Αντιμετώπισε ως παιδικό καπρίτσιο την «αξιακή» ατζέντα του Γ. Παπανδρέου. Προσέκρουσε στο σκληρό πυρήνα της ευρωπαϊκής κρίσης. Και τώρα ήρθε η ώρα του λογαριασμού.
Η γνώμη μου είναι ότι το κυρίαρχο χαρακτηριστικό όλης αυτής της ιστορικής περιόδου, στην οποία το ΠΑΣΟΚ σχεδόν ταυτίζεται με την πορεία της χώρας, ήταν οι απίστευτα ευνοϊκές διεθνείς συνθήκες που διαμόρφωσαν την πεποίθηση στην ελληνική κοινωνία ότι όλα γίνονται -και μάλιστα, εύκολα.
Οι άφθονοι και αδιάκοποι πόροι από την Ευρωπαϊκή Ένωση και η παράνομη μετανάστευση, ήταν οι δυο κύριες πηγές αυτών των ευνοϊκών συνθηκών: Οι πόροι από την ΕΕ, συνοδευόμενοι και από σχετική τεχνογνωσία, επέτρεπαν -παράλληλα με την καταναλωτική ευημερία και τη διαφθορά στα υψηλά στρώματα, από πολιτικούς μέχρι εργολάβους και στελέχη του κρατικού τομέα- να παραχθούν υποδομές που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν αδύνατες.
Οι μετανάστες, κυρίως από την Αλβανία, έδωσαν και στα κατώτερα στρώματα την ευκαιρία και να παρασιτούν και παράλληλα να ευημερούν, βάζοντας τους μετανάστες να δουλεύουν με μαύρη εργασία, για λογαριασμό τους. Τώρα οι πόροι δεν έρχονται όπως παλιά και η γενίκευση της μετανάστευσης επιτείνει την κρίση. Έτσι, η χώρα έχασε μια μοναδική ιστορική ευκαιρία να γίνει σύγχρονη κοινωνία, να δημιουργήσει κράτος δικαίου.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες πορεύτηκε το ΠΑΣΟΚ. Περνούσε από τη μια συγκυρία στην άλλη, αβρόχοις ποσί. Το ίδιο συνέβαινε με τα στελέχη. Ένα χαρακτηριστικό της ευκολίας: Τα περισσότερα από τα στελέχη του της πρώτης γραμμής, δεν έχουν στο ενεργητικό τους ένα γραπτό κείμενο που να αντέχει σε πανελλήνια δημοσίευση. Αν εξαιρέσει κανείς τους Α. Παπανδρέου, Κ. Σημίτη, έστω και τον Πάγκαλο, ποιος άλλος διατύπωσε στο χώρο αυτό απόψεις στρατηγικού χαρακτήρα, που να έχουν σχετική διάρκεια; Ακόμα και στον Ε. Βενιζέλο, στα 19 ή 20 βιβλία του, κυριαρχεί η κατά καιρούς επικαιρότητα.
Στελέχη σαν τη Λούκα Κατσέλη, που το μόνο πολιτικό της πλεονέκτημα είναι η κάποια οικογενειακή κληρονομιά , σαν τον μέχρι χτες δοτό Γιάννη Ραγκούση, τον διάσημο σπουδαιολόγο Χάρη Καστανίδη, ή τον Παπουτσή και τον Χρυσοχοϊδη, εμφανίζονται έτοιμοι να γίνουν αρχηγοί μιας, υποτίθεται, μεγάλης παράταξης… Χωρίς στοιχειώδεις, έστω, απόψεις για την κατάσταση της χώρας. Και μάλιστα, σε συνθήκες της μεγαλύτερης εθνικής κρίσης για την οποία δεν είναι και αθώοι.
Η δική μου εξήγηση είναι ότι η ευκολία με την οποία κέρδισαν υψηλές θέσεις στο πολιτικό σύστημα, τους κάνει να έχουν ψευδαισθήσεις και θράσος ανάλογο με εκείνο των καλομαθημένων παιδιών των πολιτικών οικογενειών. Φυσικά και πρέπει να ξεφύγουμε επί τέλους από τα πολιτικά τζάκια. Αλλά κάπου χρειάζεται στοιχειώδης αυτογνωσία.
Η ανασύνθεση βέβαια της προοδευτικής παράταξης, είναι πραγματικά δύσκολη. Και θα απαιτήσει και χρόνο και εισαγωγή νέου ανθρώπινου δυναμικού και επεξεργασία ιδεών σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. (Γενικότερα το πρόβλημα της ανασύνθεσης των πολιτικών ρευμάτων στον αναπτυγμένο κόσμο είναι επί τάπητος).
Η πιο σοβαρή προσπάθεια αναμόρφωσης του προοδευτικού χώρου, είναι νομίζω εκείνη του Μπ. Ομπάμα. Και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει είναι χαρακτηριστικές. Αλλά αυτό είναι θέμα ενός άλλου σημειώματος.