Την Τρίτη το βράδυ έστειλα ένα κείμενό μου στα «ΝΕΑ», με τίτλο «Υπάρχει φασιστικός κίνδυνος;». Εκεί, αφού εξέθετα τους κινδύνους που προκύπτουν από τη διαρκώς αυξανόμενη προσφυγή όλο και περισσότερων πολιτών στην επίκληση της «βοήθειας» της Χρυσής Αυγής για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, κατέληγα ότι «έπονται άλλα χειρότερα». Λίγες ώρες αργότερα ήρθε η δολοφονία του Παύλου Φύσσα, όχι για να επιβεβαιώσει ότι τα χειρότερα ήρθαν αλλά ότι αυτά μόλις άρχισαν. Η συνέχεια, αν δεν αλλάξουν πολλά, αναμένεται ακόμη χειρότερη. Σήμανε η ώρα της ριζικής αντιμετώπισης του φαινομένου. Γι? αυτό χρειάζεται να αναγνωρισθούν οι πραγματικότητες, που βρίσκονται πέρα από τις ρηχές θεωρίες της ταύτισης των άκρων.
Είναι αλήθεια ότι η κοινωνία χωρίς αυτή τη χρηματοδότηση, ακόμη και με αυτούς τους αντιαναπτυξιακούς όρους, θα ήταν σε ακόμη χειρότερη κατάσταση. Την ίδια στιγμή η εφαρμογή των πολιτικών του Μνημονίου έχει αποδιοργανώσει κάθε θεσμό κοινωνικής πρόνοιας. Η κοινωνία υποφέρει, κάποιοι νομίζουν ότι το ξέρουν, αλλά κατά βάση δεν τους αγγίζει.
Δυστυχώς είμαστε σε μια κατάσταση που δεν αποφασίζουμε μόνοι μας για το μέλλον της χώρας, ενώ ταυτόχρονα οποιαδήποτε αλλαγή προς το κοινωνικό κράτος προϋποθέτει να σταθεί πρώτα η χώρα στα πόδια της. Η κατάσταση δεν θα αλλάξει όσο το πολιτικό σύστημα στρουθοκαμηλίζει, παρουσιάζοντας οι μεν ως «μεταρρυθμίσεις» την εκ των δανειστών επιβαλλόμενη κοινωνική απορρύθμιση, οι δε εμφανιζόμενοι ως μάγοι με τα δώρα. Η χώρα δεν θα υπήρχε χωρίς το Μνημόνιο, αλλά θα πάψει να υπάρχει αν αυτό συνεχίσει έτσι όπως είναι τώρα.
Οι πολίτες, ενστικτωδώς ή όχι, αντιλαμβάνονται το παιχνίδι που παίζεται εις βάρος τους – και όσο συμβαίνει αυτό τόσο θα στρέφονται προς αυτούς που αυτοπαρουσιάζονται ότι είναι εκτός αυτού του παιχνιδιού. Τα όποια αναγκαία μέτρα καταστολής θα έχουν αποτέλεσμα αν στηρίζονται στις ανείπωτες ακόμη αλήθειες.